Πριν 3 χρόνια τέτοια μέρα, 28 Δεκεμβρίου 2015 γράφτηκε μια μαύρη σελίδα στην ιστορία της rock μουσικής... όταν ο μάνατζερ του θρυλικού Ian Fraser «Lemmy» Kilmister επιβεβαίωνε τον θάνατό του, σε ηλικία 70 ετών.
«Δεν είναι εύκολο να το πείς…Ο καλός μας φίλος Lemmy απεβίωσε σήμερα, μετά από μικρή μάχη με έναν πολύ επιθετικής μορφής καρκίνο. Έμαθε για την ασθένεια του στις 26 Δεκεμβρίου, και καθόταν στο σπίτι, μπροστά από το αγαπημένο του video game από το Rainbow, όπου είχε πάει πρόσφατα με την οικογένεια του.
Δε μπορούμε καν να εκφράσουμε τη λύπη και τη στεναχώρια μας, δεν υπάρχουν λόγια.
Θα πούμε περισσότερα στις επόμενες μέρες, αλλά προς το παρόν σας παρακαλούμε… ΠΑΙΞΤΕ Motörhead δυνατά, παίξτε Hawkwind δυνατά, παίξτε τη μουσική του Lemmy ΔΥΝΑΤΑ!
Πίειτε ένα ποτό ή αρκετά.
Μοιραστείτε ιστορίες.
Γιορτάστε τη ΖΩΗ του αγαπημένου, υπέροχου αυτού ανθρώπου, όπως ο ίδιος θα έκανε!
ΑΥΤΟ ΑΚΡΙΒΩΣ ΘΑ ΘΕΛΑΜΕ!
Ian ‘Lemmy’ Kilmister
1945 -2015
Born to lose, lived to win.»
Παρακάτω ακολουθεί ένα μικρό αφιέρωμα στον πιο γνήσιο ροκά που πέρασε από τη μουσική που όλοι αγαπάμε...
Γεννήθηκε στο Stoke on Trent, της Αγγλίας και το πραγματικό του όνομα ήταν Ian Fraser Kilmister, κανείς όμως εκτός από τη μητέρα του δεν τον αποκαλεί Ian. Ο πατέρας του, ήταν εφημέριος σε εκκλησία και όταν ο γιος του ήταν τριών μηνών, εγκατέλειψε εκείνον και τη μητέρα του. Για το Lemmy, που έκανε 25 χρόνια να τον ξαναδεί, ο τρόπος που τους συμπεριφέρθηκε ευθύνεται για το ότι έβγαλε τη θρησκεία από τη ζωή του. «Ένα καθήκι, με καράφλα και γυαλιά που το έδιωξαν και από την εκκλησία ήταν», λέει γι’ αυτόν. Μαζί με τη μητέρα και τη γιαγιά του, εγκαταστάθηκαν στο Madeley του Staffordshire. Όταν έγινε δέκα ετών, η μητέρα του παντρεύτηκε τον ποδοσφαιριστή, George Willis και η οικογένεια μετακόμισε σε μια φάρμα στο Anglesey της Βόρειας Ουαλίας. Περίπου στα 13 του χρόνια άρχισε να δείχνει ενδιαφέρον για τη rock n roll, τα κορίτσια και τα άλογα.
Στο σχολείο του έδωσαν το ψευδώνυμο του, Lemmy που χωρίς να είναι βέβαιος, έχει πει πως βγήκε από το ρήμα lend – δανείζω και πως συγκεκριμένα προέρχεται από τη φράση “lemmy [lend me] a quid till Friday – δάνεισε μου κάποιες λίρες ως την Παρασκευή”, λόγω της συνήθειας του να δανείζεται λεφτά για να μπορέσει να παίζει «φρουτάκια» με τα οποία είχε κόλλημα. Στα 14 του χρόνια τον απέβαλαν από το σχολείο γιατί χαστούκισε το διευθυντή του. Ο λόγος ήταν ότι τον είχε φωνάξει στο γραφείο του για κάποια σκανταλιά που είχε κάνει και τον χτύπησε με ένα χάρακα στο χτυπημένο του χέρι που είχε επιδέσμους. Το χέρι του άνοιξε και έτρεχε αίμα (ακόμα έχει το σημάδι), οπότε θεωρώντας πολύ σαδιστική την κίνησή του, τον χαστούκισε και αποβλήθηκε. Άρχισε να δουλεύει σε μια φάρμα, όπου φρόντιζε άλογα και παράλληλα άρχισε να καλλιεργεί το ενδιαφέρον του για το rock n roll. Το πρώτο πράγμα που άκουσε ήταν ο Tommy Steele και ξεκίνησε να παρακολουθεί και κάποιες μπάντες που έπαιζαν στο Royal Lido. Ουσιαστικά, σύμφωνα με τον ίδιο μπήκε περίπου το 1959 βαθιά στα νερά του rock n roll. Τα ακούσματα του περιλάμβαναν τους Billy Fury, Marti Wilde, Johnny Kidd and The Pirates και Mick Green. Του άρεσε επίσης ο Elvis Presley και ιδιαίτερα, ο Little Richard, τον οποίο βάζει στην κορυφή όλων και θεωρεί κύριο υπεύθυνο για τους Motörhead. Στα 16 του χρόνια είδε τους Beatles να παίζουν στο Cavern Club και του άρεσαν τόσο πολύ που άρχισε να μαθαίνει τις συγχορδίες των κομματιών του πρώτου τους δίσκου. Τελειώνοντας με το σχολείο, έκανε διάφορες δουλειές, περνώντας ακόμα και από εργοστάσιο και παίζοντας κιθάρα σε τοπικές μπάντες. Στα 17 του χρόνια γνώρισε σε διακοπές, μια κοπέλα την Cathy, την οποία ακολούθησε στο Stockport του Cheshire και του χάρισε τον πρώτο του γιο, ο οποίος λέγεται πως δόθηκε για υιοθεσία. Κατά την παραμονή του στο Stockport , ενσωματώθηκε σε τοπικές μπάντες όπως οι The Rainmakers και το 1962, μετακόμισε στο Manchester όπου μπήκε στους The Motown Sect που έπαιζαν κυρίως μπλουζ μουσική σε club για τρία χρόνια. Εκεί ο Lemmy έπαιζε κιθάρα και τραγουδούσε λίγο. Η μπάντα διαλύθηκε το 1965, οπότε συνέχισε στους The Rockin' Vicker, που υπέγραψαν δισκογραφικό συμβόλαιο και ηχογράφησαν τρία single, κάνοντας περιοδεία στην Ευρώπη. Τότε γνώρισε και την Tracy, με την οποία απέκτησε ένα γιο, τον Paul Inder, με τον οποίο ο καλλιτέχνης δεν είχε καμία επαφή ώσπου να γίνει έξι ετών. Το 1967, είδε στο Blackpool Opera House, τον Jimi Hendrix και βρήκε την εμφάνιση του μαγική. Άρχισε να σκέφτεται ότι η μπάντα του, δεν τον κάλυπτε, αφού ακολουθούσε μια πολύ συντηρητική κατεύθυνση, οπότε αποφάσισε να τους αφήσει και να εγκατασταθεί στο Λονδίνο. Ήθελε να έχει το δικό του υλικό και ένα πιο άγριο στυλ. Ο μόνος που γνώριζε εκεί, ήταν ο Noel Redding με τον οποίο μοιραζόταν το ίδιο διαμέρισμα και ανήκε στο road crew του Hendrix. Μάλιστα και ο Lemmy είχε την τύχη να παίξει μία φορά μαζί με τον μεγάλο κιθαρίστα που τόσο θαύμαζε. Το 1968, μπήκε στους Sam Gopal και ηχογράφησε μαζί τους το “Escalator”. Ήταν η εποχή που ο μουσικός σκεφτόταν να αλλάξει το επίθετο του με αυτό του πατριού του, Willis και γι’ αυτό στο συγκεκριμένο άλμπουμ εμφανίζεται ως Ian Willis. Ο λόγος που τελικά δεν προχώρησε σε αυτή την αλλαγή, ήταν πως του φαινόταν μεγάλος κόπος και βαβούρα να πρέπει να αλλάξει πιστοποιητικό γέννησης και διαβατήριο. Η επόμενη χρονιά τον βρήκε για λίγο στους Opal Butterfly, που διαλύθηκαν πολύ γρήγορα. Το 1970, έκανε μια απόπειρα συμφιλίωσης με τον πατέρα του, η οποία όμως απέτυχε με τον Lemmy να τον περιγράφει ως «άσχημη νυφίτσα».
Το 1971, έγινε μέλος των Hawkwind, όπου έκανε και φωνητικά για το τραγούδι τους “Silver Machine”, αφού κανείς άλλος δεν μπορούσε. Θεωρεί πως τους πείραξε ιδιαίτερα, όταν το συγκεκριμένο κομμάτι ήταν το μόνο που έκανε επιτυχία και εκείνος έγινε γνωστός. Το 1975, απολύθηκε από την μπάντα, επειδή επειδή όπως λέει ο ίδιος: «Έκανε λάθος ναρκωτικά, αυτοί ήταν των χημικών και γω των speedάτων». Είχε συλληφθεί ως ύποπτος για κατοχή κοκαΐνης στα καναδικά σύνορα και πέρασε πέντε μέρες στη φυλακή με αποτέλεσμα το συγκρότημα του να ακυρώσει κάποιες απ’ τις περιοδείες του στη Ν. Αμερική. Όντας πια μόνος, ο Lemmy αποφάσισε να δημιουργήσει νέα μπάντα, αρχικά με την ονομασία «Bastard». Ο μάνατζερ του, τον συμβούλεψε ότι θα ήταν απίθανο να φτάσουν ψηλά με ένα τέτοιο όνομα. Ο Lemmy συμφώνησε και έτσι αποφάσισε να ονομάσει τη μπάντα «Motörhead», εμπνευσμένος από το τελευταίο τραγούδι που είχε γράψει για τους Hawkwind. Το όνομα Motörhead σημαίνει στην αμερικάνικη αργκό, αυτός που έχει λόξα με την ταχύτητα (speed-freak). O στόχος του Lemmy ήταν όπως είχε δηλώσει: «Να αφιερωθώ σ’ ένα πολύ συγκεκριμένο είδος μουσικής: δυνατό, γρήγορο, βραχνό, αλαζονικό, παρανοϊκό, πολύ γρήγορο rock n roll… θα ήταν τόσο βρώμικο που αν κινούμασταν στη διπλανή σας πόρτα το γκαζόν σας θα πέθαινε». Μετά από σύσταση του Mick Farren, προσέλαβε τον Larry Wallis στην ηλεκτρική κιθάρα και τον Lucas Fox στα ντραμς. Σύμφωνα με τον Lemmy, η πρώτη πρόβα του συγκροτήματος έγινε σ’ ένα μαγαζί επίπλων στο Chelsea το 1975. Ο Kilmister έχει πει ότι συνήθιζαν να κλέβουν εξοπλισμό αφού το συγκρότημα δε διέθετε τον κατάλληλο. Έκαναν δέκα συναυλίες και μέσα σε λίγους μήνες είχαν γίνει το support γκρουπ των Blue Oyster Cult στο Hammersmith Odeon. Υπέγραψαν συμβόλαιο στην United Artists και ηχογράφησαν κομμάτια με παραγωγό τον Dave Edmunds. Κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων ο Fox αποδείχθηκε αναξιόπιστος και αντικαταστάθηκε από τον ντράμερ Phil “Philthy Animal” Taylor, μια περιστασιακή γνωριμία του Lemmy. Η δισκογραφική τους ήταν δυσαρεστημένη από το υλικό και αρνήθηκε να το κυκλοφορήσει, αν και αργότερα εκδόθηκε με τίτλο «On Parole» το 1979 όταν πια το συγκρότημα σημειώσει αρκετή επιτυχία. Το 1976 αποφασίστηκε ότι χρειαζόντουσαν δύο κιθαρίστες και έτσι ενσωματώθηκε στο γκρουπ και ο “Fast” Eddie Clarke. Το τρίο των Lemmy – Clarke – Taylor αναγνωρίζεται σήμερα ως η κλασσική σύνθεση των Motörhead. Το Δεκέμβρη, ηχογράφησαν το single “Leaving here” για λογαριασμό της Stiff Records αλλά η United Artists παρενέβη για να εμποδίσει την κυκλοφορία του, αφού το συγκρότημα είχε ακόμα συμβόλαιο μαζί της, παρά την άρνηση της να εκδώσουν το πρώτο τους άλμπουμ. Οι αρχικές αντιδράσεις του συγκροτήματος ήταν δυσμενείς· κέρδισαν τον τίτλο της χειρότερης μουσικής μπάντας στον κόσμο σε ψηφοφορία που έκανε το μουσικό περιοδικό NME. Υπό αυτές τις συνθήκες και έχοντας ελάχιστη αναγνώριση, οι Taylor και Clarke ήθελαν να τα παρατήσουν και μετά από μερικές συζητήσεις, η μπάντα αποφάσισε να κάνει ένα αποχαιρετιστήριο στο Marquee Club του Λονδίνου. Ο Lemmy έχοντας γίνει γνωστός με τον Ted Carroll της δισκογραφικής Chiswick Records, του ζήτησε να φέρει ένα φορητό στούντιο ώστε να ηχογραφηθεί το σόου. Ο Carroll δεν μπορούσε να φέρει το στούντιο αλλά εμφανίστηκε στα παρασκήνια μετά τη συναυλία όπου τους πρόσφερε δύο μέρες στα Escape Studios με παραγωγό τον Speedy Keen να ηχογραφήσουν ένα single. Το συγκρότημα άδραξε την ευκαιρία και αντί για την ηχογράφηση ενός single παρέθεσαν 11 ανολοκλήρωτα κομμάτια. Ο Carroll τους έδωσε περισσότερες μέρες στα Olympic Studios να τελειώσουν τα φωνητικά και το συγκρότημα ολοκλήρωσε 13 κομμάτια για να κυκλοφορήσουν σ’ ένα άλμπουμ.
Έτσι έγινε η αρχή για το πρώτο άλμπουμ της μπάντας που πια έχει συμπληρώσει τα 35 χρόνια λαμπρής καριέρας. Στους Motörhead, ο Lemmy κατέληξε να παίζει μπάσο, το οποίο όπως λέει προτιμά απ’ την κιθάρα, αφού θεωρεί τον εαυτό του μέτριο κιθαρίστα. Κατά τα άλλα ο μουσικός, έχει δουλέψει με πολλούς άλλους μουσικούς σε όλη την καριέρα του, όπως οι Ramones, ο Ozzy Osbourne, για το άλμπουμ “No more tears” του οποίου έγραψε στίχους, o Slash κ.α. Το 2002, κυκλοφόρησε την αυτοβιογραφία του, με τίτλο “ White Line Fever”. Επίσης έχει, ένα μεγάλο αριθμό τηλεοπτικών εμφανίσεων, σε ταινίες, σόου, βίντεο κλιπ ακόμα και διαφημίσεις. Το 2010, κυκλοφόρησε και μια ταινία για εκείνον, με τίτλο “Lemmy”, με συνεντεύξεις από αμέτρητα καταξιωμένα ονόματα, φίλους ή θαυμαστές του. Από το 1990, κατοικεί στο Los Angeles, σε ένα δυάρι, δύο τετράγωνα από τα αγαπημένα του στέκια, τα Rainbow Bar και Grill.
To 2005, σε ένα ντοκιμαντέρ με τίτλο “Motörhead: Live Fast, Die Old” προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι ο Lemmy έχει πάει με περισσότερες από 2000 γυναίκες, κάτι που ο ίδιος αρνήθηκε λέγοντας πως η δήλωση του ήταν πως έχει πάει με πάνω από 1000 γυναίκες. Το περιοδικό “Maxim” τον κατατάσσει στην 8η θέση του Top 10 με τους «Ζωντανούς θρύλους του Σεξ», έχοντας κοιμηθεί με περίπου 1.200 γυναίκες. Εκτός από το πάθος του για το αδύναμο φύλο, είναι γνωστός και για το πάθος του με το αλκοόλ, που είχε σε όλη του τη ζωή. Σε άλλο ντοκιμαντέρ, αποκάλυψε ότι πίνει ένα μπουκάλι Jack Daniel’s τη μέρα, κάτι που κάνει από τα 30 του χρόνια. Ο Lemmy είναι επίσης συλλέκτης αντικειμένων της ναζιστικής περιόδου, με πιο χαρακτηριστικό το Σιδηρούν Σταυρό, που έχει πάνω στο μπάσο του. Έχει δηλώσει ότι τα αναμνηστικά αυτά τα συλλέγει μόνο επειδή έχουν αισθητική αξία για τον ίδιο και θεωρεί τον εαυτό του, αναρχικό ή γενικά υπέρ της ελευθερίας, ενώ αντιτίθεται στον κομμουνισμό ή το φασισμό, δηλώνοντας αντίθετος με ο,τιδήποτε ακραίο. Τελευταία η υγεία του είχε επιδεινωθεί κάτι που είχε σαν αποτέλεσμα την συχνή ακύρωση συναυλιών και συχνά βλέπαμε τον Lemmy ακόμα και με μπαστούνι όμως να ανεβαίνει στη σκηνή και να μάχεται. Τον Δεκέμβρη του 2015 δυστυχώς έφυγε από τη ζωή χτυπημένος από καλπάζουσας μορφής καρκίνο...
Κλείνουμε το αφιέρωμα με το γνωστό ρητό...
Born to lose, live to win...