Εν έτει 2009, το “Evangelion” είχε ανεβάσει τη δημοτικότητα των Behemoth, μεταμορφώνοντας τους black death metal Πολωνούς από καλτ φιγούρες σε ένα από τα κορυφαία συγκροτήματα της extreme metal στον κόσμο. Λίγο καιρό αργότερα, όμως, ανακοινώθηκε το σοβαρότατο πρόβλημα υγείας που αντιμετώπιζε ο frontman τους, Nergal, αλλά υπήρξαν και συγκρούσεις με την Εκκλησία στην Πολωνία όταν εκείνος έσκισε μια Βίβλο επί σκηνής. Ο επόμενος δίσκος τους θα αργούσε αρκετά χρόνια, όμως η αναμονή άξιζε. Το “The Satanist” όχι μόνο λατρεύτηκε από κοινό και κριτικούς συνάμα, αλλά θα αποδεικνυόταν εμβληματικό, αναδεικνύοντας μια πιο φυσική, ειλικρινή και προσωπική πλευρά των Behemoth.
Ο Nergal δήλωσε ότι ο δίσκος «έχει τις ρίζες του στη διαδικασία ανάρρωσης», χωρίς να είναι απαραίτητα «αντίδραση στη λευχαιμία, αλλά σίγουρα μια αντίδραση σ’ όλη μου τη ζωή και σίγουρα χρειάστηκε να επαναπροσδιορίσω τον εαυτό μου ως άνθρωπο. Γι’ αυτό το λόγο το “The Satanist” έχει απήχηση σε τόσα πολλά επίπεδα και σε τόσες πολλές διαστάσεις. Στηρίζεται αρκετά και στην προέλευση μου. Ήταν σαν την αναγέννηση ενός καλλιτέχνη, ενός ανθρώπου».
Ηχογραφημένο μετά την περιοδεία του συγκροτήματος με τους Watain, In Solitude και The Devil’s Blood, το “The Satanist” άντλησε λίγη από την μεταμορφωτική ενέργεια του προηγούμενου δίσκου καθώς και κάποια υπερβολικά αποκρυφιστικά θέματα χάριν μιας προσωπικής διαφώτισης. Ως μια αντίδραση στα γεγονότα στην προσωπική του ζωή, και μια αντίδραση στην εξαιρετικά προσεγμένη προσέγγιση που υιοθέτησαν στο “Evangelion”, το “The Satanist” αποτελεί μια ευρύτερη, περισσότερο καθαρτική και συναισθηματική εμπειρία.
Αναφέρει ο Nergal: «Πραγματικά είχα την εσωτερική ανάγκη να κάνω κάτι καινούργιο, ειδικά μετά το “Evangelion”. Πραγματικά ήταν αναγκαίο να απελευθερωθώ, και να απελευθερώσω και τους οπαδούς, τρόπος του λέγειν – να συνθέσω έναν δίσκο που θα καθοδηγούνταν από συναισθήματα, πιο αληθινό από κάθε άποψη, πιο λειτουργικό, πιο φυσικό, όχι βεβιασμένο, που θα ακολουθεί τη ροή όσων αποβάλλουμε από το μυαλό μας. Ήθελα φυσικά να περιορίσω τον ‘διανοητικό’ παράγοντα. Προφανώς, χρειαζόμαστε το μυαλό για να κάνει τους συνδυασμούς, αλλά ήθελα η καρδιά και τα συναισθήματα να έχουν τον πρωταρχικό ρόλο στη σύνθεση του δίσκου, και μπορείς να το ακούσεις. Ήταν πραγματικά καιρός να γίνει κάτι καινοτόμο, και ένιωσα ότι αυτή ίσως να είναι η ευκαιρία μου να το κάνω».
Αν και ο Nergal ξεκαθαρίζει ότι πιστεύει πως ο δίσκος λειτουργεί σαν ένα σύνολο, παραδέχεται ότι κάποια κομμάτια έχουν μια ακόμα βαθύτατη επιρροή σ’ αυτόν. «Όταν παίζουμε το “Ora Pro Nobis”, το “Lucifer” ή το “Father O Satan O Sun!”, νιώθω ρίγη να με διαπερνούν», λέει χαμογελώντας. «Πάντα αναλύω τα πράγματα, αλλά αυτό που εκτιμώ περισσότερο είναι η αντίδραση του σώματος μου σε κάτι, και όταν παίζω κάποια τραγούδια, σκέφτομαι, ‘Γ***το, αυτό είναι αληθινό’».
Για το Rock Overdose,
Γκουτσίδης Στέργιος