Γενέθλια για τον σπουδαίο Ian Anderson, ο οποίος κλείνει σήμερα τα 75 του χρόνια!

Οι συστάσεις είναι περιττές για μία από τις πιο αναγνωρίσιμες φιγούρες της ροκ μουσικής, έναν εκκεντρικό και ιδιαίτερα χαρισματικό αοιδό, που καταφέρνοντας να παράγει τους πιο απίστευτους ήχους απ’ το χρυσό του φλάουτο, μπόρεσε να προσφέρει τη δική του διάσταση στο είδος της ροκ, μέσα απ’ την μπάντα του, τους  Jethro Tull. Ο λόγος για τον IanAnderson, που συμπληρώνει τα 75 του χρόνια. Γεννήθηκε στη Σκωτία, αλλά μετά το δημοτικό, η οικογένεια του μετακόμισε στο Blackpool της Βόρειας Αγγλίας, το 1959. Από μικρό παιδί εξέφρασε το ενδιαφέρον του για τη μουσική, έχοντας ως πρώτα του ακούσματα την jazz που άκουγαν οι γονείς του, ενώ ο ίδιος αργότερα έδειξε προτίμηση στην blues, την ακουστική κυρίως και την ροκ. Στα εννιά του χρόνια, απέκτησε το πρώτο του όργανο, ένα ukulele, παιχνίδι που αποδείχθηκε άχρηστο σε πρώτη φάση τουλάχιστον. Στην ηλικία των έντεκα, ο Ian, ζήτησε από τον πατέρα του να του αγοράσει μια ισπανική κιθάρα από ένα μουσικό κατάστημα του Εδιμβούργο στο οποίο διέμεναν. Αν και ο πατέρας του ήταν υποστηρικτικός,  ο γιος του ποτέ δεν έφτασε να παίζει στο επίπεδο που προσδοκούσε αυτός. Μετά την εγκατάσταση της οικογένειας στο Blackpool όμως, ξεκίνησε να παρακολουθεί μαθήματα κιθάρας στο σχολείο που φοιτούσε και στα 15 του, ήταν σε θέση να παίζει σαφώς καλύτερα. Αποφοιτώντας, γράφτηκε στο κολέγιο καλών τεχνών, προκειμένου να σπουδάσει πάνω στα έργα τέχνης, πριν λάβει την απόφαση να επιχειρήσει το ξεκίνημα μιας μουσικής καριέρας.

Συγκεκριμένα το 1963, προσέγγισε τον συμφοιτητή του, Jeffrey Hammond και οι δυο τους αποφάσισαν να ξεκινήσουν μια μπάντα, στην οποία ο Jeffrey, διάλεξε να παίξει μπάσο και ο Anderson πήρε το ρόλο του τραγουδιστή, παίζοντας και φυσαρμόνικα. Στην παρέα τους προστέθηκαν επίσης οι John Evans, στα πλήκτρα και ο Barriemore Barlow  στα ντραμς, οπότε και σχηματίστηκαν οιBlades.  Με την μπάντα να έχει υποστεί αρκετές αλλαγές στη σύνθεση και δυο μόλις εβδομάδες  πριν υιοθετήσει για όνομά της το Jethro Tull, ο μουσικός, συνειδητοποίησε πως οι κιθαριστικές του ικανότητες δεν ήταν επαρκείς και πως, όπως έχει δηλώσει, δε θα κατάφερνε ποτέ να γίνει τόσο καλός όσο ο Eric Clapton, οπότε σκέφτηκε να μάθει κάτι που ο Clapton δε θα μπορούσε. Έτσι καταπιάστηκε με το φλάουτο, το οποίο έμαθε να παίζει γρήγορα, προσθέτοντας πως κάθε βράδυ που ανέβαινε στη σκηνή, ήταν ένα μάθημα φλάουτου. Δεν έκανε ποτέ  του μαθήματα, αφού σύμφωνα με τον ίδιο αν είχε κάνει κάτι τέτοιο, θα τα είχε παρατήσει κιόλας. Σίγουρα πάντως η εκμάθηση του φλάουτου από πλευράς του, σε συνδυασμό με τη σύνθεση μουσικής στα πλαίσια μιας ροκ μπάντας, του χάρισε ένα δικό του ξεχωριστό στυλ. Μεγάλο ενδιαφέρον έχει και η ακόλουθη δήλωσή του: «Ήμουν ένας πολύ επιτυχημένος φλαουτίστας, που έπαιζε εντελώς λάθος. Το ανακάλυψα, όταν η κόρη μου μάθαινε να παίζει φλάουτο στο σχολείο και χρησιμοποιούσε διαφορετικά τα δάχτυλά της για κάποιες νότες. Της είπα: ‘Το κάνεις λάθος. Έτσι γίνεται.’ Μου απάντησε: Όχι, δεν ισχύει αυτό, κοίτα μέσα στο βιβλίο!’ Έτσι έβγαλα το αποθαρρυντικό συμπέρασμα, πως εκείνη όπως και το βιβλίο, είχαν δίκιο και εγώ ήμουν στη δύσκολη θέση να είμαι λάθος».

Αυτό βέβαια δε σημαίνει, ότι εγκατάλειψε την κιθάρα, αντιθέτως στην πορεία της καριέρας του, ασχολήθηκε ακόμη με το μπάσο, το μπουζούκι, τη μπαλαλάικα, το μαντολίνο, το σαξόφωνο και τα πλήκτρα, οι ήχοι των οποίων προστέθηκαν στη μουσική των Jethro Tull.Η καριέρα του με το συγκρότημα απαριθμεί 46 ολόκληρα χρόνια και περισσότερα από 20 στούντιο άλμπουμ μέχρι σήμερα, για τα οποία έχει τον πρώτο λόγο σε συνθετικό επίπεδο. Επίσης, εδώ και τριάντα χρόνια, διατηρεί παράλληλα και σόλο καριέρα, έχοντας κυκλοφορήσει μέχρι σήμερα πέντε προσωπικές δουλειές, η πρώτη απ’ αυτές, το 1983. Μέσα στις τόσες δεκαετίες που δραστηριοποιείται ως μουσικός, έχει συνεργαστεί με πλήθος καλλιτεχνών και συγκροτημάτων.  Ενδεικτικά αξίζει ν’ αναφέρουμε, τους Blackmore's Night, Uriah Heep και  Bruce Dickinson. Μια ιδιαιτερότητα του επί σκηνής, είναι η τάση του να στέκεται στο ένα πόδι του ενώ παίζει φλάουτο, μια συνήθεια που φέρεται ν’ απέκτησε τυχαία. Αυτό ξεκίνησε όταν κάποια στιγμή που έτεινε να σταθεί στο ένα πόδι παίζοντας φυσαρμόνικα και κρατώντας τη βάση του μικροφώνου για να κρατήσει ισορροπία, κάποιος δημοσιογράφος ανέφερε ότι στεκόταν έτσι για να παίξει φλάουτο. Αποφάσισε λοιπόν, να κάνει τη φήμη πραγματικότητα, ακόμα κι αν δυσκολεύτηκε μέχρι να το πετύχει. Εκτός της μουσικής, ο Anderson, είναι ιδιοκτήτης πολλών ιχθυοτροφείων σολομού στο Ηνωμένο Βασίλειο, τα οποία του αποφέρουν πολλά κέρδη, κάτι που ισχύει και για τις εταιρείες που έχει στην κατοχή του. Είναι παντρεμένος με την Shona Learoyd, από το 1976 και μαζί έχουν δύο παιδιά.

Comments