A STAR IS BORN
Τα 48 του χρόνια κλείνει σήμερα ο δημοφιλής ροκ τραγουδιστής Chris Cornell, το πραγματικό όνομα του οποίου είναι Christopher John Boyle. Μεγάλωσε στο Seattle με την οικογένεια και τα πέντε αδέλφια του που όλα πλην ενός επίσης δραστηριοποιούνται, άλλα λιγότερα και άλλα περισσότερο, στο χώρο της μουσικής. Πέρασε μοναχικά εφηβικά χρόνια, κλεισμένος στον εαυτό του με μόνη του διέξοδο τη ροκ μουσική. Την εποχή εκείνη μάλιστα, αφιέρωσε δύο χρόνια ακούγοντας μόνο Beatles αφότου βρήκε σε γειτονικό σπίτι μια εγκαταλελειμμένη συλλογή δίσκων τους. Πριν ασχοληθεί με τη μουσική, δούλεψε σε έναν χονδρέμπορο θαλασσινών και ως βοηθός σεφ σε εστιατόριο. Το κεφάλαιο Soundgarden άνοιξε το 1984, όταν ο Cornell μαζί με κάποια μέλη των “The Shemps”, της μπάντας που έπαιζαν διασκευές, ίδρυσαν νέο συγκρότημα. Αρχικά μάλιστα ο καλλιτέχνης έπαιζε και ντραμς, αλλά με την προσθήκη ντράμερ μπόρεσε να αφοσιωθεί αποκλειστικά στα φωνητικά του καθήκοντα. Το 1988 υπέγραψαν συμβόλαιο στην SST Records και έκαναν και το ντεμπούτο άλμπουμ τους, το “Ultramega OK” το οποίο σημείωσε αμέσως τόσο μεγάλη επιτυχία που έφερε στο συγκρότημα ένα μεγαλύτερο συμβόλαιο στην Α&Μ Records. Ως τις αρχές της δεκαετίας του ’90, οι Soundgarden θεωρούνταν μια από τις πιο επιτυχημένες μπάντες του Seattle μαζί με τους Alice in Chains, Nirvana και Pearl Jam στην grunge σκηνή. Στις 9 Απριλίου του 1997 όμως, έρχεται η διάλυση της μπάντας εν μέσω συγκρούσεων αφού η πέμπτη τους κυκλοφορία που είχε προηγηθεί σηματοδότησε αλλαγή στον ήχο τους που έφερε αρνητικές κριτικές και χαμηλότερες πωλήσεις του αναμενόμενου. Σημειωτέον, το συγκρότημα που επανενώθηκε δώδεκα χρόνια αργότερα, ετοιμάζεται να κυκλοφορήσει νέο δίσκο σύντομα. Αφού ασχολήθηκε για δύο χρόνια με τη σόλο καριέρα του, ενσωματώνεται στους νεοσύστατους το 2001 Audioslave που βρίσκονται σε αναζήτηση τραγουδιστή. Το ντεμπούτο τους σημειώνει σημαντική επιτυχία, συνοδεύεται όμως και από προβλήματα που ανέκυψαν στο εσωτερικό του συγκροτήματος, αφού φήμες ήθελαν τον Cornell να νοσηλεύεται σε κλινική απεξάρτησης. Ο ίδιος αργότερα τις επιβεβαίωσε λέγοντας ότι νοσηλεύθηκε για δύο μήνες αφού πέρασε μια «φρικτή προσωπική κρίση» όταν ετοιμαζόταν το άλμπουμ. Τα προβλήματα ξεπεράστηκαν και το 2005 ήρθε το δεύτερο δισκογραφικό βήμα της μπάντας, το “Out of Exile” στο οποίο ο Αμερικανός, πιστώνεται τη σύνθεση αρκετών κομματιών βιωματικού χαρακτήρα. Σχεδόν δύο χρόνια αργότερα ο Cornell ανακοινώνει την απόφαση του να αφοσιωθεί αποκλειστικά στη σόλο καριέρα του και οι Audioslave διαλύονται. Το 2007 προχωράει στη δεύτερη προσωπική κυκλοφορία του, ενώ το Μάρτιο του 2009, η πιο πρόσφατη δουλειά του, το “Scream”, ενώ συγκεντρώνει τις πλέον αρνητικές κριτικές από τα Μέσα, σημειώνει την καλύτερη πορεία για τον καλλιτέχνη στα chart, φτάνοντας τη 10η θέση του Billboard 200. Σημαντική διάκριση στην καριέρα του αποτελεί η σύνθεση και η ερμηνεία του κομματιού “You know my name”, soundtrack της ταινίας “James Bond: Casino Royale” που έγραψε μαζί με τον David Arnold κερδίζοντας μια σειρά βραβείων, όπως και βραβείο Grammy το 2008. O Chris Cornell έχει συμμετάσχει και σε αρκετά project ενώ έχει στο ενεργητικό του και πολλές συνεργασίες. Είναι παντρεμένος με την ελληνικής καταγωγής αρθογράφο, Vicky Karayiannis. Μαζί έχουν δύο παιδιά ενώ ο καλλιτέχνης έχει άλλη μια κόρη από τον πρώτο του γάμο.
Γενέθλια για έναν ακόμη Αμερικανό σήμερα, τον Stone “Carpenter” Gossard, κιθαρίστα και ιδρυτικό μέλος των Pearl Jam. Έχοντας πατέρα δικηγόρο και μητέρα να εργάζεται σε κυβερνητική θέση, ο Gossard έμαθε σε σχετικά μικρή ηλικία κιθάρα στο σχολείο του στο Seattle όπου και μεγάλωσε. Κάνοντας τα πρώτα του βήματα στους March of Crimes, μια τοπική μπάντα όπου έπαιζε και μπασίστας των Soundgarden, Ben Shepherd, κατάφερε παρά το μικρό διάστημα παραμονής του, να εισαχθεί στην αναδυόμενη τότε μουσική σκηνή του Seattle. Συνέχισε στους The Ducky Boys, για να καταλήξει στην μπάντα του φίλου και συμμαθητή του Steve Turner, τους Green River, με τον Turner να του μεταδίδει την αγάπη του για την punk rock. Παρέα κυκλοφόρησαν δύο EP και το 1988 ήρθε ο πρώτος δίσκος τους, το “Rehab Doll” κατά τις ηχογραφήσεις του οποίου όμως είχαν προκύψει σημαντικές διαφωνίες ως προς τη μουσική κατεύθυνση που θα ακολουθούσαν. Παρά το γεγονός ότι οδηγήθηκαν σε διάλυση είχαν στο μεταξύ πετύχει να κερδίσουν αξιοσημείωτη τοπική φήμη και να ασκήσουν σημαντική επιρροή στο είδος που αργότερα θα γινόταν γνωστό ως “grunge”. Μάλιστα οι Green River θεωρούνται ως «αναμφίβολα η πρώτη grunge μπάντα”. Η συνέχεια ήρθε με την ίδρυση των Mother Love Bone, οι οποίοι ηχογραφούσαν και έκαναν πολλές εμφανίσεις, με αποτέλεσμα ως τα τέλη του 1988 να θεωρούνται από τις πλέον υποσχόμενες μπάντες στο Seattle. Ένα χρόνο μετά ετοιμάζονται να κυκλοφορήσουν και τον πρώτο τους δίσκο, λίγες μέρες όμως πριν την κυκλοφορία, ο frontman τους, Andrew Wood, που τραβιόταν χρόνια με τα ναρκωτικά πεθαίνει από υπερβολική δόση ηρωίνης και το άλμπουμ κυκλοφορεί ένα χρόνο αργότερα. Λίγους μήνες μετά το τραγικό συμβάν, ο frontman των Soundgarden, Chris Cornell, προσεγγίζει τον Gossard και τον μπασίστα των Mother Love Bone, Jeff Ament, προτείνοντας τους να ηχογραφήσουν ένα single με δύο κομμάτια που είχε γράψει ως φόρο τιμής στο Wood. To project κατέληξε σε ολόκληρο άλμπουμ και το γκρουπ ονομάστηκε Temple of the Dog. Το μεγάλο του βήμα ο Gossard το πραγματοποιεί παρέα με τον Ament και τον Mike McCready ιδρύοντας τους Pearl Jam, το αρχικό όνομα των οποίων ήταν Mookie Blaylock. Με την κυκλοφορία του “Ten” το 1991, οι Pearl Jam ανοίγουν τα φτερά τους και η επιτυχία αυξάνεται μέρα με τη μέρα, με την καριέρα τους να απογειώνεται δύο χρόνια αργότερα μέσω του “Vs”. Ακολούθησαν άλλες επτά κυκλοφορίες και ο Gossard έχει την τύχη να και το ταλέντο να αποτελεί μέρος μιας από τις μπάντες που έχουν ασκήσει τεράστιες επιρροές μέσα στη δεκαετία του ’90 με δεκάδες εκατομμύρια πωλήσεις παγκοσμίως. Ο μουσικός, κατά τα άλλα έχει συνεισφέρει στη μουσική βιομηχανία ως παραγωγός και ιδιοκτήτης δισκογραφικής εταιρείας ενώ έχει και στούντιο ηχογραφήσεων. Ασχολείται τέλος, με ένα project ονόματι Brad και το 2001 κυκλοφόρησε και την πρώτη σόλο δουλειά του.
20 Ιουλίου του 1967 γεννήθηκε επίσης, ο συνθέτης και τραγουδιστής των Dandy Warhols, Courtney Taylor – Taylor. Στη γενέτειρα του, το Portland, πήγε σχολείο και κολλέγιο κάνοντας σπουδές πάνω στην κοινωνιολογία, την ψυχολογία και τη μουσική. Ξεκίνησε να παίζει τύμπανα για μια τοπική μπάντα ονόματι Nero’s Rome και στη συνέχεια ενσωματώθηκε σε ένα glam pop-rock συγκρότημα του Portland, τους The beauty stab. Το 1994 σχημάτισε τους The Dandy Warhols μαζί με τον Peter Holmström. Με την αρχή να γίνεται το 1998, το συγκρότημα έχει κυκλοφορήσει ως σήμερα οκτώ άλμπουμ. Εκτός από τις μουσικές του δραστηριότητες, ο Taylor, έχει κάνει και κάποιες εμφανίσεις στην τηλεόραση ενώ επίσης συνέγραψε το μυθιστόρημα “One model nation”, βασισμένο σε μια φανταστική γερμανική μπάντα της δεκαετίας του ’70, που κυκλοφόρησε το 2009 μαζί με ένα άλμπουμ που περιέχει κομμάτια της υποτιθέμενης μπάντας. Το δεύτερο -Taylor- του ονόματός του το απέκτησε άθελα του το 1999. Σύμφωνα με μια ιστορία, ο καλλιτέχνης σε ένα τηλεφωνικό μήνυμα που άφησε σε κάποιον, επανέλαβε δύο φορές το επίθετο του για να ακουστεί πιο καθαρά. Ο παραλήπτης του μηνύματος συμπέρανε ότι λέγεται “Taylor – Taylor” και έτσι έμεινε.
Εξήντα ετών γίνεται σήμερα ο ένας εκ των ιδρυτών των Twisted Sister και κιθαρίστας τους, Jay Jay French. Ο John French Segall όπως είναι το πραγματικό του όνομα, αγαπούσε από μικρός τη μουσική και στο γυμνάσιο μπήκε στην πρώτη του μπάντα που λεγόταν “4 Rooms and a John”. Έχει δηλώσει σε συνέντευξη του ότι το να γίνει μέρος μια rock ‘n’ roll μπάντας ήταν αυτό που θα μπορούσε να σώσει τη ζωή του. Έχοντας περάσει μια ασυνήθιστη περίοδο στη ζωή του που κουβαλούσε όλη την παραφροσύνη της δεκαετίας των 60’s ένιωσε την ανάγκη να δραπετεύσει από τη Νέα Υόρκη και να ξαναχτίσει τον εαυτό του βρίσκοντας ανθρώπους που δεν είχαν ιδέα ποιος ήταν, επιθυμόντας να μείνει μακριά από αλκοόλ και ναρκωτικά. Πριν τους Twisted Sister είχε περάσει από ακρόαση για μια μπάντα ονόματι “Wicked Lester” αλλά αυτοί τελικά προσέλαβαν άλλον κιθαρίστα. Το ψευδώνυμο του το πήρε αφού ιδρύθηκαν οι Twisted Sister κυρίως λόγω του ότι άλλοι είχαν αλλάξει τα ονόματά τους οπότε έπρεπε να κάνει το ίδιο. Στην αρχή ήταν ο Jonathan Livingston Seagull για μια εβδομάδα μόνο αφού ήταν χαζό. Μετά το άλλαξε σε Johnny Heartbreaker κρατώντας για ένα χρόνο μέχρι να καταλήξει στο Jay Jay. Ο μουσικός, είναι παράλληλα και μάνατζερ με πιο γνωστή από τις μπάντες που μανατζάρει τους Sevendust. Το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή του σύμφωνα με τον ίδιο, είναι η 22 ετών κόρη του.
Σαν σήμερα τέλος, το 1955, γεννήθηκε επίσης ο Paul Thomas Cook, ντράμερ και ιδρυτικό μέλος των Sex Pistols. Σε ένα σχολείο του Hammersmith όπου μεγάλωνε γνώρισε τον Steve Jones. Στα 17 τους χρόνια οι δύο φίλοι που ασχολούνταν με τη μουσική, μαζί με τον Wally Nightingale, έφτιαξαν ένα γκρουπ, τους The Strand, που μέσα σε τρία χρόνια είχαν εξελιχθεί σε “Sex Pistols”. Το 1978, μετά τη διάλυση της μπάντας οι Cook και Jones συνέχισαν να συνεργάζονται αρχικά ηχογραφώντας ορισμένα κομμάτια κάνοντας χρήση του ονόματος των Sex Pistols. Στη συνέχεια, σχημάτισαν τους Professionals στους οποίους συμμετείχε και ο Andy Allen. Κυκλοφόρησαν τέσσερα singles και ένα δίσκο χωρίς ποτέ όμως να φτάσουν την επιτυχία των Pistols. Στα χρόνια που ακολούθησαν, ο ντράμερ συνεργάστηκε με ονόματα του χώρου είτε ως παραγωγός, είτε ως μουσικός. Το 1996 επανένωσε τους Sex Pistols για την παγκόσμια περιοδεία “Filthy Lucre”. Το 2008 συμμετείχε σε ένα project, τους Man Raze παρέα με τον Phil Collen των Def Leppard και το φίλο τους Simon Laffy και κυκλοφόρησαν ένα άλμπουμ με τίτλο “Surreal” κάνοντας και εμφανίσεις στη Βρετανία. Αυτόν τον καιρό δουλεύει ως session μουσικός για λογαριασμό του Edwyn Collins.
Για το RockOverdose: Χαρά Νέτη