Ημερομηνία δημοσίευσης: 31 Ιουλίου 2017
22 άλμπουμ σε 31 χρόνια...που γίνονται 23 σε 32 αν προσθέσουμε και το ντεμπούτο των Avenger, ''Prayers Of Steel'', το 1985 στην πρώιμη μορφή των Rage. Και πείτε μου τώρα που το συνειδητοποιήσατε, που το έχετε ξαναδεί αυτό -και μάλιστα με το αποτέλεσμα τις περισσότερες φορές να είναι από πολύ καλό ως φοβερό και κάποιες απλά μνημειώδες- σε άλλο συγκρότημα. Η συχνότητα και η συνέπεια ποιότητας με την οποία οι Rage κυκλοφορούν υλικό και απευθύνονται στον κόσμο είναι πραγματικά συγκλονιστική, ενώ ο ηγέτης Peter ''Peavy'' Wagner αποδεικνύει κάθε φορά ότι το χάρισμα να γράφεις υπέροχα κομμάτια κάθε φορά είναι κάτι με το οποίο γεννιέσαι και δεν το αποκτάς στην πορεία. Αν θέλουμε να το πάμε ακόμα παραπέρα, οι Rage κρατάνε εδώ και πολλά χρόνια ψηλά τη σημαία των πάλαι ποτέ αγαπημένων μας συγκροτημάτων από την heavy/power σκηνή και ειδικά της χώρας τους της Γερμανίας. Οι κυκλοφορίες τους εκτός από την φρεσκάδα και την ποιότητα που διαθέτουν, δείχνουν ότι το τρίο δείχνει να μη συμβιβάζεται και να αποζητά κάτι διαφορετικό κάθε φορά, μπορεί φυσικά να μην αρέσουν σε όλους το ίδιο οι δουλειές τους, αλλά κανείς δε μπορεί να αμφισβητήσει ότι προσπαθούν και δουλεύουν σκληρότερα από πολλούς εκεί έξω, ενώ το ότι το νέο άλμπουμ έρχεται 13 μήνες μετά το προηγούμενο ''Τhe Devil Strikes Again'', σίγουρα λέει πολλά.
Οι Rage με τη νέα σύνθεση που στο πλάι του Peavy έχουμε τον εκ Βενεζουέλας Marcos Rodriguez και το δικό μας παιδί, Βασίλη Μανιατόπουλο στα τύμπανα (πρώην τεχνικός τυμπάνων του ''παλιού'' κάτοικου στο drum kit των Rage, Χρήστου Ευθυμιάδη) βρίσκεται σε τρομερή φόρμα και το αποδεικνύει και πάλι σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Για την ακρίβεια δυσκολεύομαι να θυμηθώ πότε κυκλοφόρησε ξανά δίσκος τους τόσο σύντομα μετά το 1996, όπου πέταξαν σε μία χρονιά και το ''Lingua Mortis'' και το ''End Of All Days'', η αλήθεια είναι ότι την 3ετία 2001-2003 στα 3 πρώτα άλμπουμ με τους Victor Smolski στις κιθάρες και Mike Terrana στα τύμπανα, είχαμε και πάλι πολύ συχνές κυκλοφορίες, αλλά 13 μήνες, δείχνει σιγουριά στο υλικό. Και πως όχι όταν ο δίσκος ξεκινάει καταιγιστικά με το ομότιτλο ''Season Of The Black'', ένα κομμάτι που ξεκινάει εκεί που σταμάτησε ο προκάτοχος του ''The Devil Strikes Again'' (εύκολα το κορυφαίο Rage άλμπουμ της τελευταίας 10ετίας τουλάχιστον, για να μην πω 14ετία από την εποχή του ''Soundchaser''). Κορυφαία ριφφ από τον Rodriguez με τυμπανικές ομοβροντίες από τον Μανιατόπουλο και ο Peavy ανανεωμένος και φορμαρισμένος όσο ποτέ τα τελευταία χρόνια, βγάζει μία χαρά και πειθώ στα φωνητικά του που σε κερδίζει με τη μία και σου επαναφέρει το χαμόγελο στα χείλη όπως την πρώτη φορά που γνώρισες την μουσική τους.
Γενικά αυτό που θα καταλάβει πολύ σύντομα και χαρακτηριστικά εύκολα ο ακροατής, είτε τους γουστάρει είτε όχι, είναι ότι στο πρώτο μισό του δίσκου (τα 6 από τα 11 κομμάτια σύνολο), ο δίσκος αγγίζει επίπεδο σχεδόν απόλυτης τελειότητας. Το ''Serpents In Disguise'' όπως και το ''Walk Among The Dead'' είναι δυναμίτες που θα είχαν θέση άνετα σε οποιοδήποτε δίσκο τους, το ίδιο που ισχύει δηλαδή και για το εναρκτήριο κομμάτι. Το ''Time Will Tell'' είναι λίγο πιο πιασάρικο, με τον ωραίο τρόπο που έχει μάθει να το κάνει ο Πίβης (σόρρυ για την ελληνοποίηση του ονόματος, αλλά δικό μας παιδί είναι κι αυτός), ενώ το κάφρικο σχεδόν ''Septic Bite'' θυμίζει εποχές ''10 Υears In Rage''/''Βlack In Mind''. Αφήνω τελευταίο από το πρώτο μισό του δίσκου το ήδη γνωστό πριν βγει ο δίσκος ''Blackened Karma'', ένα κλασσικό κομμάτι Rage που θα λειτουργεί υπέροχα συναυλιακά στα σίγουρα, για το οποίο ήδη έχει γυριστεί το αντίστοιχο κλιπ και με το οποίο γούσταραν σχεδόν όλοι όσοι ξέρω, υπήρξαν και μερικοί ανώμαλοι που ανάθεμα τι στο καλό θέλουν να ακούνε και μας βγάλανε το δίσκο μέτριο, αλλά θα περάσουν και δε θα ακουμπήσουν ως συνήθως, μια και ο κόσμος πλέον έχει πρόσβαση σε όλα και μπορεί πολύ εύκολα να δημιουργήσει άποψη ασχέτως τι λέει ο καθένας από μας που κρίνει τα άλμπουμ (και εννοείται ότι συμπεριλαμβάνω κι εμένα μέσα, για να μη νομίζετε ότι βγάζω την ουρά μου απ' έξω).
Το δεύτερο μισό είναι κάπως άνισο για να πω την αλήθεια, και λέω κάπως γιατί ενώ δεν έχουν κάτι κακό τα κομμάτια, δε σε πιάνουν από το λαιμό όπως τα 6 πρώτα. Ίσως να φταίει το γεγονός ότι σαν να χάνεται λίγο η συνοχή του δίσκου, με τα 3 μεγαλύτερα σε διάρκεια κομμάτια να βρίσκονται στο τέλος, με συνολική διάρκεια τα 19 λεπτά, από τα 52 συνολικά του δίσκου. Κι ενώ ο δίσκος μέχρι εκείνη τη στιγμή ''παίζει'' σε διάρκειες μεταξύ τεσσάρων και πέντε λεπτών (με μοναδικό πεντάλεπτο το ''Τime Will Tell''), και με το ''All We Know Is Not'' να είναι καλό μεν αλλά σκέτο καλό κι όχι σούπερ (ανάλογα και με τις προσδοκίες, μπορεί να σας αρέσει πάρα πολύ, με 250+ κομμάτια Rage υπάρχοντα, σίγουρα δεν βρίσκεται στις ψηλές θέσεις της λίστας), έρχεται η ενότητα ''Τragedy Of Men'', με το ''Justify'' να έχει μεν μία ''χαρά'' στην ακρόαση του αλλά κάπου νιώθεις σαν να το έχεις ξανακούσει (με το μόλις ενός λεπτού ιντερλούδιο ''Gaia'' να παρεμβάλλεται, προφανώς για να σε εισάγει στην όλη ιστορία, αλλιώς δε θα είχε λόγο πρακτικής ύπαρξης), το ''Bloodshed In Paradise'' να θυμίζει λίγο την ''Unity'' περίοδο χωρίς τα προοδευτικά στοιχεία που είχε προσπαθήσει να εισάγει ο Smolski και σίγουρα να είναι το καλύτερο (και πιο ξυλάτο, αν και το ένα δεν αναιρεί το άλλο) κομμάτι της ειδικής αυτής ενότητας, ενώ ο δίσκος κλείνει με το μεγαλύτερο κομμάτι ''Farewell'' που φτάνει σχεδόν τα 7μιση λεπτά με τη γλυκιά του αύρα α λα ''ΧΙΙΙ''.
Σίγουρα μιλάμε για ένα δίσκο που στο πρώτο του μισό ή καλύτερα αν θέλετε στην κανονική του ροή πριν την τελευταία τετραλογία, με άφησε έκπληκτο και σχεδόν άναυδο με την φρεσκάδα και την έμπνευση του. Ξεκαθαρίζω ότι πραγματικά κακό κομμάτι δε μπορεί να χαρακτηριστεί κανένα, αρκετές μπάντες και ειδικά οι περισσότεροι συμπατριώτες τους και συνοδοιπόροι τους κατά το παρελθόν θα σκότωναν να είχαν έστω ένα από τα λιγότερο καλά κομμάτια του δίσκου. Προσωπικά επειδή θεωρώ τους Rage ότι καλύτερο βγήκε ποτέ από τη Γερμανία με την εξαίρεση των ανέγγιχτων Kreator προφανώς, έχω και συνεχίζω να έχω πάντα πολύ μεγάλες προσδοκίες. Οι προσδοκίες αυτές εκπληρώνονται κάθε φορά ως ένα άλφα σημείο σε μεγάλο βαθμό, άλλες φορές λιγότερο, αλλά με χαρά μπορώ να πω ότι ποτέ δεν ένιωσα να ξεφτιλίζονται, παρά τους κραδασμούς την περίοδο του ''Ghosts'' και την φυγή των συμπατριωτών μας αδερφών Ευθυμιάδη. Ο Πίβης έχει βρεί το κουράγιο και τη δυνατότητα να επιβιώνει από κάποια πάνω-κάτω που είναι λογικό να υπάρχουν σε 30φεύγα χρόνια πορείας και προσφέρει και πάλι ένα δίσκο που είναι πολύ καλός και με ωραία ροή κατά την ακρόαση. Ίσως να ήταν η έκπληξη του προηγούμενου δίσκου που να δημιούργησε ακόμα μεγαλύτερες προσδοκίες, αν κάνετε στην άκρη το δικό μου ''κόλλημα'' με τα τελευταία 4 κομμάτια που τονίζω ξανά ότι είναι καλά αλλά στο τέλος δε μου κάνουν, θα έχετε βρεί ένα ακόμα αριστούργημα.
Y.Γ: Προσωπικά νιώθω ότι πήγα στη βρύση, ήπια γαλόνια νερό και στο τέλος πάλι δεν ξεδίψασα, ίσως γιατί δεν πήρα όλη τη δόση που ήθελα. Στις κυκλοφορίες που αξίζει να τσεκάρετε, είτε είστε οπαδοί τους είτε όχι και είναι αρκετά πιθανό πολλοί από σας να έχετε στο τέλος το δίσκο σε μεγαλύτερη υπόληψη (και βαθμολογία) στη συνείδηση σας. Rage on!
Βαθμολογία: 78/100
Για το Rock Overdose,
Δημήτρης Αλόρας