Συντάκτης: Μιχάλης Τσολάκος
Pain Of Salvation, η επιστροφή. Το σουηδικό συγκρότημα και ο Daniel Gildenlöw έχουν κερδίσει το δικαίωμα, και με το σπαθί τους, να λένε «και μια κουβέντα παραπάνω» για ό,τι αφορά τη μουσική που θα κυκλοφορούν, όσο και γενικότερα. Προοδευτικοί κι αντισυμβατικοί από τη φύση τους, δε διστάζουν, όχι απλώς, να πειραματιστούν, αλλά ακόμα και μέσα στα ίδια τους τα άλμπουμ μπορεί να βρει κανείς συνθέσεις με χαώδη διαφορά μεταξύ τους. Κοινώς, ο αρχηγός Daniel βάζει σε κάθε δίσκο ό,τι του φαίνεται ωραίο, ακόμα κι αν δεν ταιριάζει και τόσο με το υπόλοιπο υλικό. Έτσι πορεύθηκαν, ειδικά από το “Be” και μετά, αν και το “In The Passing Light Of Day” ήταν ένα αρκετά ισορροπημένο, και σχεδόν τέλειο, progressive άλμπουμ. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι είμαστε υποχρεωμένοι να μας αρέσουν όλα. Το αντίθετο, θα είμαστε αυστηροί διότι εκείνοι μας έχουν προκαλέσει γι’ αυτό. Κι επειδή οι προσδοκίες από το 2017 έχουν αυξηθεί στον υπέρτατο βαθμό, ο καινούργιος δίσκος είναι αρκετά αμφιλεγόμενος.
“Panther” λοιπόν, το νεό δημιούργημα της μπάντας, που θα σηκώσει πάρα πολλή κουβέντα. Με τον Johan Hallgren ξανά παρόντα σε κιθάρα και δεύτερα φωνητικά, ο νέος δίσκος των Pain Of Salvation θα διχάσει κόσμο και κοσμάκη. Είναι concept, με γενικό θέμα την διαφορετικότητα, ενώ ηχητικά βρίσκεται κοντά στην περίοδο των δύο “Road Salt”, αν και προσωπικά νομίζω ότι ταιριάζει καλύτερα στο “Road Salt Two”. Yπό μια ευρεία έννοια λοιπόν, διάφορα πειραματικά στοιχεία, μαζί με prog rock και λιγότερες heavy metal φόρμες χαρακτηρίζουν αυτά που θα συναντήσει κάποιος στο “Panther”. Αρκετά ηλεκτρονικά στοιχεία και περίεργες μελωδίες έρχονται επίσης να κολλήσουν στις οκτώ πλήρεις συνθέσεις του άλμπουμ (το “Fur” δεν πιάνεται), κάτι που το κάνει εξαρχής ένα πολύ απαιτητικό, όσο κι ενδιαφέρον, άκουσμα.
Η ποικιλομορφία φαίνεται ήδη από τα τρία πρώτα κομμάτια. “Accelerator”, “Unfuture” και “Restless Boy” είναι κατά βάση mid-tempo κι απαλές συνθέσεις, με απότομες αλλαγές και γυρίσματα, χωρίς όμως κάτι το πραγματικά εντυπωσιακό σε παίξιμο και τεχνική. Το “Wait”, που ακολουθεί, δεν αλλάζει δραματικά ηχητικά, ωστόσο είναι πιο στρωτό, με μια πιο ταιριαστή στο ύφος του λογική και άκρως μελωδικό, καθώς μιλάμε για μπαλάντα. Σπουδαία σύνθεση, το δίχως άλλο, αποτελεί το ομώνυμο κομμάτι του δίσκου, με μαεστρικά δουλεμένες ενορχηστρώσεις και κάπως φορτισμένες. Το “Keen To A Fault” και ειδικά το “Species”, αμφότερα με αλλαγές από ακουστικά σημεία σε σκληρά riff-oriented περάσματα, δίνουν τεράστια ώθηση σε ένα άλμπουμ που όσο περνά η ώρα και προχωρά η ακρόαση, αποκτά όλο και περισσότερο ενδιαφέρον. Το τέλος έρχεται με το δεκατριάλεπτο “Icon”, δαιδαλώδες, με πολύ πληροφορία για να εξερευνήσει κάποιος.
Προφανώς και θα στηθούν ατέλειωτα μουσικά πηγαδάκια μεταξύ οπαδών και μη για το “Panther”. Το εύκολο είναι να το κατακρίνει κάποιος από την αρχή, το δύσκολο είναι να του δώσει χρόνο κι άλλο χρόνο. Το ακόμα πιο δύσκολο είναι να βαθμολογηθεί. Αναμφίβολα πρόκειται για 100% εμπνευσμένο έργο από ένα συγκρότημα που πάντα θα εκπλήσει το κοινό του, άλλους ευχάριστα και άλλους όχι. Σε ένα μήνα από τώρα θα αξίζει παραπάνω βαθμό και σε δύο μήνες, ακόμα παραπάνω. Δε βγάζεις άκρη με τον Daniel, αλλά δεν έχει σημασία. Το “Panther” πέτυχε το στόχο του, θα μας απασχολεί τακτικά μέχρι τα τέλη του έτους σίγουρα. Τότε θα έχει ωριμάσει μέσα μας, τότε θα έχει γίνει κτήμα μας, τότε θα αξίζει να λέγεται σπουδαίο. Αυτός ο δίσκος δεν πρέπει να βιαστεί να μεγαλώσει πριν την ώρα του. Γι’ αυτό εξάλλου ηχογραφήθηκε. Δεν το λες και λίγο τη σήμερον ημέρα…
Βαθμολογία: 70/100
Για το Rock Overdose,
Μιχάλης Τσολάκος