Ημερομηνία δημοσίευσης: 22 Οκτωβρίου 2017
Κι εκεί που όλα είναι ήρεμα και κάθεσαι ήσυχος και ακούς τις μελωδικές μουσικές σου, έρχεται μήνυμα ότι μας ήρθε ο νέος δίσκος των βετεράνων της κτηνωδίας και της σαπίλας, των Cannibal Corpse. Τι όνομα κι αυτό ρε παιδί μου; Ό,τι πιο ταιριαστό για death metal συγκρότημα. Είχα ν’ ακούσω δίσκο τους από το “Kill” του 2006. 11 χρόνια πίσω. “The Time To Kill Is Now”, “Make Them Suffer”, κομματάρα. Από τότε είχαμε 3 στούντιο κυκλοφορίες και ένα live, με τελευταία χαρακιά στο δέρμα μας το “A Skeletal Domain” πριν 3 χρόνια.
Οι μεγάλοι της death metal σχολής επέστρεψαν λοιπόν με τη 14η δισκογραφική τους δουλειά. Μια λέξη είναι αρκετή για να τους περιγράψει: Σεβασμός. Όχι γιατί το “Red Before Black” είναι ό,τι τελειότερο έχουν κάνει ποτέ, ούτε γιατί έπιασαν το ζενίθ τους, αυτά είναι γεγονότα που θα μπορέσουν να επιβεβαιωθούν μετά από κάποιο εύλογο χρονικό διάστημα και μετά από αρκετές ακροάσεις. Σεβασμός όμως στους καννίβαλους από το Buffalo διότι από το 1990 και το απόκοσμο “Eaten Back To Life” είναι εντυπωσιακό το πόσο εύκολο κάνουν να μοιάζει το όλο τους εγχείρημα, που σε κάνει να νιώθεις πως απλά μπαίνουν στο στούντιο, βγάζουν ένα “Only One Will Die” και μετά πάνε να συνεχίσουν τις μπύρες τους ή ό,τι άλλο πίνουν και καπνίζουν τέλος πάντων.
27 χρονάκια είναι αυτά και μιλάμε για ένα είδος που δεν σηκώνει πειραματισμούς και “…ναι μεν, αλλά”. Μιλάμε για κτηνώδες, βάρβαρο και αιματηρό death metal. Κι αυτοί εδώ είναι οι καλύτεροι του είδους, μιλώντας για το τώρα. Έστω κι αν το τελευταίο, πραγματικά, ακραίο τους εξώφυλλο ήταν εκείνο του “The Wretched Spawn” πίσω στο 2004. Πάμε όμως στο τώρα. Και το τώρα λέει “Red Before Black”. Και εδώ είναι το μεγαλείο των Cannibal Corpse κύριοι και γι’ αυτό θεωρούνται μία από τις μεγαλύτερες μπάντες του είδους. Γιατί ακόμα και μετά από τόσα χρόνια, συνεχίζουν να δημιουργούν ύμνους σαν το ομώνυμο, γιατί μπορούν να σε κάνουν να εκστασιάζεσαι με κομματάρες όπως το “Shedding My Human Skin” και γιατί ξέρουν να φτιάχνουν soundtrack για να γκρεμίζεις τοίχους όπως το “Heads Shoveled Off”.
Για την απόδοση των μελών ούτε λόγος. Το αυτί μου, πάντα θα τρέφει μια ιδιαίτερη συμπάθεια στον Paul Mazurkiewicz και το εκπληκτικό, σεμιναριακό του drumming. Ο τύπος είναι 49 χρονών και κάθε του χτύπημα σε κολλάει στα τοιχώματα. Μαζί με τον συνιδρυτή της μπάντας και μπασίστα Alex Webster οδηγούν εκ του ασφαλούς τους Cannibals από το 1988 κι έπειτα σε δίσκους αξιοπρεπέστατους έως κορυφαίους του είδους. Το κιθαριστικό δίδυμο των Pat O'Brien και Rob Barrett που έχει εδραιωθεί από το 2005 ακούγεται δεμένο με τα riff και τα solo να είναι αντάξια της τεχνικής και της δεξιότητάς τους. Ακούστε πως παίζουν με τις ταχύτητες στα “Corpus Delicti” και “Remaimed” και πείτε στον εαυτό σας αν έχετε ξανακούσει καλύτερο δίδυμο στις μέρες μας. Τέλος, ο George Fisher είναι μια κατηγορία μόνος του.
Συμπληρώνει 21 χρόνια πίσω από το μικρόφωνο των Cannibal Corpse χωρίς να κάνει εκπτώσεις στη βαρβαρότητα της φωνής του. Ο αγαπημένος μας Corpsegrinder ακούγεται ακόμα απειλιτικός στα 48 του και συνεχίζει αυτό που άρχισε με το “Vile” πίσω στο 1996. Προσωπική μου άποψη είναι πως αποτελεί την επιτομή των brutal φωνητικών, με την άρθρωσή του να είναι πολύ βελτιωμένη έτσι ώστε όλες οι λέξεις να ακούγονται ξεκάθαρα. Ήδη τον φαντάζομαι να κάνει τον ανεμοστρόβιλο με τη μαλλούρα του και να γεμίζει τη σκηνή. Για ήχο και παραγωγή τι να πρωτοπείς; Οι Αμερικάνοι δεν αφήνουν τίποτα στην τύχη, ο ήχος είναι μοντέρνος αλλά όχι φλώρικος, τα όργανα ευδιάκριτα και οι δυναμικές βρίσκονται παντού. Τα 12 κομμάτια του δίσκου θα λατρευτούν από κάθε οπαδό τους αλλά και από εξωσχολικούς που απλά θα θέλουν μια σταγόνα αίμα.
Συνοψίζοντας, η εμπειρία σε συνδυασμό με την όρεξη των Cannibals είναι ξεκάθαρη, ξέρουν πολύ καλά ποιά κατεύθυνση να ακολουθήσουν για να μην βγάλουν έναν δίσκο μία από τα ίδια, αλλά να συνεχίσουν την αυτοκρατορική τους συμβολή στο στερέωμα, δίνοντάς μας έναν εξαιρετικό death metal δίσκο να προσθέσουμε στην συλλογή μας δίπλα στα ιερά τέρατα παρελθόντων ετών. Σεβασμός και υπόκλιση στην ατέλειωτη επιμονή τους να βγάζουν μεγάλους δίσκους.
Βαθμολογία: 84/100
Για το Rock Overdose,
Μιχάλης Τσολάκος