Αφιέρωμα LEPROUS: Δολοφόνοι της μουσικής ασφάλειας!

Οι Νορβηγοί Leprous είναι ένα από τα συγκροτήματα τα οποία έμελλε να λάμψουν τα τελευταία χρόνια με την παρουσία τους κι αυτό κυρίως λόγω της δισκογραφικής τους συνέπειας και της ολοένα και αυξανόμενης αποδοχής τους από το μεταλλικό κοινό, ενώ στη συνέχεια έκαναν το άνοιγμα και σε οπαδούς λιγότερο σκληρών συχνοτήτων. Το πως φτάσαμε ως εδώ θεωρώ ότι ήταν μαθηματικά βέβαιο να συμβεί, καθώς ξεκάθαρα μιλάμε για μπάντα που δούλεψε σκληρά και δεν εφησύχασε ποτέ με την εξέλιξη της καριέρας της, συν το γεγονός ότι ποτέ δεν έχουν κάνει δεύτερο ίδιο δίσκο στο καπάκι. Οι Leprous κατάγονται από το Notodden και σχηματίστηκαν το 2001 από τον τραγουδιστή και πληκτρά Einar Solberg και τον κιθαρίστα κι ως επί το πλείστον μέχρι σήμερα κύριο στιχουργό, Tor Odmund Suhrke. Η μοίρα το έφερε έτσι ώστε να περάσουν αρκετά άτομα από τις τάξεις τους δίπλα στους δύο προαναφερθέντες που ήταν πάντα ο κεντρικός πυρήνας του συγκροτήματος. Έτσι διαδοχικά πέρασαν από τις τάξεις τους ο μπασίστας Stian Lonar (2001-2002) και ο κιθαρίστας Esben Meyer Kristensen (2001-2003) χωρίς να προλάβουν να ηχογραφήσουν κάτι με το συγκρότημα, ενώ ο ντράμερ Truls Vennman ''άντεξε'' λίγο περισσότερο. Με τον Vennman στις τάξεις τους, οι Leprous επιστρατεύουν το 2002 τον μπασίστα Halvor Strand στη θέση του Stian Lonar, ενώ τις δεύτερες κιθάρες αναλαμβάνει ο αδερφός του Einar Solberg, Kenneth, ο οποίος θα μείνει στις τάξεις τους μέχρι το 2004.

 

 

Με τη σύνθεση αυτή, το συγκρότημα θα κυκλοφορήσει το 2004 το πρώτο του demo με τίτλο ''Silent Waters''. Όσοι έχετε γνωρίσει τους Leprous πρόσφατα και δεν έχετε έρθει σε επαφή με τη συγκεκριμένη κυκλοφορία, θα δυσκολευτείτε να αναγνωρίσετε ότι πρόκειται για το ίδιο συγκρότημα. Το demo ηχογραφήθηκε μεταξύ Απρίλη - Μάη του 2004 και βρίσκει το κουιντέτο ακατέργαστο και φρενήρες στην απόδοση του, με τρίτα κομμάτια (''Silent Waters'', ''Beauty Of Death'' και ''Collapse'') τα οποία ξεπερνούν όλα τα 9' σε διάρκεια και στην κυριολεξία ξεχειλώνουν το παίξιμο τους, αν συνυπολογίσουμε ότι οι περισσότεροι ήταν 18 – 19 ετών τότε, το έλεγες και πολλά υποσχόμενο. Το πιάνο στην αρχή του ομότιτλου κομματιού ειδικά και η σχεδόν a capella ερμηνεία του Solberg έδειχναν από πολύ νωρίς ότι ετοιμάζεται κάτι μελλοντικά υπέροχο. Progressive metal χωρίς κάποιο συγκεκριμένο σημείο αναφοράς και με αρκετά δική τους μουσική ταυτότητα, ενώ από τότε ήταν ευδιάκριτα τα ξεσπάσματα μέσα στα τραγούδια τους, τα οποία και τους κατέστησαν ιδιαίτερα αγαπητούς στη συνέχεια. Μπορούσε κάποιος να ακούσει ήδη τα πιο τραχειά φωνητικά και το εύρος της φωνής του Solberg, ενώ ξεκάθαρα ο ήχος ήταν πολύ βαρύτερος απ'ότι στη συνέχεια και για τα δεδομένα ενός demo και της ηλικίας τους, η παραγωγή του πάρα πολύ καλή. Το demo άναψε τη σπίθα και οι Leprous άρχισαν και οι ίδιοι να παίρνουν τα πράγματα σοβαρότερα και έτσι μετά από κάποιες -αναπόφευκτες και πάλι- αλλαγές στη σύνθεση, προχώρησαν στην επόμενη τους κίνηση.

 

 

Με τον Kenneth Solberg να αποτελεί παρελθόν ύστερα από την ηχογράφηση του ''Silent Waters'' και με τον Truls Vennman να αφήνει τη θέση των τυμπάνων κενή το 2005, ο μεν πρώτος αντικαθίσταται από τον Øystein Landsverk και στη θέση του δεύτερου αντίστοιχα έρχεται ο Tor Stian Borhaug. Με τη σύνθεση αυτή οι Leprous ανάμεσα στον Μάρτιο και τον Απρίλιο του 2006 ηχογραφούν το ''Aeolia''. Θα μπορούσε να ήταν και ο πρώτος τους κανονικός δίσκος, αλλά λογίζεται από τους περισσότερους είτε σαν demo είτε σαν ανεπίσημη κυκλοφορία, το σίγουρο είναι ότι πάλι το κυκλοφόρησαν ανεξάρτητα σε cd-r, ενώ το 2010 έγινε επανατύπωση του με τα πρώτα 100 κομμάτια να είναι αριθμημένα και υπογεγραμένα από το συγκρότημα. Στο ''Aeolia'' το στυλ του ''Silent Waters'' ξεχειλώνεται ακόμα περισσότερο ενώ σίγουρα ακούγονται λιγότερο ακατέργαστοι και ''αφελείς'' σε σημεία, ξεχωρίζουν σαν την μύγα μέσα στο γάλα τα τρία τεράστια κομμάτια του δίσκου (''Disclosure'', ''Close Your Heart'' και ''Eye Of The Storm'') διάρκειας σχεδόν 11' το καθένα, ενώ δε λείπουν και διαμαντάκια όπως το ''Black Stains'' και το ''Τhe Great Beast''. Ηχογραφήθηκε στα Symfonique και Juke Joint Studio, ενώ αν και demo διαρκεί πάνω από 64' και είναι μεγαλύτερο σε διάρκεια από όλα τα άλμπουμ τους, πλην του ''The Congregation''! Είχε έρθει πλέον ο καιρός για επίσημα βήματα και το συγκρότημα περίμενε καρτερικά την ευκαιρία να χτυπήσει εκεί που κανείς δεν το περίμενε. Στο μεταξύ, από το 2007 είχαμε άλλη μία αλλαγή ντράμερ, με τον Tobias Ørnes Andersen να παίρνει τη θέση του Tor Stian Borhaug.

 

 

Τον Αύγουστο του 2008 οι Leprous κλείνονται στα Black Lounge και The Abyss Studios για να ετοιμάσουν το παρθενικό τους άλμπουμ, το οποίο θα έφερε τον τίτλο ''Tall Poppy Syndrome''. Το άλμπουμ θα κυκλοφορήσει τελικά στις 5 Μαΐου από την τίμια Αμερικάνικη Sensory Records, σίγουρα κάποιοι θα την ξέρετε από κυκλοφορίες των Ark, Circus Maximus, Delain, Edenbridge,Haken, Redemption, Spiral Architect και Zero Hour μεταξύ άλλων. Έχοντας κρατήσει αρκετά από τα στοιχεία των δύο demo κυκλοφοριών αλλά ξεκάθαρα πιο ώριμοι και έτοιμοι για το πρώτο ''σοβαρό'' βήμα, οι Leprous ακούγονται πανέμορφα διαφορετικοί και κεντρίζουν το ενδιαφέρον του ακροατή με το ιδιαίτερο και άκρως αντιτουριστικό στυλ τους, δαιδαλώδεις συνθέσεις στις οποίες πολλές φορές δεσπόζει το πιάνο και η (σωστά χρησιμοποιημένη) μελωδία, ενώ συνεχίζονται τα πανέμορφα ξεσπάσματα που ο καθένας βγάζει τα νεύρα του πάνω στο όργανο του (ή ο Solberg τσιτώνει τις φωνητικές του χορδές αντίστοιχα) και έχουμε κόμματους όπως τα ''Phantom Pain'' να δεσπόζουν, ενώ γενικά η δεύτερη πλευρά του δίσκου με τα ''He Will Kill Again'', ''Not Even A Name'', το ομότιτλο κομμάτι και το ''White'' είναι ακόμα πιο προοδευτική και παίρναμε μόνο μία ιδέα από το τι θα ακολουθούσε μελλοντικά. Κατά τη διάρκεια της κυκλοφορίας του δίσκου, οι Leprous έγιναν περισσότερο γνωστοί ως η μπάντα που συνόδευε τον Ihsahn των Emperor στις συναυλίες του, έτσι και ο υποφαινόμενος κατάφερε να τους μάθει όταν είδε το 2010 τον Ihsahn ζωντανά στο εξωτερικό και 5 ημίτρελους τύπους δίπλα του να κοπανιούνται σαν τα κατσίκια (ειδικά ο Solberg τότε με τα ράστα του).

 

 

 

Σημειωτέον ότι ο Ihsahn είναι παντρεμένος με την αδερφή του Solberg και υπάρχει μέχρι σήμερα το σχετικό αλισβερίσι στις κυκλοφορίες των δύο όπου συμμετέχουν ο καθένας στην κυκλοφορία του άλλου. Μετά από εμφανίσεις στο ProgPower USA και το ProgPower Europe, ήρθε ο καιρός για Ευρωπαϊκή περιοδεία. Tην ίδια χρονιά, στα τέλη του 2010 οι Leprous συστήνονται και στο Ελληνικό κοινό ως support στους Therion μαζί με τους επίσης φοβερούς Loch Vostok και από τότε γεννήθηκε μία ξεχωριστή σχέση με το συγκρότημα, το οποίο απέσπασε θετικότατες εντυπώσεις και για πολλούς έκλεψαν την παράσταση ακόμα κι από τους εγνωσμένης αξίας για τις κορυφαίες τους συναυλίες Therion. Το πρώτο σωστό βήμα είχε γίνει και οι Leprous ήταν έτοιμοι για να αφήσουν τον κόσμο άφωνο με το επόμενο βήμα τους. Φυσικά είχαμε άλλη μία αλλαγή μέλους με τον Halvor Strand μετά από 8 χρόνια να φεύγει μετά την περιοδεία και την θέση του μπασίστα να αναλαμβάνει ο Rein T. Blomquist. Έχοντας αλλάξει εταιρεία υπογράφοντας πλέον στην Inside Out, με διανομή μέσω και της Century Media, οι Leprous κυκλοφορούν στις 22 Αυγούστου το ''Bilateral'', το άλμπουμ που έμελλε να τους εκτοξεύσει την καριέρα και να τους κάνει γνωστούς σε όλο τον κόσμο. Το ''Bilateral'' έσκασε σαν βόμβα και έπιασε εξ'απίνης τους πάντες που δεν περίμεναν ένα τέτοιο δίσκο, όχι από τους Leprous, αλλά γενικότερα από τον προοδευτικό μεταλλικό ήχο. Έχοντας κρατήσει όλα τα βασικά καλά τους και αφήνοντας πίσω τα φορτωμένα σημεία χωρίς να αφήνουν τις μεγάλες διάρκειες, οι Leprous βγάζουν τον δίσκο που είμαι βέβαιος ότι ονειρευόντουσαν εξ'αρχής όταν σχημάτιζαν το συγκρότημα.

 

 

Τα καλά σημεία ήταν καλύτερα, τα προοδευτικά σημεία είναι περισσότερα και προοδευτικότερα, αλλά είναι ευχής έργον ότι δεν υπάρχει ούτε περιττό δευτερόλεπτο, με το ομότιτλο κομμάτι να προετοιμάζει το έδαφος για να πατήσουν κομμάτια – ογκόλιθοι όπως το ''Forced Entry'', το ''Mb. Indifferentia'', το κορυφαίο δίδυμο ''Waste Of Air''/''Cryptogenic Desires'' και φυσικά το κομμάτι που κλείνει το δίσκο, ''Painful Detour''. Από τις πλέον παγκόσμιες αποθεώσεις που έλαβε ποτέ συγκρότημα, ειδικά την τελευταία δεκαετία, το ''Bilateral'' άνοιξε ακόμα περισσότερες πόρτες για το συγκρότημα και οι Έλληνες έχουν την τύχη να τους δουν σχεδόν ένα χρόνο (παρά κάτι μέρες) μετά αυτή τη φορά ως support των Amorphis. Επειδή αν πω τι πραγματικά πάθανε οι κατά τ'άλλα υπεραγαπημένοι (και ψιλομανουριασμένοι και κουρασμένοι τότε) Φινλανδοί από τους Leprous θα κοπεί, θα είμαι όσο πιο ευγενικός και λιτός γίνεται. Αυτό που κάνανε οι Leprous στους Amorphis εκείνα τα δύο βράδια σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη είναι μέσα στους τοπ 5 εξευτελισμούς του support στον headliner στην ιστορία των Ελληνικών συναυλιών, επιεικώς τους εξαφάνισαν και κάπου στο 2ο – 3ο κομμάτι Amorphis, ακόμα και οπαδοί τους παραμίλαγαν σε φάση ''δεν βλέπονται, καλύτερα να παίζανε περισσότερο οι Leprous που σκίσανε''. Με το ''Bilateral'' οι Leprous έπαψαν να είναι πολλά υποσχόμενοι, ο προοδευτικός ήχος είχε βρει τη νέα ΜΕΓΑΛΗ μπάντα που μπορούσε να στηριχτεί και το κοινό παρ'ότι πίστευε ότι δεν μπορούν να βγάλουν καλύτερο δίσκο (Φεύ! Μεγάλη μπουκιά φάε...), αδημονούσε για το επόμενο βήμα!

 

 

 

Την ηχογράφηση και παραγωγή του ''Bilateral'' επιμελήθηκε ο ίδιος ο Ihsahn με τη σύζυγο του Heidi Solberg Tveitan, ενώ την επιμέλεια της μίξης και του mastering ανέλαβε ο ανερχόμενος τότε -και νυν καλύτερος παραγωγός στον πλανήτη- Jens Bogren. To ''Bilateral'' για πολύ κόσμο ακόμα και μέχρι σήμερα είναι ο καλύτερος τους δίσκος, σίγουρα πάντως αυτό που πάντα θα ισχύει είναι ότι ήταν και θα είναι μέχρι τέλους ο σημαντικότερος και αυτός στον οποίο έχτισαν τη βάση για το που βρίσκονται σήμερα (ΤΟ ΠΡΩΤΟ). Οι Leprous στην κυριολεξία κουβαλούσαν όλο το βάρος του κόσμου στις πλάτες τους και καλούνταν να υπερβούν το φαινομενικά ανυπέρβλητο με το επόμενο άλμπουμ τους. Ανάμεσα στο φθινόπωρο του 2012 και την άνοιξη του 2013, πάλι με τον Ihsahn στην παραγωγή, τον Jens Bogren στη μίξη και τον Tony Lindgren στο mastering και ηχογραφημένο στο Mnemosyne, εκεί που ηχογραφήθηκαν τα demo τους, οι Leprous βγάζουν αυτό το κλισαρισμένο που λέμε όλοι ''το κρίσιμο τρίτο άλμπουμ'', το οποίο στις περισσότερες περιπτώσεις είτε εκτοξεύει ένα συγκρότημα, ή σε άλλες λιγότερες το χαντακώνει. Το ''Coal'' κυκλοφορεί στις 20 Μαϊου του 2013 και για πρώτη φορά έχουμε σε δύο σερί άλμπουμ την ίδια σύνθεση σε δίσκο τους, με όλα τα μέλη να παραμένουν. Ίσως αυτό να είναι και το μεγάλο μυστικό που το άλμπουμ ήταν καλύτερο σε όλα από τον ήδη αψεγάδιαστο προκάτοχο του! Όπως το διαβάζετε, όσα ερωτηματικά κι αν υπάρχουν πάνω από τα κεφάλια σας και όσες κατάρες και να ρίχνετε αρκετοί, το ''Coal'' ήταν ανώτερο σε όλα!

 

 

Ένα άλμπουμ αρκετά πιο εσωτερικό σε χαρακτήρα και με πιο συγκεκριμένες τις δομές στα κομμάτια του, οι οποίες δεν πετάνε διάφορους ρυθμούς από'δω κι από'κεί όπως συμβαίνει στα κομμάτια του ''Bilateral''. Η γλυκιά μελαγχολία του ''Coal'' σε σημεία αποδεικνύεται ισχυρός σύμμαχος για το συγκρότημα που δεν πέφτει στην παγίδα να φτιάξει ένα δεύτερο ίδιο άλμπουμ που θα είχε εγγυηθεί την επιτυχία, ενώ στα χείλη πολλών πλέον αρχίζουν να ψελλίζονται εκφράσεις τύπου ''το καλύτερο συγκρότημα εδώ και πολλά χρόνια'' (άλλοι το είπανε και χωρίς τον χρονικό προσδιορισμό), άλλοι μιλούσαν για τους νέους Pain Of Salvation σε όραμα και αξία, ενώ ο υποφαινόμενος από τότε όπου σταθεί κι όπου βρεθεί, διαλαλεί ότι ο Einar Solberg είναι ΜΑΚΡΑΝ του δεύτερου ο καλύτερος τραγουδιστής που ζει και αναπνέει γύρω μας σε όλα τα είδη. Η τρομερή κι απίστευτη εξέλιξη του ήταν πλέον εμφανής και πλέον μπορούσαμε να μιλάμε για καλλιτέχνη ύψιστου επιπέδου, στο εξωτερικό το προχώρησαν ακόμα περισσότερο χαρακτηρίζοντας τον ιδιοφυΐα επιπέδου Devin Townsend, ενώ γενικά το άλμπουμ πήρε κεφάλια και βρήκε άμεση ανταπόκριση στους οπαδούς τους. Οι Leprous όσο κι αν κάποιοι προτιμούσαν το πιο παιχνιδιάρικο στυλ του ''Bilateral'' και τους έκατσε κάπως βαρύτερη η όλη ατμόσφαιρα του ''Coal'', είδαν πολύ περισσότερους οπαδούς να έρχονται στο πλευρό τους και άρχισαν από τότε να δημιουργούν αυτό το love/hate συναίσθημα, πράγμα που μόνο αν είσαι ΜΕΓΑΛΟ συγκρότημα μπορείς να προκαλέσεις (ακόμα και οι Ghost π.χ. όσο αχρείαστους ύπαρξης κι αν τους θεωρώ, μόνο που το έχουν προκαλέσει αυτό, λογίζονται πλέον ως μεγάλοι στα μάτια μου).

 

 

 

Όσο για το περιεχόμενο καθαυτό, και μόνο στην 1η στροφή του εναρκτήριου ''Foe'' παραλύουν οι αισθήσεις και απλά κάθεσαι και θαυμάζεις το αηδόνι Solberg, θαρρείς ότι από τη μία είναι έτοιμος να σε καταπιεί ολόκληρος με την ΦΩΝΑΡΑ του κι από την άλλη εκφράζεται πιο απαλά και ευαίσθητα κι από το ποιο λείο μετάξι που τυλίγει το σώμα οποιουδήποτε. Το ''The Cloak'' που είχε προηγηθεί του δίσκου και είχε γυριστεί σε βίντεο αποτελεί σίγουρα highlight της καριέρας τους, η δομή του ''The Valley'' ξεφτιλίζει το 99.9% των συγκροτημάτων εκεί έξω, ενώ το άλμπουμ τελειώνει με την ως τότε μεγαλύτερη στιγμή της καριέρας τους, το καταστροφικό ''Contaminate Me'', στο οποίο συμμετέχει κι ο Ihsahn και ειδικά το σημείο που μπαίνει και ακούγεται σχεδόν μόνος του είναι απερίγραπτα καθηλωτικό, σίγουρα ένα από τα 3 καλύτερα κομμάτια που έχουν γράψει. Δυστυχώς δεν μπορέσαμε να τους δούμε στην Ελλάδα στην συγκεκριμένη περιοδεία και είναι κρίμα γιατί θα είχε τρομερό ενδιαφέρον να ακούσουμε τα κομμάτια αυτά στην ακμή τους τότε που κυκλοφορούσαν. Το ''Coal'' ήταν δίσκος – σταθμός και αν το ''Bilateral'' ήταν το σημαντικότερο όπως γράφτηκε πιο πάνω, αυτό ήταν σίγουρα το κρισιμότερο (ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ)! Εκεί πάλι βιαστήκαμε όλοι που είχαμε φάει τη βλάβη να βγάλουμε γλώσσα και να πούμε ''τέλος, δε βγαίνει καλύτερο'', αλλά κάπου στον παγωμένο Βορρά, οι πέντε Νορβηγοί μάλλον γελούσαν ξέροντας τι μπορούν να κάνουν, ενώ είχαν ήδη αρχίσει να φτύνουν τις διάφορες ταμπέλες που τους βάζανε οι γνωστοί ταμπελάκηδες, οι οποίοι με τη σειρά τους νόμιζαν ότι έβρεχε.

 

 

Επειδή με τους Leprous κανείς δε μπορούσε ποτέ να εφησυχάζει, είχαμε μία ακόμα -και ευτυχώς την τελευταία μέχρι σήμερα- αλλαγή ντράμερ, με τον Tobias Ørnes Andersen να δίνει τη θέση του σε έναν από τους μεγαλύτερους παιχταράδες που υπάρχουν εκεί έξω, τον τότε μόλις 22 ετών Baard Kolstad, ο οποίος ένα χρόνο πριν είχε προσχωρήσει στους επίσης υπεραγαπημένους Borknagar και βοήθησε τους Leprous κατά την περιοδεία του ''Coal''. Επίσης τότε αποχώρησε και ο μπασίστας Rein T. Blomquist. Oι Leprous μέσα στο 2014 περιόδευσαν αρκετά, με κύρια αναφορά να γίνεται στην περιοδεία τους με τους Haken και Maschine το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς στο Ηνωμένο Βασίλειο και την υπόλοιπη Ευρώπη. Στις 25 Μαϊου του 2015 θα κυκλοφορήσει το τέταρτο τους άλμπουμ το οποίο προετοίμαζαν ανάμεσα στο φθινόπωρο του 2014 (μετά την προαναφερθείσα περιοδεία) και την άνοιξη του 2015. Ομάδα που κερδίζει δεν αλλάζει, Ihsahn, Jens Bogren, Inside Out, ενώ το μπάσο έπαιξε ο Simen Daniel Borven ως καλεσμένος, ο οποίος παραμένει μέχρι και σήμερα στο συγκρότημα ως κανονικό μέλος. Τίτλος του δίσκου ''The Congregation'', με πρώτο του δείγμα τον Απρίλιο περίπου ένα μήνα πριν κυκλοφορήσει ο δίσκος το εναρκτήριο ''The Price'', ένα κομμάτι το οποίο γέμιζε υποσχέσεις για το περιεχόμενο του δίσκου, ενώ λίγο μετά έρχεται το δεύτερο -και μεγαλύτερο κοκομπλόκο- με το ''Rewind'', το αναμφισβήτητα καλύτερο κομμάτι του δίσκου και 2η μεγάλη στιγμή της δισκογραφίας τους (οι ντράμερ όλου του κόσμου καλό είναι να προσκυνάτε τον Kolstad αιώνια και μόνο για την απόδοση του σ'αυτό το κομμάτι).

 

 

Το '"The Congregation" προσγειώθηκε στα κεφάλια όλων σαν αμόνι που πέφτει στη γη από τη στρατόσφαιρα, αφήνοντας επίδοξους κριτικούς και αμφισβητίες με την όρεξη (και το πουλί στο χέρι). Αυτή τη φορά δεν υπήρχαν υπόνοιες και αμφιβολίες για οτιδήποτε. Εδώ μιλούσαμε για την απόλυτη στιγμή, το άφταστο μεγαλείο των Νορβηγών, οι οποίοι παρέδωσαν το μεγαλύτερο σε διάρκεια άλμπουμ τους και μαζί παρέδωσαν και μαθήματα παιξίματος, άγνοιας κινδύνου, τεχνικής και απλώματος δομής σε κάθε τραγούδι. Με τις διάρκειες να πέφτουν κάπως για τα δικά τους δεδομένα (μεγαλύτερο κομμάτι ήταν το ''The Flood'' με διάρκεια 7:51) αλλά το παίξιμο να βαραίνει και να συνδυάζει άψογα τα στοιχεία των ''Bilateral''/''Coal'' και παράλληλα να ακούγεται τόσο απίστευτα διαφορετικότερο, οι Leprous πλέον πιάνουν κορυφή άφταστη για πολύ κόσμο εκεί έξω (και ιδιαίτερα στον προοδευτικό ήχο οποιασδήποτε μορφής). Το άλμπουμ γνωρίζει παγκόσμια αναγνώριση, οι περισσότεροι συμφωνούν ότι είναι η ύψιστη προσφορά τους μέχρι στιγμής και δειλά – δειλά αρχίζουν και οι είσοδοι στα charts ξένων χωρών (#39 στην Φινλανδία, #66 στην Ολλανδία, #78 στην Γερμανία, #167 στο Βέλγιο). Αυτή τη φορά έρχονται στην Ελλάδα ξανά για την πληρέστερη μέχρι στιγμής και καλύτερη (μέχρι την επόμενη;) εμφάνιση τους, όπου αφήνουν το κοινό άναυδο, με τους οπαδούς να μην πιστεύουν ότι πρόκειται για το συγκρότημα που κάποτε βλέπανε να συνοδεύει άλλους και μεγάλωσε τόσο που δεν το χωράνε οι σκηνές οποιουδήποτε κλαμπ εκεί έξω. Το ''The Congregation'' ήταν η σιδηρογροθιά που θρυμμάτισε την ασφάλεια στην οποία κινείται μεγάλο μέρος του μεταλλικού ήχου και έθεσε τον πήχη ψηλότερα απ'όσο θα περίμεναν και οι ίδιοι (ΤΟ ΤΡΙΤΟ, ΤΟ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΚΑΙ ΠΛΕΟΝ ΠΕΙΣΤΙΚΟ Δ-Ε-Κ-Α-Ρ-Ι ΤΟΥΣ).

 

 

Την επόμενη χρονιά το συγκρότημα περιόδευσε εκτεταμένα σε όλο τον κόσμο και αποτέλεσμα αυτού ήταν να κυκλοφορήσει το ζωντανό άλμπουμ ''Live At Rockfeller Music Hall'' στο ομώνυμο κλαμπ στην πατρίδα τους τη Νορβηγία και συγκεκριμένα στο Όσλο. Το ζωντανό αυτό υπερθέαμα που συνοδεύτηκε από το αντίστοιχο dvd ηχογραφήθηκε στις 4 Ιουνίου και κυκλοφόρησε στις 25 Νοεμβρίου του 2016, με το συγκρότημα ήδη να δουλεύει πάνω στο πέμπτο του άλμπουμ εκείνο το διάστημα. Η συγκεκριμένη συναυλία κλείνει με το δίδυμο ''Forced Entry''/''Contaminate Me'' αν αυτό λέει κάτι, γενικώς η φάση ζωντανό άλμπουμ/dvd συναυλίας πλέον δε μου λέει τόσο πολλά όσο παλιά, αλλά αυτό το συγκεκριμένο είναι από τα πλέον κορυφαία των τελευταίων ετών και όταν έρθει η ώρα, σίγουρα θα το αγοράσω, παρ'ότι είμαι πλέον εκτός αυτής της λογικής δαπάνης. Το Μάρτιο του 2017 οι Leprous ανακοινώνουν ότι ήδη δουλεύουν το νέο δίσκο ο οποίος θα ονομάζεται ''Malina'' το οποίο ήδη ήταν ολοκληρωμένο, ηχογραφημένο στα Ghostward Studios στη Σουηδία και με παραγωγό τον David Castillo. O Øystein Landsverk που έπαιξε τις κιθάρες σε κάθε δίσκο τους μέχρι τότε εγκατέλειψε το συγκρότημα, και τη θέση του πήρε ο Robin Ognedal. Πρώτα δείγματα του δίσκου το ''Stuck'' και το ''From The Flame'', με τους Leprous ξεκάθαρα να αφήνουν πίσω το στερεοτυπικά μεταλλικό ήχο των προηγούμενων δίσκων, έχοντας εξελιχθεί σε κάτι πολύ ευρύτερο και στο γενικό πλαίσιο του ροκ ήχου. Με πανέξυπνα τραγούδια όπως το ''Illuminate'' δείχνανε ήδη το δρόμο του μέλλοντος σε πολύ κόσμο.

 

 

To ''Μalina'' έκλεψε τις εντυπώσεις για την αλλαγή του ήχου και οι περισσότεροι θεώρησαν ότι ήταν ένα πολύ τολμηρό βήμα για το συγκρότημα. Ακόμα και όσοι θεώρησαν -σωστά- ότι έχανε τη σύγκριση με τα τρία προηγούμενα άλμπουμ από τα αποδυτήρια (και ειδικά με τον προκάτοχο του ''The Congregation''), εξήραν το ταλέντο τους να γράφουν αξιομνημόνευτα τραγούδια, έστω κι αν αυτή τη φορά η συνταγή οδηγεί μαθηματικά σε μεγαλύτερη εμπορική καταξίωση (δίχως να γίνονται φυσικά ξέκωλοι και αδερφές όπως αρκετοί ισχυρίστηκαν, απ'όλα τα σαπάκια που έχουν οπαδούς εκεί έξω δίχως λογική και ειδικότερα κάτι γραφικούς δήθεν πολεμόκαυλους Σουηδούς σαλτιμπάγκους, οι Leprous σας φταίξανε). Κομμάτια όπως το ''Mirage'' φέρνουν στο νου μέχρι και τους Meshuggah, ενώ ο δίσκος κλείνει με το κορυφαίο δίδυμο των ''The Weight Of Disaster'' και ''The Last Milestone''. Το τελευταίο αποτελεί την 3η και ίσως συγκλονιστικότερη μεγάλη στιγμή της δισκογραφίας τους, όντας πρακτικά μία σύνθεση με τον Solberg τελείως απογυμνωμένο και έγχορδα να τον συνοδεύουν σε ένα απαράμιλλο συνθετικό μεγαλείο soundtrack-ικής προσέγγισης. Προσωπικά με ανατρίχιασε τόσο, όσο το περίφημο ''Adagio For Strings'' όταν είχα πρωτοδεί την κορυφαία ταινία όλων των εποχών (μιλάω για το ''Platoon'' του Oliver Stone φυσικά). Οι Leprous μετά την κυκλοφορία του ''Malina'' πλέον έχουν κάνει γκελ και σε μη μεταλλικό κοινό και γενικώς η αποδοχή τους έχει φτάσει πέρα από τα όρια που ίσως και οι ίδιοι και οι οπαδοί τους να είχαν θεωρήσει ότι υπάρχουν.

 

 

Τελευταίο δείγμα της δουλειάς τους και άγνωστο αν είναι πρόπομπος για την μελλοντική τους κατεύθυνση, το αριστουργηματικό single ''Golden Prayers'', το οποίο στην πρώτη του ακρόαση είμαι σίγουρος ότι σήκωσε αντιδράσεις τύπου ''αμαρτία να μην είναι αυτό το κομμάτι στον τελευταίο δίσκο''. Αν το μελλοντικό τους υλικό ηχεί έτσι, είμαι βέβαιος ότι και πάλι θα μας εκπλήξουν τρομερά ευχάριστα. Εκεί που φαίνεται να έχουν αφήσει πίσω το (σκληρό) παρελθόν τους, τίποτα δεν είναι βέβαιο με αυτούς τους πραγματικά χαρισματικούς Νορβηγούς. Έχοντας περάσει τα 30κάτι οι περισσότεροι, βρίσκονται στην καλύτερη και ωριμότερη φάση της ζωής τους, με γάμους, οικογένειες και γενικά νοικοκυρεμένη ζωή, κι αυτό βγαίνει προς τα έξω και στη μουσική τους. Το Ελληνικό κοινό έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει για 4η φορά ένα συγκρότημα που κάθε φορά που του δόθηκε η δυνατότητα, τίμησε τη χώρα μας και έχει εκφραστεί πάντα με τα καλύτερα λόγια για την αγάπη που έχει πάρει από τους Έλληνες. Μάλιστα μπήκε στα charts της χώρας μας στο νούμερο 64 (!!!) ακολουθώντας μεταξύ άλλων την παγκόσμια επιτυχία και σε άλλες χώρες (#23 στην Φινλανδία, #34 στη Γερμανία, #39 στην Ελβετία, #42 στην Αυστρία, #52 στο Βέλγιο, #64 στην Ελλάδα όπως προειπώθηκε -υπάρχει ελπίδα ίσως-, # 68 στην Ολλανδία, #138 πάλι στο Βέλγιο σε διαφορετικό chart και #182 στη Γαλλία). Όσοι τους έχετε δει παλιότερα ξέρετε πολύ καλά τι να περιμένετε, όσοι θα βιώσετε για πρώτη φορά την εμπειρία Leprous επί σκηνής, ίσως να βρεθείτε προ τρομερής εκπλήξεως που όπως και να την έχετε φανταστεί, είναι ακόμα καλύτερη. Αυτό που είναι σίγουρο και ευχόμαστε να συνεχίσει να ισχύει μελλοντικά, είναι ότι έχουν τρομερή συνέπεια και δε σταματούν να εκπλήσσουν και να εξελίσσονται. Αν δεν φάνε τα μούτρα τους από μόνοι τους και αν κρατήσουν ένα σταθερό κορμό σύνθεσης χωρίς νέα φύγε'συ – έλα'συ, τότε ίσως να μην έχουμε ακόμα δει τα καλύτερα. Κι ας λέμε οι περισσότεροι ότι ήδη ότι είχαν να προσφέρουν από άποψη τελειότητας το δώσανε (...μεγάλη κουβέντα μην πεις)!

 

 

 

Οι Leprous εμφανίζονται το Σάββατο 8 Σεπτεμβρίου στο Fuzz Live Music Club.

Fb Event: https://www.facebook.com/events/255984544968269/

 

 

 

Για το Rock Overdose,

Δημήτρης Αλόρας

Comments