ALBUM ANNIVERSARY
Πίσω στο 1980, συναντάμε τον Ozzy Osbourne να προσπαθεί να «μαζέψει τα κομμάτια του» και να κάνει το μεγάλο βήμα για τη συνέχεια της καριέρας του, έχοντας συμπληρώσει ένα χρόνο από την απόλυση του από τους Black Sabbath λόγω κατάχρησης αλκοόλ και ναρκωτικών. Με αρκετή ενθάρρυνση από τη σύντροφο του τότε, Sharon Adel, ψάχνει να βρει τους κατάλληλους μουσικούς ώστε να δραστηριοποιηθεί μουσικά και πάλι. Γνωρίζεται με τον Randy Rhoads, έναν σχετικά άγνωστο εκείνη την εποχή κιθαρίστα που έπαιζε στους Quiet Riot και τον χρήζει συνεργάτη του, επιλογή που όπως φάνηκε τον δικαίωσε απόλυτα. Με τη βοήθεια εκείνου και του Bob Daisley στο δημιουργικό τομέα, κυκλοφορούν το Blizzard of Ozz και πιστώνονται την επίτευξη ενός άλμπουμ ορόσημο για την δεκαετία των 80’s. Τα εξέχοντα σημεία του δίσκου είναι δύο: η φωνή του Ozzy, χαρακτηριστική, ιδιαίτερη, σε καλά επίπεδα και η κιθαριστική δουλειά του Rhoads, με τα κομμάτια να βασίζονται σε αυτήν και τις κλασσικές του επιρροές γίνονται αντιληπτές μέσα από τα σόλο του. Το Blizzard of Ozz περιέχει μερικά από τα πιο αξιομνημόνευτα κομμάτια της καριέρας του Ozzy, ορισμένα μάλιστα ιστορικής σημασίας, όπως το “Crazy Train”, που έχει ακουστεί από τα ραδιόφωνα ειδικά, όσο λίγα στο είδος του. Μέσα στην όλη επιτυχία του άλμπουμ, που έφτασε στην 9η θέση του Billboard, πουλώντας μόνο στην Αμερική πάνω από 4 εκατομ. αντίτυπα, δημιουργήθηκε και πολλή συζήτηση οφειλόμενη στο “Suicide Solution”, τραγούδι - προειδοποίηση για το πώς ο αλκοολισμός μπορεί να καταστρέψει τη ζωή κάποιου σε βαθμό που να αποτελέσει τρόπο αυτοκτονίας Ο όλος ντόρος ξεκίνησε όταν ένας δεκαεννιάχρονος φαν, τον Οκτώβρη του 1984, φέρεται να αυτοπυροβολήθηκε ενώ άκουγε το συγκεκριμένο κομμάτι. Οι γονείς του μήνυσαν τον καλλιτέχνη και την CBS Records για «ενθάρρυνση αυτοκαταστροφικής συμπεριφοράς» νεαρών ατόμων που είναι «ιδιαίτερα ευαίσθητα» σε επικίνδυνες επιρροές. Στην απολογία του ο Ozzy ισχυρίστηκε ότι έγραψε τους στίχους σκεπτόμενος το Bon Scott των AC/DC που πέθανε από αίτια οφειλόμενα στο αλκοόλ και μάλιστα παρέθεσε και συγκεκριμένους στίχους σχετικά. Τελικά το δικαστήριο απέρριψε την καταγγελία βασιζόμενο στο δικαίωμα περί ελεύθερης έκφρασης των καλλιτεχνών. Το Blizzard of Ozz, αποτελεί το πιο πετυχημένο άλμπουμ στην καριέρα του Osbourne μέχρι σήμερα και είναι το πρώτο από τα δύο άλμπουμ που έκανε με τον Rhoads, πριν εκείνος πεθάνει το 1982.
Σαν σήμερα, 20 Σεπτεμβρίου του 1976, κυκλοφορεί στην Αυστραλία το Dirty Deeds Done Dirt Cheap, τρίτος δίσκος των AC/DC. Δύο μήνες μετά φτάνει στην Ευρώπη αλλά από τις Η.Π.Α. απορρίπτεται για να φτάσει με καθυστέρηση πέντε χρόνων, το 1981. Ο τίτλος του είναι φόρος τιμής στα κινούμενα σχέδια Beany και Cecil, που ο Angus Young παρακολουθούσε όταν ήταν παιδί. Ένας από τους χαρακτήρες της σειράς κουβαλούσε μια κάρτα που έγραφε: "Dirty Deeds Done Dirt Cheap. Holidays, Sundays and Special Rates." Στα του άλμπουμ, οι Αυστραλοί συνεχίζοντας την ανοδική τους πορεία, κάνουν ένα άλμπουμ που πατάει γερά στη rock n roll και τη hard rock, γεμάτο «βρώμικους» και πονηρούς στίχους. Η ενέργεια του είναι μέσα στα μεγάλα του προτερήματα αλλά τη μεγάλη διαφορά κάνουν, όπως συνηθίζεται, αφενός, η μεγάλη μορφή που ακούει στο όνομα Bon Scott, που με τον μοναδικό, θεατρικό πολλές φορές, τρόπο ερμηνείας του δίνει ξεχωριστή υπόσταση στα τραγούδια και αφετέρου, ο Angus Young με την κιθάρα του, που χωρίς υπερβολή αιχμαλωτίζει τον ακροατή μέσα από αξέχαστες εισαγωγές, δυνατά riff και μεγάλα σόλο. Πρόκειται για έναν αναμφίβολα καλό δίσκο, με γερή δομή και έξυπνους στίχους αν και στο συνθετικό τομέα υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης, κάτι που θα φανεί στις επόμενες κυκλοφορίες τους, ιδιαίτερα τρία χρόνια μετά, με το Highway to Hell. Παρ όλα αυτά ήδη υπάρχουν τα δείγματα του μουσικού προσανατολισμού που θα ακολουθήσει στο μέλλον η μπάντα. Η επιτυχία που σημείωσε το άλμπουμ ήταν τεράστια κυρίως από άποψη πωλήσεων, έχοντας γίνει 6 φορές πλατινένιο στην Αμερική με πωλήσεις που ξεπερνούν τα έξι εκατομμύρια αντίτυπα.
Το πιο πετυχημένο ελληνικό συγκρότημα στο είδος του και ένα από τα ελάχιστα που μας έχουν κάνει τόσο υπερήφανους στο εξωτερικό, οι Rotting Christ, κυκλοφορούν σαν σήμερα, οκτώ χρόνια νωρίτερα, το Sanctus Diavolos, τίτλο έξυπνο δεδομένης της αντιφατικής σημασίας του (Άγιος Διάβολος). Η μπάντα μένει πιστή στη παράδοση που η ίδια έχει δημιουργήσει, να προσφέρει πάντα αξιόλογες, ποιοτικές δουλειές. Κάνει αυτό που γουστάρει να κάνει, ατμοσφαιρική, σκοτεινή black metal, μόνο που αυτή την φορά εμπλουτίζεται και με νέα στοιχεία. Στον ξεχωριστό γλυκό και ωμό ταυτόχρονα ήχο τους, έρχονται να ενσωματωθούν ορχηστρικά μέρη και γυναικεία οπερατικά φωνητικά, κατορθώνοντας να ενώσουν αρμονικά δύο εντελώς αντίθετους κόσμους, όπως είναι αυτός της black metal και αυτός της κλασσικής μουσικής. Τα κομμάτια είναι ένα κι ένα, σε μέτριας ταχύτητας τέμπο, με την καλή παραγωγή να τα αναδεικνύει περισσότερο. Να σημειωθεί και η παρουσία του Gus G. που συμμετέχει σολάροντας στο εξαιρετικό "Visions Of The Blind Order". Κάτι στο οποίο πρέπει επίσης να σταθούμε, είναι η υψηλή απόδοση του Σάκη στα φωνητικά ο οποίος καταφέρνει να προσαρμόζει τη φωνή του στην ατμόσφαιρα και τις ανάγκες του κάθε κομματιού, καθώς και στους εκπληκτικούς του στίχους. Λόγια με ιδιαίτερο βάθος, διφορούμενα νοήματα και αλληγορικούς συμβολισμούς που δίνουν τροφή για σκέψη και αξίζουν πραγματικά την προσοχή. Το Sanctus Diavolos έρχεται να αποδείξει με τον καλύτερο τρόπο την ικανότητα των Rotting Christ να καταφέρνουν διαρκώς να εξελίσσονται, χωρίς να απομακρύνονται από το στυλ τους ή να θυσιάζονται στο βωμό της εμπορικότητας.
Επτά χρόνια τέλος συμπληρώνονται από την κυκλοφορία της τρίτης δισκογραφικής δουλειάς των Disturbed, του Ten Thousand Fists, που σε αντίθεση με τις δύο προηγούμενες, δεν έχει ετικέτα για γονική συναίνεση αυτή τη φορά. Στο άλμπουμ υπάρχουν και δύο πρωτοεμφανιζόμενοι για λογαριασμό της μπάντας. Ο ένας είναι ο John Moyer, μπασίστας που ήρθε για να αντικαταστήσει τον απελθόντα Steve Kmak και ο άλλος ο επονομαζόμενος “The Guy”, που απεικονίζεται στο εξώφυλλο, η μασκότ των Disturbed. Η νέα προσπάθεια των Αμερικανών, αφιερωμένη στον Dimebag Darrell που είχε πεθάνει ένα χρόνο πριν, συνεχίζει προς μια παραδοσιακή heavy metal κατεύθυνση. Δεν εξερευνούν καινούρια μουσικά εδάφη, προτιμώντας να τελειοποιήσουν αυτό που ξεκίνησαν στο “Believe”. Σύμφωνα με τον τραγουδιστή τους, David Draiman, στο Ten Thousand Fists συγχωνεύονται η βαρβαρότητα και η σκοτεινή ατμόσφαιρα του “The Sickness” με τη μελωδική φύση και την πολυπλοκότητα του “Believe” ενώ έχει πιο επιθετικό χαρακτήρα από τον προκάτοχό του, ακόμα και από το ντεμπούτο τους σε φάσεις. Οι στίχοι σε μεγάλο μέρος τους περιέχουν αντιπολεμικό περιεχόμενο, ενώ το ομώνυμο κομμάτι είναι εμπνευσμένο από τα συναισθήματα του Draiman για τον George W. Bush. Σύμφωνα με τα ίδια τα μέλη της μπάντας αν και δεν υπήρχε πρόθεση να φτιαχτεί ένα πολιτικό άλμπουμ, έχει πιο πολιτικό χαρακτήρα από οποιοδήποτε άλλο. Οι κριτικές που έλαβε είναι ποικίλες, οι πιο πολλές μέτριες, βασιζόμενες κυρίως στο ότι δεν υπάρχει ποικιλία ανάμεσα στα κομμάτια αφού όλα βασίζονται σε παρόμοια φόρμουλα, οπότε από ένα σημείο και μετά γίνεται ολίγον τι βαρετό. Όπως και να χει το Ten Thousand Fists, ήταν το δεύτερο συνεχόμενο άλμπουμ τους που έφτασε στην κορυφή του Billboard 200 και η δεύτερη νούμερο ένα κυκλοφορία της μπάντας στη Νέα Ζηλανδία.
A STAR IS BORN
44 ετών γίνεται σήμερα ο μπασίστας των Soundgarden, Ben Shepherd (Hunter Benedict Shepherd). Με πατέρα στρατιωτικό, γεννήθηκε σε μια Αμερικάνικη στρατιωτική βάση, στην Okinawa της Ιαπωνίας. Στη συνέχεια μετακόμισαν για λίγο στο Texas και εγκαταστάθηκαν τελικά στο Bainbridge Island της Ουάσιγκτον. Σε ηλικία 5 ετών ξεκίνησε να παίζει ντραμς αλλά σταμάτησε όταν ένα άλλο παιδί κατέστρεψε τα τύμπανα του. Δύο χρόνια αργότερα άρχισε να ασχολείται με το μπάσο. Στην εφηβεία του μαζί με τα αδέρφια του έκαναν συχνά οτοστόπ στο Seattle για να παρακολουθήσουν διάφορα συγκροτήματα, αγνοώντας τους όποιους κινδύνους. Έπαιζε και ο ίδιος σε punk rock μπάντες με τους φίλους του. Μετά την αποφοίτηση του από το σχολείο δούλεψε ως εργάτης και ξυλουργός. Αναμείχθηκε με τη grunge σκηνή την εποχή που ήταν τεχνικός ήχου στους Nirvana και έπαιζε παράλληλα με τον ντράμερ τους Chad Channing. Ίσως να ζωή να τον έφερνε κιόλας σε θέση κιθαρίστα της μπάντας, μετά την απόλυση του Jason Everman, αλλά τελικά προσχώρησε στους Soundgarden. Η πρώτη του ακρόαση από αυτούς έγινε το 1989, αλλά απορρίφθηκε γιατί δεν μπορούσε να παίξει τα κομμάτια τόσο καλά. Προσλήφθηκε τελικά ο Everman, αλλά για αδιευκρίνιστους λόγους απολύθηκε αμέσως μετά την περιοδεία τους στα μέσα του ’90 και τη θέση του πήρε εν τέλει ο Shepherd. Εκτός από μπασίστας των Soundgarden, ο ρόλος του ως τραγουδιστής και συνθέτης της μπάντας αυξήθηκε κατά τη διάρκεια της θητείας του εκεί. Το 1993 μαζί με τον Matt Cameron, έκαναν ένα project, τους Hater με τους οποίους κυκλοφόρησαν τρία άλμπουμ στα οποία είχε φωνητικά, κιθαριστικά και συνθετικά καθήκοντα. Μετά τη διάλυση των Soundgarden, συνεργάστηκε με άλλα ονόματα της rock και το 2005 σχημάτισε δική του μπάντα Unkmongoni αλλά τίποτα άξιο λόγου δεν υπάρχει να αναφερθεί σχετικά. Από το 2010 όπου ανακοινώθηκε η επανένωση της μπάντας που τον ανέδειξε, είναι και πάλι μέλος τους από τη θέση του μπασίστα.
Για το RockOverdose.gr: Χαρά Νέτη & The Unknown Force