Οι καλιφορνέζοι Earthless έχουν σιγά σιγά αρχίσει να αναπτύσσουν μια σταθερή σχέση με το αθηναϊκό κοινό, μιας και αυτή θα ήταν η τρίτη φορά, που θα μας επισκέπτονταν τα τελευταία χρόνια. Κουβαλώντας πρότερη εμπειρία από παρελθοντικές εμφανίσεις τους, γνώριζα από την ημέρα ανακοίνωσης της συναυλίας ότι είναι άχαστοι. Το ψυχεδελιάρικο heavy rock τους είναι φτιαγμένο για να παίζεται στις ανά τον κόσμο σκηνές και κάθε φορά που έχω την τύχη να τους παρακολουθώ το θεωρώ προνόμιο.
Το live θα άνοιγε σε πρώτη φάση το Πατρινό τρίο των Go. Ψυχεδελικό rock αξιώσεων συναντά τα διαλεκτότερα στοιχεία του καλιφορνέζικου desert/stoner ήχου και όλα μαζί σερβίρονται στο πιάτο της σκηνής του Αν με τα καλύτερα fuzzy και σχετικά εφέ. Απορώ πως δεν τους είχε πιάσει τόσο καιρό το ραντάρ μου. Αναμένουμε εναγωνίως δισκογραφική δουλειά.
Είναι πάντοτε χαρά μου να βλέπω τους Low Gravity. Για όσους δεν έχουν ιδέα το αθηναϊκό instrumental σχήμα κινείται κοντά στη λογική των headliners, έχοντας κι αυτοί ως σημείο αναφοράς τους τα βαρέα blues. Η ειδοποιός διαφορά μεταξύ των δύο σχημάτων εντοπίζεται στο ότι αφενός οι Αθηναίοι είναι ελάχιστα φρενήρεις, αφετέρου στο ότι ο κιθαριστάς τους είναι κάπως λιγότερο μονοφαγάς από τον κύριο Isaiah Mitchell και συχνά πυκνά “επιτρέπει” και στα υπόλοιπα μέλη της μπάντας να βγαίνουν στο προσκήνιο. Παρά την ολοφάνερα ωδειακή κατάρτιση τους, η παικτική λογική τους ξεχείλιζε ουσία, εξού και το φοβερό groove που έβγαζαν.
Να σου και οι Earthless, jamαριστοί jamαριστοί, έπιασαν το νήμα από εκεί που τους είχαμε αφήσει την τελευταία φορά. Με το ακατάπαυστο σολάρισμα της ξεφτισμένης strat του Isaiah Mitchell να οδηγεί το δρόμο, τον Mike Eginton να ανεβοκατεβαίνει τις πεντατονικές στο ηλιοκαμμένο του jazz για πλάκα και τον Mario Rubalcaba να εξακολουθεί να είναι ένα πραγματικό θηρίο πίσω από τα drums. Όταν δε, ανέβαιναν οι ταχύτητες, χανόταν το τόπι και το μεγεθυμένο ψυχεδελικό effect σε ταξίδευε “αλλού”.
Με ορμητήριο το τελευταίο τους άλμπουμ “Black Heaven”, αλλά και κάποιες δυνατές στιγμές του παρελθόντος τους όπως το υπέρ-trippy “Uluru Rock”, επιδόθηκαν σε ένα τέρμα-τα-γκάζια instrumental rock σεμινάριο. Παρότι ο παραπάνω δίσκος εισήγαγε την καινοτομία -για αυτούς- των lead φωνητικών, ο Mitchell κατευθύνθηκε προς το μικρόφωνο ελάχιστες φορές, με το συγκρότημα να επιλέγει να μη διαταράξει σε μεγάλο βαθμό το “ζωντανό” του modus operandi.
Μία από αυτές ήταν η γνωστή διασκευή στο “Cherry Red” των Groundhogs, με την οποία και μας αποχαιρέτησαν θριαμβευτικά. Αψεγάδιαστοί και πάνω από όλα καβλωμένοι -με το συμπάθειο-. Κάτι τέτοιες μπάντες κρατάνε το rock ζωντανό, να το έχετε υπόψιν σας.
Για το Rock Overdose,
Δημήτρης Σούρσος
Φωτογραφίες: Καταστρόφος Αλέξανδρος