Ημερομηνία δημοσίευσης: 5 Μαρτίου 2018
From North Carolina...Michaeeeel Joooordaaaan... Ουπς λάθος, Corrosion Of Conformity ήθελα να πω, το εμβληματικό συγκρότημα από το Raleigh που ξεκίνησε κάποτε ως η αρχιμπαντάρα του crossover ήχου για να εξελιχθεί σε απόλυτη Sabbath worshipping υπόθεση μετά το τετραετές κενό ανάμεσα στο ΕΡ ''Techonocracy'' και το 1ο άλμπουμ της αλλαγής ''Blind'', το οποίο και τους έβαλε στα σαλόνια του air play του τότε καλού MTV με τις κομματάρες ''Dance Of The Dead'' και ''Vote With A Bullet''. Η συνέχεια έφερε τον Pepper Keenan εξ' ολοκλήρου στα φωνητικά μέχρι και το 2005, αλλά οι συνεχείς αυξανόμενες υποχρεώσεις των Down τον έκαναν να εγκαταλείψει το καράβι και έτσι οι τρείς εναπομείναντες Mike Dean, Woody Weatherman και Reed Mullin κυκλοφόρησαν δύο άλμπουμ κι ένα ΕΡ μεταξύ 2012-2014 και με εκ νέου μεγάλο κενό ενδιάμεσα. Από τότε πέρασαν 4 χρόνια και ενώ είδαν τον Keenan να επιστρέφει και να πραγματοποιούν περιοδείες σαν κουαρτέτο, είχε έρθει η στιγμή να ωριμάσει η ιδέα του νέου δίσκου μέσα τους, του 10ου πνευματικού παιδιού τους με τίτλο ''No Cross No Crown'' που κυκλοφόρησε πριν από ένα μήνα και κάτι και έρχεται να βάλει τα πράγματα στη σωστή θέση που τα αφήσαμε πριν χρόνια, χωρίς αυτό να αποτελεί μομφή για την εποχή που η μπάντα υπήρξε ως τρίο στη μετά 2005 περίοδο.
Αντίθετα, τα ''Corrosion Of Conformity'' και ''IX'', όπως και το ΕΡ ''Megalodon'' έδειχναν ότι δεν είχαν φάει ακόμα τα ψωμιά τους, αλλά όσο να 'ναι είναι και θέμα βιωμάτων και γούστων όλα, σίγουρα κάποιος χαρντκοράς ή πάνκης που θα το διαβάζει αυτή τη στιγμή θα με στολίζει κατάλληλα, ενδεχομένως έχοντας δίκιο, αλλά δε μπορώ να αλλάξω το συναίσθημα της ανακάλυψης τους στα τέλη '91-αρχές '92 και σε τρυφερή ηλικία με το ''Blind'' και ενώ λάτρεψα το σκληροπυρηνικό τους παρελθόν, ήταν η βαρύτερη τους πλευρά που με συγκινούσε περισσότερο. Στο ''No Cross No Crown'' οι C.O.C. επιστρέφουν εκεί που τους αφήσαμε με το καταπληκτικό ''In The Arms Of God'' (ένα από τα τρία καλύτερα τους άλμπουμ κατ' εμέ) και βρίσκουν ξανά αυτό το συναίσθημα που νιώθεις όταν ακούς τη μουσική τους, λες και λιάζεσαι πλάι σε κάνα παραπόταμο του Μισσισσιππή και απλά μαστουρώνεις χωρίς ουσίες με τις ριφφάρες τους και το συναίσθημα υπεροχής που σου προκαλούν. Υπεροχή που φαίνεται νωρίς στο δίσκο μετά την εναρκτήρια doomy εισαγωγή ''Novus Deus'', ένα από τα τέσσερα ιντερλούδια που υπάρχουν σε καίρια σημεία για να πάρει ανάσες και ο δίσκος και ο ακροατής, με τα άλλα τρία αντίστοιχα να είναι τα ''No Cross'', ''Matre's Diem'' και ''Sacred Isolation'', όλα με λόγο ύπαρξης στο δίσκο.
Πρώτο κομμάτι λοιπόν στην ουσία το ''The Luddite'' το οποίο έγινε και διαθέσιμο πριν την κυκλοφορία του δίσκου και άρεσε πολύ στους οπαδούς, ενώ γενικά και μέχρι να φτάσουμε στο προαναφερθέν ''Matre's Diem'', δηλαδή το συνολικά 7ο κομμάτι, η τετράδα που ξεκινάει με το ''The Luddite'' και συνεχίζει με τα έπη ''Cast The First Stone'', ''Wolf Named Crow'' (γαμημένο αριστούργημα, μπορεί και η κορυφαία στιγμή σε όλο το δίσκο) και ''Little Man'', πιστοποιεί ότι το συγκρότημα είχε διαολεμένη έμπνευση και κυρίως την απαραίτητη εμπειρία στο να περάσει τη νοοτροπία του και το κλίμα των ηχογραφήσεων -το οποίο νιώθεις ότι ήταν ενωτικό και διασκεδαστικό- από τις πολύ πρώτες ακροάσεις. Φαίνεται ότι υπάρχει η καύλα της επαναδραστηριοποίησης όλων μαζί και με πρώτο βιολί τον άσωτο υιό Pepper που επέστρεψε σε τρελή φόρμα και με τη φωνή του να ακούγεται δυνατότερη και μεστότερη από ποτέ, προσφέρει κομματάρες που αξίζουν να φέρουν το τιμημένο όνομα και λογότυπο των C.O.C. και που θα κάνουν πολύ κόσμο να χαμογελάσει με ευχαρίστηση κατά τις πολλαπλές ακροάσεις που θα δώσει στη νέα τους προσπάθεια. Το ''Nothing Left To Say'' είναι η ιδιαίτερη στιγμή του δίσκου, ένα κομμάτι που θα μπορούσε και ίσως να έπρεπε να είναι σε Down δίσκο με τη φωνή του Anselmo πάνω του, αψεγάδιαστο και κολλητικό στην πρώτη ακρόαση, θα κάνει την καρδιά σας να χτυπήσει πιο ζεστά και δυνατά.
Από την άλλη ο ογκόλιθος βάρους και μαγκιάς που ονομάζεται ''Old Disaster'' και το ''E.L.M.'' που ακολουθεί, προσθέτουν πολλούς πόντους στο γενικό σύνολο, το πρώτο απλώνει ένα τεράστιο ριφφ το οποίο συνοδεύει όλο το κομμάτι με τον Pepper σαρκαστικό όσο ποτέ, ενώ το δεύτερο έχει αυτό το παιχνιδιάρικο ριφφ που κολλάει στον εγκέφαλο σου κατευθείαν και το σιγοτραγουδάς ακόμα κι όταν δεν υπάρχουν στίχοι. Η έταιρη μαστούρικη στιγμή του δίσκου πλάι στο ''Nothing Left To Say'' είναι το ομότιτλο κομμάτι, αρκετά Down κι αυτό σε συναίσθημα, με τον Keenan να κάνει μία υπόκωφη ερμηνεία που προετοιμάζει το έδαφος για το σκάσιμο των -για άλλη μία φορά σε όλο το άλμπουμ- καταπληκτικών τυμπάνων του Reed Mullin, ένας από τους δυνατότερους και -δυστυχώς- πιο υποτιμημένους τυμπανιστές όλων των εποχών στον σκληρό ήχο. Αποτελεί το 2ο μεγαλύτερο κομμάτι του δίσκου και σέρνεται χωρίς ντροπή καθ' όλη τη δομή του και αποτελεί άλλο ένα φαρμακερό βέλος στη φαρέτρα του συγκροτήματος, που με το που το εξαπολύουν, σου καρφώνεται σε καιριότατο σημείο (στην καρδιά, στα αχαμνά, ανάμεσα στα μάτια, διάλεξε και πάρε, ίδιο είναι το αποτέλεσμα). Κομμάτι που βρωμάει Αμερικάνικο Νότο και που ενώ τελειώνει ο δίσκος, σε κάνει και γουστάρεις ακόμα παραπάνω όσα ακούς.
Το κλείσιμο με το ''Son And Daughter'' τελειώνει τον μικρό θρίαμβο που πετυχαίνουν συνολικά οι C.O.C. με αυτό το δίσκο. Δέκα άλμπουμ σε 36 χρόνια ύπαρξης δεν τα λες πολλά, το αντίθετο μάλιστα, αλλά αυτοί οι αλητάμπουρες ποτέ δεν θα πιέζανε τους εαυτούς τους για ότι θα θεωρούσαν ότι κάνει έκπτωση στην ποιότητα τους και την τσίπα τους σαν συγκρότημα. Είναι συγκινητικό και μόνο να βλέπεις την χαρακτηριστική νεκροκεφαλή-έμβλημα του συγκροτήματος να φιγουράρει οπουδήποτε, ξέρεις ότι έχεις να κάνεις με περίπτωση μπάντας με τεράστιους όρχεις και σχεδόν καθολικό σεβασμό από πολλαπλές μερίδες οπαδών του σκληρού ήχου (μέταλλά, πάνκηδες, χαρντκοράδες, όλοι σέβονται, άλλοι περισσότερο, άλλοι λιγότερο, για σωστούς ή λάθος λόγους, το αποτέλεσμα μετράει). Ακόμα πιο ευχάριστο από την δεδομένη ποιότητα του ''No Cross No Crown'' είναι φυσικά η δισκογραφική τους επιστροφή, με την ελπίδα ότι θα υπάρξει συνέπεια και δε θα κάνουν πάλι 4-6-8 χρόνια να εμφανιστούν ξανά στο προσκήνιο. Αν και κάτι μου λέει ότι το αποτέλεσμα αυτού του δίσκου θα αποτελέσει γερή κλωτσιά στον κώλο και των ίδιων των μελών του συγκροτήματος, ώστε να το πάρουν πιο ζεστά και να αλωνίσουν τις σκηνές όλου του κόσμου, διδάσκοντας τι θα πει ζωντανή μουσική. Τους καλωσορίζουμε πίσω με ανοιχτές αγκαλιές και σκυμμένα από σεβασμό κεφάλια κι ευχόμαστε ανάλογες εμπνεύσεις στον/ους επόμενο/ους δίσκο/ους, ο πλανήτης γυρίζει αρμονικότερα πάντως κάθε φορά που ακούς κομμάτι τους, πόσο μάλλον νέο καλό δίσκο!
Βαθμολογία: 81/100
Για το Rock Overdose,
Δημήτρης Αλόρας