Ύστερα από το επιτυχημένο από όλες τις απόψεις Smoke The Fuzz – Fall Of Doom Edition, που σημαδεύτηκε από τη σαρωτική εμφάνιση των Yob, το Rock Overdose δε θα μπορούσε να λείψει και από τη Howler Edition, που έλαβε χώρα το περασμένο Σάββατο, αυτή τη φορά για μια γερή δόση ποιοτικού heavy/psych.
Οι Σουηδοί Yuri Gagarin αντικειμενικά αποτέλεσαν το μικρότερο όνομα της βραδιάς. Όχι ότι δεν τα έχουν κολλήσει τα ενσημάκια τους. Τρία full length μετρούν ως στιγμής, με το πιο πρόσφατο “At The Center Of All Infinity” να τους βάζει σιγά σιγά στα σαλόνια του heavy psych ήχου. Δεν αποτέλεσε επομένως έκπληξη ότι αρκετός κόσμος έδωσε το παρόν από νωρίς για να τους παρακολουθήσει. Και οι Σουηδοί δεν απογοήτευσαν. Με heavy υπόστρωμα, αλλά εντελώς space άποψη, θα μπορούσε να είναι και το σχήμα που θα έκλεινε τη βραδιά και κανείς δε θα έφερνε αντίρρηση. Σε αυτή την περίπτωση μάλλον θα ξεπερνούσα και τη μανιέρα με τα εφέ να βγαίνουν μπροστά σε κάθε κομμάτι, ίσως το μόνο αρνητικό σημείο της εμφάνισης τους.
Αλλαγή κλίματος, με τους συμπατριώτες των προηγηθέντων Siena Root. Η πεντάδα από τη Στοκχόλμη αγαπάει τα heavy blues περισσότερο από την ψυχεδέλεια και δεν το κρύβει. Αυτή την περίοδο φαίνεται επιτέλους να έχουν όλα τα προβλήματα τους λυμμένα. Έχουν βρει έναν ικανότατο σταθερό τραγουδιστή στο πρόσωπο του Samuel Björö, ο αντικαταστάτης στην κιθάρα του κομβικότατου για τον ήχο τους KG West, ονόματι Matte Gustavsson εντυπωσίασε τόσο με τον μεστό ήχο και παίξιμο του όσο και με τα πύρινα του solos, ενώ τα αλά Lord/Blackmore παιχνιδίσματα του με τον Erik "Errka" Petersson τοποθέτησαν το κερασάκι στην τούρτα μιας γεμάτης εμφάνισης. H Sanya λείπει, αυτό δεν αλλάζει, οι σημερινοί Siena Root όμως, έχουν μετατοπίσει την εστίαση τους προς διαφορετική κατεύθυνση και τα πάνε περίφημα, όπως αποδείχθηκε και επί σκηνής της Ιεράς Οδού.
Επόμενοι οι Electric Moon, το πνευματικό παιδί της ανίερης συμμαχίας Sula Bassana και Komet Lulu. Εμμονικά ρυθμικοί -Γερμανοί άλλωστε, πώς θα μπορούσαν διαφορετικά;-, χωρίς όμως να είναι ιδιαίτερα motor-ικοί, έδιναν έμφαση στην επανάληψη του βασικού θέματος, ενώ ο Sula Bassana με αυστηρά εφεδιάρικο κιθαριστικό παίξιμο πλημμύριζε τα αυτιά μας με κάθε λογής ήχους. Καμία μελωδία, μόνο χάσιμο. Κάποιος θα μπορούσε να πει ότι η μονοτονία της προσέγγισης τους, δύναται να κουράσει τον ακροατή μετά από λίγη ώρα. Καμία κούραση, επί 50 λεπτά με είχαν καρφωμένο πάνω τους. Ναι, τόσο καλοί ήταν. Αδιαμφισβήτητα, η έκπληξη της βραδιάς.
Οι Causa Sui, δίχως αμφιβολία αποτελούσαν το μεγάλο απωθημένο του εγχώριου κοινού, από την εποχή ακόμα που μονοπωλούσαν τα καλοκαίρια μας -κι όχι μόνο- με εκείνα τα ανεπανάληπτα “Summer Sessions”. Από τότε έχει κυλήσει -δισκογραφικά & συναυλιακά- μπόλικο νερό στο αυλάκι για το συγκρότημα, οπότε περιμέναμε μεγάλα πράγματα από ένα φτασμένο πλέον σχήμα. Δυστυχώς η δανέζικη τετράδα απογοήτευσε ελαφρώς, κυρίως με την υποτονικότητα της, ενώ κι ο ήχος της κιθάρας ήταν πολύ πίσω στη μίξη για σεβαστό μέρος της εμφάνισης τους. Όταν γκάζωναν ήταν έως και εκπληκτικοί, αλλά αυτό δε συνέβη και πάρα πολλές φορές, τουλάχιστον στο πρώτο μισό του σετ τους. Το τελευταίο εικοσάλεπτο τους πάντως, υπήρξε σχεδόν σεμιναριακό, με σαφώς πιο heavy κατεύθυνση, άψογες εναλλαγές διαθέσεων και οργιαστικό drumming από τον Jakob Skøtt, τα γουστόζικα visuals του οποίου έδεναν εξαιρετικά με τα επί σκηνής τεκταινόμενα.
Ακόμα πιο οργιαστικό drumming στάθηκε εκείνο του Mario Rubalcaba των Earthless. Εδώ που τα λέμε, ολόκληρη η εμφάνιση τους υπήρξε έναν ακατάπαυστο όργιο. Οι άνθρωποι μας έδωσαν τα μυαλά στο χέρι κανονικότατα. Το φαντεζί και αψεγάδιαστο παίξιμο του άξιου επιγόνου του Hendrix, Isaiah Mitchell οδηγούσε το τρίο από την Καλιφόρνια σε ασύλληπτα cosmic jams, όντας πάντα σε ανοιχτή γραμμή με το rhythm section, καθώς ανά πάσα στιγμή το κοσμικό ταξίδι ενδέχεται να έκανε κάποια απρόβλεπτη παράκαμψη. Ο Mario Rubalcaba είναι με κατεβασμένα χέρια στο top 5 των drummers που παίζουν αυτή τη στιγμή heavy μουσική, συνδυάζοντας απαράμιλλη τεχνική με μπόλικη ουσία, ενώ η ήρεμη δύναμη του τρίο, ο Mike Eginton, σιγοντάριζε συνειδητά τους άλλους δύο, θέλοντας και μη, αφού ήταν και αρκετά πιο πίσω στη μίξη. Σίγουρα το “ο ντράμερ μου παίζει παπάδες κι εγώ σολάρω από πάνω δίχως αύριο” στυλ δεν είναι για όλους, μα διάολε κάθε φορά που ο Mitchell ακουμπούσε την εξάχορδη κεντούσε. Η αποθεωτική εμφάνιση τους έκλεισε όπως συνηθίζουν με μια διασκευή, αυτή τη φορά του “Communication Breakdown” των Led Zeppelin, το οποίο έκοψαν και έραψαν στα “κοσμικά” μέτρα τους. Ασυζητητί, η εμφάνιση που σημάδεψε τη βραδιά.
Αν και το φεστιβάλ θα μπορούσε να είχε λάβει τέλος με τους Earthless και κανείς να μην είχε παράπονο, υπήρχε ένα ακόμη σετ μπροστά μας , εκείνο των headliners του όλου εγχειρήματος All Them Witches, οι οποίοι κινούνται επιτυχώς εκτός της stoner πεπατημένης. Το εντελώς αντισυναυλιακό άνοιγμα με το ήρεμο “Talisman” δε φάνηκε να δούλεψε ιδιαίτερα και η αλήθεια είναι ότι τους πήρε ένα-δυο κομμάτια για να ανακάμψουν. Η συναυλία ουσιαστικά ξεκίνησε από το “When God Comes Back” κι έπειτα, όταν το fuzz κέρδισε έδαφος και τα γκάζια ανέβηκαν. Με έμφαση στα κομμάτια από τους δίσκους που τους ανέδειξαν “Lightning At The Door” & “Dying Surfer Meets His Maker” η εμφάνιση τους κύλησε δίχως απρόοπτα και δε νομίζω να άφησε κανέναν απογοητευμένο. Μέχρι και το “Elk.Blood.Heart” έπαιξαν, για τους θιασώτες του “Our Mother Electricity”, ενώ το “Swallowed By The Sea” αποτέλεσε το ιδανικότερο κλείσιμο, σβήνοντας μέσα του όλο το νόημα της βραδιάς. Άξιοι headliners η τετράδα από το Nashville, είναι σίγουρο ότι θα τους ξαναδούμε σύντομα από τα μέρη μας. Άλλωστε το δήλωσαν και οι ίδιοι: “Αυτή είναι η τελευταία ημερομηνία της περιοδείας μας, αλλά είναι και το μοναδικό μέρος που πραγματικά θέλαμε να παίξουμε”.
Εν κατακλείδι, το Smoke The Fuzz στην Howler εκδοχή του, αποδείχθηκε η κορυφαία εγχώρια διοργάνωση heavy μουσικής για φέτος. Μπορεί να μη διέθετε την ανεπανάληπτη εμφάνιση των Yob ή τα hip ονόματα του Desertfest, όμως δεν είναι η αξία ενός μόνο καλλιτέχνη ή το πόσο εμπορικό όνομα είναι, αυτό που ορίζει την επιτυχία ενός φεστιβάλ, αλλά το όλο “πακέτο”. Άρτιος ήχος, πρόγραμμα που τηρήθηκε μέχρι κεραίας, εξαιρετικές εμφανίσεις από εκλεκτικά σχήματα και το σημαντικότερο: ένα live που ξεκίνησε στις 5 και κύλησε νεράκι, χωρίς την παραμικρή αίσθηση κούρασης.
Για το Rock Overdose,
Δημήτρης Σούρσος
Φωτογραφίες: Αλέκος Καταστρόφος