Σαν σήμερα 19 Ιουλίου… (ROBB FLYNN – Ζωή βγαλμένη από ταινία!)

A STAR IS BORN

Σαράντα τεσσάρων ετών γίνεται σήμερα, ο Robb Flynn, τραγουδιστής και κιθαρίστας των Machine Head.  Ο Flynn, που τα τελευταία χρόνια βλέπει το όνομα του να μεγαλώνει μαζί με τις τεράστιες διαστάσεις που τείνει να πάρει το όνομα της μπάντας του, μεγάλωσε στο Oakland της California από θετούς γονείς οι οποίοι λέγεται ότι τον υιοθέτησαν σε ηλικία πέντε ετών, σώζοντας τον από τους βιολογικούς γονείς του που τον κακοποιούσαν. Ο Lawrence Matthew Cardine, όπως είναι το αληθινό του όνομα, ήταν ένας αριστούχος μαθητής, μέχρι την εφηβεία του όταν και ανακάλυψε τη μπύρα, τη metal και το χόρτο. Παρά τις προσπάθειες των γονιών του να τον κρατήσουν στο σωστό δρόμο, εκείνος ακολουθούσε τις παρέες του στα μπαράκια της Bay Area όπου παρακολουθούσε εκστασιασμένος τις αγαπημένες του μπάντες, όπως Metallica, Exodus, Possessed και Death Angel ώσπου ένιωσε ότι βρήκε αυτό που του ταίριαζε να κάνει. Έπαιρνε την κιθάρα του και καθόταν μέχρι το πρωί προσπαθώντας να βγάλει τα riff που είχε ακούσει. Αποφοίτησε κακήν κακώς από το σχολείο, έχοντας ιδρύσει προς το τέλος της φοίτησής του, ένα συγκρότημα τους Forbidden. Ο τρόπος ζωής όμως που είχε υιοθετήσει είχε φτάσει στο απροχώρητο αφού ο Flynn γυρνούσε μεθυσμένος, χτυπημένος λόγω των τσακωμών στους οποίους έμπλεκε και άφραγκος. Οι γονείς του, χάνοντας την υπομονή τους, τον έδιωξαν από το σπίτι κάνοντας την κατάστασή του χειρότερη αφού πλέον είτε κοιμόταν στο πάτωμα ή στον καναπέ σε σπίτια φίλων είτε πήγαινε με γυναίκες για να έχει απλά κάπου να τη βγάλει το βράδυ. Δεν είχε χρήματα να φάει, να αγοράσει παπούτσια. Ψάχνοντας να βρει λύση, κατέβηκε στους δρόμους του Oakland, στα γκέτο της περιοχής και συνειδητοποίησε ότι οι μόνοι που έβγαζαν χρήματα ήταν αυτοί που πουλούσαν ναρκωτικά. Δεν το πολυσκέφτηκε. Το έκανε βγάζοντας καλά λεφτά. Στα τέλη της δεκαετίας του ’80, ήταν μέλος μιας τοπικής thrash metal μπάντας, των Vio-lence, στους οποίους έπαιζε και ο κιθαρίστας των Machine Head, Phil Demmel. Περνώντας τις πιο τρελές μέρες τη ζωής του, όπως τις χαρακτηρίζει ο ίδιος, με πολύ πιόμα και τσακωμούς, έφτασε μια στιγμή που συνειδητοποίησε ότι δε γινόταν να συνεχίσει να βαδίζει στο δρόμο αυτό. Την ίδια εποχή η metal σκηνή εν μέρει καταρρέει, με την grunge να ανθίζει όλο και περισσότερο. Τότε ο Flynn παρατάει τους Vio-lence και φτιάχνει τη δική του metal μπάντα, τους Machine Head. Ξεκινώντας να κάνουν εμφανίσεις σε μαγαζιά, αποκτούν μεγάλη φήμη σε σημείο που τους προσεγγίζει η Roadrunner και τελικά υπογράφουν συμβόλαιο. Το 1994 έρχεται το ντεμπούτο τους άλμπουμ και από κει και πέρα, ακολουθούν άλλα έξι που ειδικά από την κυκλοφορία του Blackening, το 2007 και μετά εκτόξευσαν τη δημοτικότητα της μπάντας στα ύψη. Την ίδια χρονιά μάλιστα ο Robb Flynn κέρδισε το βραβείο Golden God από το Metal Hammer. 

 

 

 

Την τιμητική  του έχει σήμερα και ένας από τους πρωτοπόρους ερμηνευτές στο death metal είδος και στα φωνητικά που περιέχουν το στοιχείο του γρυλίσματος, ο Thomas Gabriel Fischer. Ο 49 ετών πλέον Σουηδός, είναι γνωστός με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο "Tom Gabriel Warrior" και εκτός από το τραγούδι παίζει και κιθάρα βρισκόμενος μάλιστα στην 32η θέση της λίστας του Guitar World με τους 100 κορυφαίους κιθαρίστες. Μαζί με τους  Steve Day και Steve Warrior ξεκίνησαν σχηματίζοντας αρχικά τους “Hellhammer” το 1982, που με την προσθήκη του μπασίστα και συνθέτη Martin Eric Ain ηχογράφησαν ένα EP  και μερικά ντέμο για την γερμανική δισκογραφική Noise Records ώσπου το Μάιο του 1984 διαλύθηκαν. Ο τραγουδιστής με τον μπασίστα ξαναέσμιξαν ένα μήνα μετά και σχημάτισαν τους Celtic Frost, με τους οποίους έχει κυκλοφορήσει πέντε άλμπουμ. Το 1985 επίσης, υπήρξε τραγουδιστής, συμπαραγωγός και στιχουργός για το πρώτο άλμπουμ των Coroner. Έχει κάνει διάφορες συνεργασίες στην πορεία της διάρκειας του ενώ το 1994 σχημάτισε ένα industrial rock project, τους Apollyon Sun. Ο Fischer  το 2000 έβγαλε ένα βιβλίο με τίτλο "Are You Morbid?: Into the Pandemonium of Celtic Frost" το οποίο είναι ένα χρονικό της πορείας των Celtic Frost και περιέχει και πολλά στοιχεία για την προσωπική ζωή του ίδιου. Το 2008 λόγω εσωτερικών συγκρούσεων μέσα στο συγκρότημα αποχώρησε από τους Celtic Frost. Όπως έχει πει σε συνέντευξή του, τα στραβά είχαν ξεκινήσει από τις αρχές του ’90 όταν επανενώθηκαν και κατόπιν επιμονής του Ain, προσέλαβαν τον ντράμερ Stephen Priestly που με την την εγωιστική του συμπεριφορά ανέτρεψε τις ισορροπίες στην μπάντα. Αυτή τη στιγμή ηγείται του project που ο ίδιος σχημάτισε, των Triptykon, οι οποίοι το 2010 έκαναν το πρώτο τους δισκογραφικό βήμα.

 

 

 

 

Στις 19 Ιουλίου του 1971, γεννήθηκε επίσης, ο Russell Allen, τραγουδιστής των Symphony X και Adrenaline Mob. Πριν ασχοληθεί επίσημα με τη μουσική, ο Αμερικανός συμμετείχε σε παραστάσεις στο Μedieval Times Dinner Theater, θέατρο με μεσαιωνικά εκθέματα που παρουσιάζονται μεσαιωνικού στυλ παιχνίδια, ως ιππέας μονομάχος με κοντάρι. Η ζωή του άλλαξε όταν ο πρώην τραγουδιστής Rod Tyler τον σύστησε στους Symphony X. Από το 1995 εντάχθηκε στη σύνθεσή τους ως ερμηνευτής και έχει κυκλοφορήσει μαζί τους επτά στούντιο άλμπουμ και ένα live. Πέρα από το τραγούδι παίζει και μπάσο για ορισμένα κομμάτια. Το 2005 συμμετείχε στο project του Jorn Lande, ένα ντουέτο ονόματι Allen / Lande στο οποίο παίζουν ροκ μουσική και έχουν κυκλοφορήσει τρία άλμπουμ. Εκτός από τους Symphony X, δουλεύει πάνω σε ένα ακόμη project με τον κιθαρίστα Mike Orlando και τον πρώην ντράμερ των Dream Theater, Mike Portnoy, τους Adrenaline Mob οι οποίοι πριν λίγους μήνες κυκλοφόρησαν το πρώτο τους άλμπουμ, με τίτλο “Omertà”.

 

 

 

 

 

Τα 39 του χρόνια συμπληρώνει τέλος, ο Martin Powell, Βρετανός μουσικός που στην πορεία της καριέρας του έχει περάσει από τους My Dying Bride, Anathema και Cradle of Filth . Στα 18 του χρόνια πέρασε από ακρόαση για τη θέση μπασίστα στους My Dying Bride, αλλά απορρίφθηκε αφού η θέση είχε καλυφθεί. Αφού ενημέρωσε τη μπάντα ότι γνωρίζει ακόμη να παίζει βιολί και πλήκτρα προσλήφθηκε αρχικά ως session μουσικός, για να γίνει λίγο αργότερα σταθερό μέλος της σύνθεσής  τους. Γύρω στο 1998, οι δρόμοι του με τους My Dying Bride χώρισαν και ο Powell ενσωματώθηκε στους επίσης βρετανούς Anathema, ως πληκτράς για τις ζωντανές τους εμφανίσεις, όμως αποχώρησε μετά από δύο χρόνια. Τη συνέχεια του αποτέλεσαν οι Cradle of Filth με τους οποίους κυκλοφόρησε αρχικά, το 2000, το άλμπουμ “Midian”. Συμμετείχε ακόμη στα “Damnation and a day” του 2003 και “Nymphetamine”   του 2004, συνδράμοντας από τη θέση του κιθαρίστα και του συνθέτη, γράφοντας αρκετά κομμάτια μάλιστα, ενώ άσκησε και καθήκοντα πληκτρά. Από το 2005 που έπαψε να είναι μέλος των Cradle of Filth, επέστρεψε στο Πανεπιστήμιο όπου πήρε ένα ακόμα σημαντικό πτυχίο στη μουσική και τώρα σπουδάζει για να πάρει το διδακτορικό του στη σύνθεση. Ο μουσικός έχει συμμετάσχει τέλος και στο DVD των Type O’ Negative, “Symphony for the devil”. 

 

 

 

 

ALBUM ANNIVERSARY

 

 

 

Δεκατρία χρόνια πριν κυκλοφόρησε το τέταρτο άλμπουμ των Pentagram, “Review your Choices”, που δημιουργήθηκε εξ ολοκλήρου από τους  Joe Hasselvander και Bobby Liebling. Εδώ έχουμε να κάνουμε γενικώς με μια ιδιαίτερη δουλειά, που έρχεται σε μια φάση όπου ο Bobby Liebling, τραγουδιστής της μπάντας, βρίσκεται σε φάση ανάρρωσης από τα πολλά προβλήματα υγείας που του είχε δημιουργήσει η κατάχρηση ναρκωτικών. Ο ήχος βαρύς, απόλυτα doom με επικά στοιχεία και μία παραγωγή που χαρίζει μοναδική γοητεία στο άλμπουμ. Ο Hasselvander αναλαμβάνει το ρόλο του ανθρώπου – ορχήστρα παίζοντας όλα τα όργανα και τα καταφέρνει πολύ καλά, διατηρώντας μια φρεσκάδα και μια καλή ροή. Η φωνή του Liebling που δεν είναι στα καλύτερα της, (η κατάχρηση ακούγεται σε κάθε κομμάτι) δένει με τα τραγούδια.  Στο “Review your choices” συναντά κανείς νέα κομμάτια, καλές συνθέσεις στην πλειοψηφία τους και ρεμίξ παλιών κλασσικών της δεκαετίας του ’70 που όμως ο – υπό την επήρεια ναρκωτικών ήχος τους – τα κάνει να ακούγονται εντελώς διαφορετικά.  Πρόκειται για ένα ιδιαίτερο, σε καμία περίπτωση χαρούμενο, άλμπουμ που αν και για πολλούς αποτελεί το «μαύρο πρόβατο» της δισκογραφίας των Pentagram, περιέχει τρελούς ήχους και είναι πολύ ξεχωριστό. 

 

 

 

Την έβδομη δουλειά τους κυκλοφόρησαν δεκαεννιά χρόνια νωρίτερα οι Quiet Riot. Το “Terrified” ήρθε μετά από ένα διάλειμμα πέντε ετών σε μια εποχή δύσκολη για τη heavy metal με την alternative και την grunge να κυριαρχούν ως μουσικά στυλ. Αυτό φαίνεται να δυσκόλεψε το συγκρότημα ως προς τις μουσικές επιλογές του και το έσπρωξε προς μια πιο hard rock κατεύθυνση, είδος που αν μη τι άλλο οι Αμερικανοί κατέχουν. Αυτή τη φορά ο τραγουδιστής τους, Kevin DuBrow επιστρέφει στο μικρόφωνο ξαναδίνοντας στην μπάντα την χαμένη της ταυτότητα με τις φωνητικές του ικανότητες. Για πρώτη φορά στη σύνθεσή τους εμφανίζεται και ο μπασίστας Kenny Hillery. Στο δημιουργικό κομμάτι, το άλμπουμ απαρτίζεται από έντεκα κομμάτια σε καθαρή hard rock γραμμή, με δυνατές επιδόσεις από τους Cavazo και Banali σε κιθάρες και τύμπανα αντίστοιχα. Στο στιχουργικό κομμάτι παρατηρείται μια αδυναμία λόγω των συχνών επαναλήψεων σε ορισμένα λόγια. Γενικά το άλμπουμ υποτιμήθηκε αρκετά και κινήθηκε σε μέτρια επίπεδα αν και έχει καλές στιγμές  να επιδείξει. Είναι διαθέσιμο μόνο με τη μορφή επανέκδοσης του 2002 ως “Cold day in hell”  με διαφορετικό εξώφυλλο.

 

 

 

Δέκα χρόνια έχει συμπληρώσει το “A nod and a wink”, η δέκατη τέταρτη δουλειά των Camel που σημαδεύτηκε από την τραγική απώλεια ενός εκ των ιδρυτών τους και πληκτρά τους, του Peter Bardens, έξι μήνες πριν την κυκλοφορία του. Στόχος του Andrew Latimer, είναι να δημιουργήσει ένα άλμπουμ με συναρπαστικό ήχο και μάλλον το καταφέρνει. Πατώντας μουσικά σε αυστηρά progressive rock έδαφος, οι Camel απομακρύνονται από concept που είχαν αναπτύξει στο παρελθόν σχετικά με καμήλες ή τον αιγυπτιακό μυστικισμό. Υπό το πέπλο μαγευτικής μουσικής, οι άριστοι στίχοι βασίζονται γύρω από την ιστορία ενός αγοριού που ταξιδεύει με ένα μαγικό χαλί σε διάφορα σημεία. Μουσικά το κάθε τραγούδι εξελίσσεται και ακόμα και τα πιο μελαγχολικά παίρνουν στην πορεία μια διαφορετική μουσική κατεύθυνση έτσι ώστε να αποφεύγεται κάθε ενδεχόμενο μονοτονίας. Ειδικότερα, τα σόλο του φλάουτο που βρίσκονται σε διάφορα σημεία εκπέμπουν μια τόσο ιδιαίτερη ζωντάνια που οι στίχοι περισσεύουν και η μουσική μιλά από μόνη της. Η φωνή του Latimer είναι προσαρμοσμένη στους στίχους και ακούγεται λιγότερο απαλή από αυτό που έχουμε συνηθίσει.  Η χρήση τυμπάνων είναι περιορισμένη και τα σόλο της κιθάρας και του μπάσου δημιουργούν τρομερή ατμόσφαιρα που εντείνεται από τις εναλλαγές στις ταχύτητες. Το άλμπουμ όπως ήταν αναμενόμενο είναι αφιερωμένου στη μνήμη του Bardens που έχασε τη ζωή του σε ηλικία 56 ετών από την επάρατη νόσο.

 

 

Για το RockOverdose:  Χαρά Νέτη

 

Comments