NILE: A Deep Look Into The Catacombs Of The Egyptian Gods

H ιστορία μας ξεκινάει το σωτήριον έτος 1983, όταν οι Karl Sanders (κιθάρα), Chief Spires (μπάσο) και Pete Hammoura (τύμπανα), σχηματίζουν τους thrashers Morriah και στρατολογούν τον Sonny Stafford στα φωνητικά. Για μια δεκαετία, η ύπαρξη τους ορίζεται από το μοναδικό τους demo, “Let The Sword Descend” το 1987, ενώ υπήρξαν αρκετά ενεργοί στη σκηνή της Αμερικής, προερχόμενοι από το Greenville της Νότιας Καρολίνας, και έφτασαν να παίξουν ακόμα και με μπάντες όπως οι Morbid Angel στα πρώιμα βήματα τους. Φημολογείται διά στόματος Karl Sanders ότι κάποια στιγμή υπήρξε κι ένα δεύτερο demo, για το οποίο ωστόσο τα στοιχεία δεν είδαν ποτέ το φως του ήλιου. Εν έτει 1993 και με τη death metal λαίλαπα καλά να κρατεί, οι Morriah αλλάζουν το όνομα τους σε Nile και πορεύονται χωρίς τον Sonny Stafford, με τους Sanders/Spires/Hammoura  να συνεχίζουν ως τρίο και τα φωνητικά σε πρώτη φάση να αναλαμβάνει ο Spires. Παρακάτω θα δούμε τις κυκλοφορίες τους επιγραμματικά όπως και τις αλλαγές που ακολούθησαν για να πάρουμε μια ιδέα για ποιο λόγο οι Nile έφεραν ένα νέο αέρα στον ακραίο ήχο γενικότερα και γιατί σχεδόν 30 χρόνια μετά τον σχηματισμό τους, παραμένουν μια άκρως υπολογίσιμη δύναμη στον μεταλλικό ήχο.

 

 

Nile (1994, demo, self financed)

Ξεκίνημα σε μια μεγάλη καριέρα το πρώτο και ομότιτλο demo των Nile, το οποίο ακούγοντας το κάποιος που ήρθε (αρκετά ως πολύ) μετά σε επαφή μαζί τους, σίγουρα δυσκολεύεται να αναγνωρίσει την μπάντα που αγάπησε και να αντιληφθεί αν και πόσο πολύ εξελίχθηκαν μετέπειτα. Ένα demo 5 κομματιών με διάρκεια δίσκου, καθώς φτάνει τα 35’ σε διάρκεια και με εντυπωσιακές διάρκειες κομματιών. Έτσι τα “Le Chant Du Sygre”, “Worship The Animal” (τίτλος τον οποίο πήρε το demo αυτό σε μελλοντικές αναφορές), “Nepenthe” (πριν κυκλοφορήσει το αντίστοιχο έπος των Sentenced παρακαλώ), “Surrounded By Fright” και “Mecca”, ήταν η πρώτη γνωριμία με το συγκρότημα εκείνη την εποχή και ενώ υπερέχει το εξωτικό στοιχείο της μουσικής τους, δεν ήταν και ιδιαίτερα δύσκολο να καταλάβει κάποιος ότι η φάση τους είχε πολύ ψωμί κι ότι δεν ήταν απλά μια μπάντα που ξεκίνησε να παίζει, αλλά κάτι άκρως διαφορετικό περίμενε να αναδυθεί από τις κατακόμβες, όπερ και εγένετω. Tο νερό είχε μπει στο αυλάκι και οι Nile δεν κοίταξαν ποτέ ξανά πίσω, βάζοντας τις βάσεις για μεγαλειώδεις κυκλοφορίες που θα ακολουθούσαν. Μπορεί το “Nile” (ή “Worship The Animal” αν προτιμάτε) να ακούγεται παράταιρο με τα μετέπειτα έργα τους αλλά ήταν μια ιδανική αρχή. (8/10)

 

 

Festivals Of Atonement (1995, demo, Anubis Records)

Το δεύτερο demo των Nile την επόμενη χρονιά, είναι και αυτό που τους βάζει γερά στο χάρτη του underground, ενώ εγκαινιάζει την διπλή (και μετέπειτα τριπλή/τετραπλή) φωνητική επίθεση, καθώς μαζί με τον Spires, συνεισφέρει στα φωνητικά και ο Sanders (ο οποίος έχει τη λεγόμενη φωνή «μούμιας» όπως έχει χαρακτηριστεί). Με πολύ καλύτερο ήχο και πιο επαγγελματική προσέγγιση, μιλάμε και πάλι για ένα demo 6 κομματιών και διάρκειας δίσκου σχεδόν, καθώς κι αυτό διαρκεί 33’! Ήταν και η τελευταία φορά που ακούστηκαν κομμάτια που δεν μπήκαν σε δίσκο τους, δυστυχώς δεν τα απολαύσαμε σε επίσημη κυκλοφορία, ωστόσο τα “Divine Intent”, “The Black Hand Of Set”, “Wrought”, “Immortality Through Art”, “Godless” και “Extinct” που απαρτίζουν το demo, έχουν ξεχωριστή θέση στην καρδιά των οπαδών. Πέρα από το πόσο βαρύτερος είναι ο ήχος γενικότερα, η ατμόσφαιρα και τα Αιγυπτιακά περάσματα κάνουν τη διαφορά, ενώ δεσπόζει το drumming του Pete Hammoura, ο οποίος βαράει τόσο ΔΥΝΑΤΑ που νιώθεις ότι θα διαλύσει όλο το σετ του. Η πιο επιθετική φωνή με τα ουρλιαχτά του Spires δένει υπέροχα με τη φωνή από τη σαρκοφάγο του Sanders και οι Nile πλέον ήταν μια αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα που υπομονετικά σχεδίαζε το επόμενο βήμα σαν κρυφή κατάρα των Φαραώ. (9/10)

 

 

Ramses Bringer Of War (1996, demo, Anubis Records)

Επόμενη χρονιά και επόμενη περιπέτεια για τους Nile, το τρίτο και τελευταίο τους demo με τίτλο “Ramses Bringer Of War”. Οι Nile σε αυτό το demo θα ηχογραφήσουν ως κουαρτέτο, καθώς ως δεύτερος κιθαρίστας προστέθηκε για τη διετία 1996-1997 ο John Ehlers, χωρίς να προλάβει να είναι παρών στο πρώτο ολοκληρωμένο άλμπουμ που ακολούθησε. Λιτοί κι απέριττοι αυτή τη φορά οι Nile, μόλις με 3 κομμάτια τα οποία και θα βρίσκαμε σε λίγο διαφορετικές εκτελέσεις στο ντεμπούτο τους, εξαπολύουν μια ολομέτωπη επίθεση έχοντας μεταμορφωθεί σε ένα τανκ το οποίο δεν καταλαβαίνει επίπεδες και μη επιφάνειες και κάνει τα πάντα ίσωμα στο πέρασμα του. Φονικές ταχύτητες, ένας Pete Hammoura να κατεβάζει σαγόνια με το παίξιμο του και σε λιγότερο από 10’, τα θρυλικά “The Howling Of The Jinn”, “Ramses, Bringer Of War” και το “Die Rache Krieg, Lied Der Assyriche” (IIIIIIIIAAAAAAA IAAAAA PAZUUUUZUUUU, σόρρυ, έπρεπε να το πω) προετοίμασαν άψογα το έδαφος για ότι μας περίμενε στο παρθενικό τους άλμπουμ. Τα ψίγματα ταχύτητας υπήρχαν ήδη, αλλά εδώ η κατάσταση ξέφυγε πλήρως και οι Nile είχαν γίνει ένα θεριό βγαλμένο από την πιο νοσηρή φαντασία των Αιγυπτίων θεών, έτοιμο να αναδυθεί στην επιφάνεια και να κατασπαράξει αμάσητο όποιον βρεθεί στο δρόμο του. (10/10)

 

 

Amongst The Catacombs Of Nephren-Ka (1998, Relapse Records)

Τέρμα με τα demo όμως, είχε έρθει η ώρα του πολυπόθητου πρώτου δίσκου που τον περίμεναν τόσο οι οπαδοί τους, που είχαν ήδη σχηματίσει ένα cult following στους underground κύκλους. Οι Nile υπογράφουν με την Relapse σε μια κίνηση που είχε προκαλέσει μεγάλη εντύπωση και το ντεμπούτο τους είναι γεγονός. Στο “Amongst The Catacombs Of Nephren-Ka” θαρρείς ότι ανοίγουν οι τάφοι όλων των νεκρών μουμιοποιημένων και επιτίθενται προς πάσα κατεύθυνση με μοναδικό σκοπό τον αφανισμό του είδους μας. Ιλιγγιώδεις ταχύτητες, βάρος και όγκος ασύγκριτα για την εποχή και μια πολύ μεγάλη και ισχυρή ένεση στο death metal, σε μια από τις καλύτερες χρονιές του στην ιστορία ύστερα από τα μετά 1995 μεγαλεία. Και πάλι σαν τρίο, με τους Spires/Sanders στα φωνητικά και τον Hammoura πιο (δολο)φονικό από ποτέ, ο δίσκος ξεκινάει με την τριπλέτα “Smashing The Antiu”/”Barra Edinazu”/”Serpent Headed Mask” και ενδιάμεση «ανάσα» το “Kudurru Maqlu” και ο ακροατής δεν ξέρει που να κρυφτεί. Τα τρία κομμάτια του “Ramses Bringer Of War” demo ενισχύουν το φονικό αποτέλεσμα, με τα μισά και βάλε κομμάτια να είναι κάτω από 3’ και το δίσκο γενικότερα να είναι ότι πιο φρενήρες κυκλοφόρησαν ποτέ, προφανώς και ότι μικρότερο σε διάρκεια βγάλανε, καθώς στην πορεία οι διάρκειες ανέβηκαν αισθητά. Ένα μνημειώδες ντεμπούτο κι ένα από τα καλύτερα όλων των εποχών στον μεταλλικό ήχο ανεξαρτήτως είδους. (10/10)

 

 

Black Seeds Of Vengeance (2000, Relapse Records)

Δεύτερος δίσκος για τους Nile μετά το σοκ του ντεμπούτου τους και με μια πάρα πολύ βασική προσθήκη που τους πήγε στο επόμενο επίπεδο. Ο αγαπητός Dallas Toller-Wade παίρνει θέση στο συγκρότημα ως δεύτερος κιθαρίστας και τρίτος τραγουδιστής, οπότε καταλαβαίνετε τι γίνεται εδώ μέσα. Είναι δυστυχώς ο τελευταίος δίσκος με τον ασύγκριτο Pete Hammoura στα τύμπανα, ο οποίος τραυματίστηκε σοβαρά ενώ περιοδεύανε, με τον Derek Roddy να τους βοηθάει στη συνέχεια και κατά κάποιον τρόπο, το κλείσιμο μιας εποχής για τους Nile, καθώς και ο Chief Spires θα αποτελέσει παρελθόν μετά την κυκλοφορία του. Εντυπωσιακοί ξανά, όχι τόσο φρενήρεις σε όλο το δίσκο όπως στο ντεμπούτο τους, με αρκετά βαρύτερα και ατμοσφαιρικότερα περάσματα, ωστόσο και πάλι κατορθώνουν να προκαλέσουν έκπληξη σε όσους τους άκουγαν και το μέλλον τους φάνταζε υπέρλαμπρο. Κομμάτια όπως το ομότιτλο που κλείνει ακόμα τις συναυλίες τους, το “Defiling The Gates Of Ishtar” και ο πολιορκητικός κριός “Masturbating The War God” δεν γράφονται κάθε μέρα και έτσι οι Nile όχι απλά εδραιώθηκαν στις συνειδήσεις των οπαδών, αλλά είχαν ήδη αρχίσει να αναφέρονται στο κλαμπ των μεγάλων του είδους μόλις στον δεύτερο δίσκο τους. Κάτι το οποίο σίγουρα δεν έγινε τυχαία και το κέρδισαν αν μη τι άλλο με την αξία τους. (10/10)

 

 

In Their Darkened Shrines (2002, Relapse Records)

Σε μια πολύ κρίσιμη καμπή στην ιστορία τους, καθώς οι αλλαγές ήταν αρκετές και καίριες, οι Nile ηχογραφούν το τρίτο τους άλμπουμ ξανά ως τρίο. Δίπλα στους Sanders/Toller-Wade επιστρατεύεται το βαρύ πυροβολικό και τίμιος γυρολόγος του ακραίου ήχου Tony Laureano, ο οποίος δίνει το στίγμα του στον κορυφαίο δίσκο του συγκροτήματος κατά την ταπεινή μου άποψη (και όχι μόνο δική μου). Το “In Their Darkened Shrines” είναι το μεγάλο άλμπουμ που κάθε μεγάλη μπάντα είναι νομοτελειακό να προσφέρει κάποια στιγμή και σε συνδυασμό με το γεγονός ότι γύρισαν και τα πρώτα τους βίντεο για τα “Execration Text” και “Sarcophagus”, το όνομα τους ανέβηκε όσο ποτέ. Ο δε δίσκος με μια σεμιναριακή παραγωγή, απίστευτο βάρος, ο Laureano άξιος αντικαταστάτης του Hammoura και τραγουδάρες από την αρχή ως το τέλος, με το ομότιτλο κομμάτι να χωρίζεται σε τέσσερα μέρη και να κλείνει ο δίσκος με το ατμοσφαιρικά μαγευτικό “Ruins”. Ο Laureano δεν έπαιξε ξανά μαζί τους σε δίσκο παρότι παρέμεινε για 4 χρόνια στο συγκρότημα, ενώ ήταν η πρώτη φορά που τους είδαμε στη χώρα μας με τους Misery Index το 2002, με τον επιβλητικό «σφίχτη» Jon Vessano να μένει αξέχαστος, κλέβοντας τις εντυπώσεις ως μπασίστας/τραγουδιστής. Το 11 στα δεκάρια της καριέρας τους. (10/10)

 

 

Annihilation Of The Wicked (2005, Relapse Records)

Μια μεγάλη στιγμή για ένα συμπατριώτη μας είναι η ένταξη του στο συγκρότημα το 2004 και η κυκλοφορία του τέταρτου δίσκου των Nile το 2005. O Γιώργος Κόλλιας των Sickening Horror και Nightfall πήρε τη θέση του στο ιερό σκαμνάκι των Nile και έκτοτε παραμένει στη θέση του δίπλα στον Sanders ως ο δεύτερος παλιότερος εν ενεργεία σύντροφος του. Το “Annihilation Of The Wicked” είχε το πολύ δύσκολο έργο να διαδεχτεί το “In Their Darkened Shrines”, όπως θα είχε οποιοδήποτε άλμπουμ στη θέση του. Το βίντεο για το “Sacrifice Unto Sebek” βοήθησε την προώθηση του δίσκου και ενώ παραμένει πολύ αγαπημένο άλμπουμ για τους περισσότερους οπαδούς, θεωρώ ότι έχει τον ρόλο του λίγο πιο παράταιρου δίσκου στην χρυσή πρώτη τους περίοδο. Πιο στακάτο παρά τις φρενήρεις ταχύτητες του το άλμπουμ, με τον συμπατριώτη μας στα τύμπανα να δείχνει πόσο μεγάλος ντράμερ είναι προς τέρψη των αυτιών μας, έχει κομμάτια που εντυπωσιάζουν τεχνικά και είναι ένα άκρως καλοπαιγμένο άλμπουμ, απλά ακούγοντας το και βάζοντας το δίπλα στα πρώτα τρία άλμπουμ, νιώθεις ότι του λείπει αυτό το κάτι που έκανε τη διαφορά αντίστοιχα τότε. Εντυπωσιακή η περιγραφή στις σημειώσεις ότι όταν παίζανε το “The Burning Pits Of The Duat”, πονούσαν τα δάχτυλα τους από το πόσο απαιτητικό ήταν!

 

 

Ithyphallic (2007, Nuclear Blast)

O τίμιος φαλλός στη δισκογραφία των Nile, το θρυλικό “Ithyphallic” το οποίο παραμένει και το μοναδικό μονολεκτικό σε τίτλο άλμπουμ τους και χαρακτηρίζει τη μουσική τους, καθώς όπως οι ίδιοι λένε, παίζουν ithyphallic metal. Ο Vessano έχει αποτελέσει παρελθόν και έτσι πάλι ηχογραφούν ως τρίο οι Sanders/Toller-Wade/Κόλλιας, με το αποτέλεσμα να είναι το λιγότερο εντυπωσιακό. Μακράν του δευτέρου ο πιο τεχνικά απαιτητικός και καλοπαιγμένος δίσκος τους, πραγματικά χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα εδώ μέσα, με πολλά από τα outsider κομμάτια να είναι πιο φονικά από τα πιο γνωστά του δίσκου, όπως το “Papyrus Containing The Spell To Preserve Its Possessor Against Attacks from He Who Is In The Water” (κουραστήκατε μόνο που το διαβάσατε ε;) το οποίο γυρίστηκε και σε βίντεο. Η Αγία κατ’εμέ Τριάδα των “Laying Fire Upon Apep”/”The Essential Salts”/”The Language Of The Shadows” είναι οι Nile όπως πάντα θα ήθελα να τους ακούω έκτοτε, ενώ το κλείσιμο με το “Even The Gods Must Die”  κλείνει για μένα και μια ολόκληρη εποχή μεγαλείου, καθώς ότι ακολούθησε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο δεν έπιασε ποτέ ξανά τέτοια επίπεδα έμπνευσης. Να σημειωθεί ότι μαζί με τον δίσκο είχε κυκλοφορήσει και η συλλογή “Legacy Of The Catacombs” μια εβδομάδα πριν την κυκλοφορία του. (10/10)

 

 

 

Those Whom The Gods Detest (2009, Nuclear Blast)

Με την προσθήκη του Chris Lollis στο μπάσο από το 2007 και για την επόμενη πενταετία, οι Nile αλωνίζουν τις σκηνές και παίζουν ξανά ως κουαρτέτο. Όμως σε ότι αφορά την κυκλοφορία του έκτου δίσκου τους, ηχογραφούν ξανά ως το γνώριμο τρίο, χωρίς τον Lollis. Το “Those Whom The Gods Detest” είναι ένα φοβερό ηχητικά άλμπουμ, βαρύτατο, με τραγουδάρες όπως το εναρκτήριο “Kafir” το οποίο για πολλά χρόνια ξεκινούσε τις συναυλίες τους σε πλήρη χαμό ή το εμβατηριακό “4th Arra Of Dagon”. Προφανώς το γνωστό κομμάτι εδώ είναι το βίντεο κλιπ “Permitting The Noble Dead To Descend To The Underworld”, με το δίσκο για πρώτη φορά να αφήνει ένα ψίγμα λίγο πιο στρωτών και κατανοητών Nile, σαν πρώτη φορά να είναι λίγο πιο ευδιάκριτη η προσπάθεια να αυξήσουν τα στρώματα ήχου και να μην βασίζονται μόνο στην υπερηχητική ταχύτητα. Ο Γιώργος Κόλλιας και πάλι κάνει θαύματα εδώ μέσα, ο δίσκος παρότι σίγουρα όχι τόσο σούπερ όσο στην προ “Ithyphallic” περίοδο, χαιρετήθηκε από τους οπαδούς με θέρμη και οι Nile συνέχισαν να ακούγονται ποιοτικοί χωρίς να χαθεί η αίγλη του ονόματος τους. Το σαβουάρ βιβρ του Sanders σε ότι αφορούσε την απουσία σημειώσεων στα κομμάτια του “Ithyphallic” έγραψε ιστορία στις σημειώσεις του “Those Whom The Gods Detest”. (8/10)

 

 

At The Gate Of Sethu (2012, Nuclear Blast)

Πιστεύω ότι σε ένα κατά τ’άλλα αξιόλογο και σωστά στημένο άλμπουμ όπως το “At The Gate Of Sethu”, οι Nile έχασαν λίγο τον προσανατολισμό τους και περισσότερο μπέρδεψαν τους οπαδούς τους με συνέπεια να μπερδεύονται και οι ίδιοι. Είναι η πρώτη φορά που ενώ όλα μοιάζουν σωστά στημένα και εκτελεστικά το επίπεδο είναι υψηλότατο (πως θα μπορούσε όχι άλλωστε;), κάτι δεν πήγε καλά στο σύνολο του δίσκου. Ακόμα και στο πρώτο δείγμα του δίσκου, με το βίντεο του “Enduring The Eternal Molestation Of Flame”, κάτι δεν κρατούσε τους οπαδούς σε εγρήγορση, με αποτέλεσμα το άλμπουμ να είναι σίγουρα το ασθενέστερο της μέχρι τότε πορείας τους και ειδικά σε σύγκρισή με το “Those Whom The Gods Detest” (ούτε λόγος για πιο πίσω), να μοιάζει ένα κλικ κάτω σε όλα. Να σημειωθεί ότι μέσα στο 2012, τέλειωσε η θητεία του Chris Lollis ως μπασίστα και άρχισε αντίστοιχα αυτή του Todd Ellis αντίστοιχα μέχρι το 2015, ωστόσο χωρίς και αυτός να παίξει σε κάποιο δίσκο καθώς καλά κρατούσε το τρίο Sanders/Toller-Wade/Κόλλια στις ηχογραφήσεις όπως το είχαμε συνηθίσει από το “Ithyphallic” και έπειτα. Ο καθένας έχει δικαίωμα στο ατόπημα, δεν είναι ένα κακό άλμπουμ, αλλά όσο εντυπωσιακά κι αν είναι κάποια σημεία του, δεν έχει τα τραγούδια για να σε κρατήσει όπως οι προκάτοχοι του και χάνει άμεσα σε οποιαδήποτε σύγκριση. (7/10)

 

 

What Should Not Be Unearthed (2015, Nuclear Blast)

Θα χαρακτηρίσω το δίσκο έκπληξη μεγατόνων, καθώς μετά το “At The Gate Of Sethu” και με βάση ότι κάθε άλμπουμ σταδιακά ήταν και λιγότερο καλό, οι προσδοκίες για το “What Should Not Be Unearthed” αντικειμενικά δεν ήταν και οι υψηλότερες. Έλα όμως που οι Nile βάλθηκαν να μας διαψεύσουν όλους με ένα εντυπωσιακό άλμπουμ, το οποίο και θεωρώ ότι καλύτερο έχουν κάνει τα τελευταία 15 χρόνια μακράν του δευτέρου. Το “What Should Be Unearthed” ξεκινάει εντυπωσιακότατα με το καταιγιστικό “Call To Destruction” και δε βλέπει κανέναν μπροστά του καθ’όλη τη διάρκεια των 50 λεπτών που ξετυλίγονται μπροστά σου όσο παίζει. Φοβερά βαρύ, τρομερές ιδέες όπου όλα τα κομμάτια ακούγονται μέρος ενός πολύ συμπαγούς συνόλου και γενικά παρότι ο δίσκος έχει ένα πολύ λιτό εξώφυλλο και δεν προωθήθηκε με κάποιο βίντεο, σαν να μην επένδυσαν πολύ πάνω σ’αυτό οι ίδιοι, τελικά αποζημιώνει με το παραπάνω τους οπαδούς και είναι η εξαίρεση του κανόνα της δεύτερης περιόδου τους. Φοβερές ταχύτητες, απίστευτη δύναμη στα παιξίματα, κομματάρες σαν το “In The Name Of Amun” να δεσπόζουν και γενικά μια όμορφη έκπληξη που ήρθε χωρίς να το περιμένει κανείς. Αν υπάρχει ένα κάπως αδικημένο άλμπουμ στην ιστορία τους, είναι σίγουρα χωρίς δεύτερη συζήτηση το “What Should Not Be Unearthed” και μακάρι να βγάλουν κάτι σαν αυτό μελλοντικά. (8.5/10)

 

 

Vile Nilotic Rites (2019, Nuclear Blast)

Να την πω την αμαρτία μου, με στεναχωρεί πολύ αυτός ο δίσκος. Δεν περίμενα ποτέ ότι οι Nile μπορεί να κυκλοφορήσουν κάτι που όχι απλά δε θα μου κάνει αίσθηση, αλλά δε θα θέλω να επαναλαμβάνω και τις ακροάσεις του για να μην υποφέρω οπαδικά. Η φυγή του Dallas Toller-Wade από το συγκρότημα το 2017 αποδεικνύεται καταστροφική εκ του αποτελέσματος, καθώς το κενό του ξεκάθαρα δεν μπόρεσε να καλυφθεί στο συνθετικό επίπεδο (παικτικά ας μη μιλάμε, όσοι είχατε δει τον Dallas επί σκηνής, βλέπατε ότι αυτά που έπαιζε δεν παίζονται). Με την προσθήκη του Brian Kingsland στις κιθάρες που τον βρίσκουμε μέχρι σήμερα στη σύνθεση αλλά και με αυτή του Brad Parris στο μπάσο από το 2015 μέχρι και φέτος όπου αποχώρησε, οι Nile ηχογραφούν σαν κουαρτέτο μετά από χρόνια. Θα το πω με όλη την αγάπη που τους έχω, κρίμα τον κόπο, τη δουλειά και το παίξιμο που έκανε εδώ ο Γιώργος Κόλλιας, ο οποίος είναι και ο μοναδικός λόγος να ακούσει κάποιος τον δίσκο. Ένα υλικό σχεδόν αποστειρωμένο, με τις κιθάρες και τα riffs ειδικά να μοιάζουν από ανούσια ως παιδικά, πραγματικά προσπαθώ να καταλάβω τι κενό έμπνευσης μπορεί να είχε ο μέγας Karl Sanders και δε βρίσκω απάντηση. Από μένα ξεκάθαρο όχι. (6/10 χαριστικά)

 

 

Παρά τις αλλαγές και τα σκαμπανεβάσματα από την δόξα προς την έλλειψη έμπνευσης, οι Nile αναντίρρητα παραμένουν ένα συγκρότημα που έδωσε χρόνια ζωής σε όλο το death metal και που χωρίς αυτούς τα πράγματα θα ήταν κατά πολύ διαφορετικότερα προς το χειρότερο. Για έκτη φορά (2003, 2005, 2008, 2011 και 2012 οι προηγούμενες), οι Nile επισκέπτονται τη χώρας μας και πρώτη μετά από 10 ολόκληρα χρόνια! Πέρασαν πολλά χρόνια που έχουμε να γευτούμε τη συναυλιακή τους δύναμη κι έτσι είναι βέβαιο ότι όσοι τους έχουν δει θα είναι εκεί, ενώ είναι και μια χρυσή ευκαιρία για τη νεότερη γενιά να τους δει για πρώτη φορά και να δει τι θα πει συγκρότημα δέκα φορές καλύτερο ζωντανά απ’ότι στο δίσκο. Η επιλογή είναι πιο εύκολη απ’όσο φαίνεται και μην την πάρετε αψήφιστα.

 

WE SHALL NEVER BE THE BLESSED DEAD!

 

 

Για το Rockoverdose,

Άγγελος Κατσούρας

 

 

Οι Nile εμφανίζονται αυτή τη Τετάρτη 14/12 στο Fuzz Live Music Club, μαζί τους οι Rapture, οι Blynd και οι Psycorepaths.

Fb event: https://www.facebook.com/events/988767622515103

Comments