Ημερομηνία δημοσίευσης: 3 Οκτωβρίου 2017
Οι παραπόταμοι στη rock μουσική δεν είναι απλά συμπληρώματα ενός ογκώδους ρεύματος, που μονοπωλεί την ουσία. Συχνά τα μικρότερα ή νεώτερα ρεύματα κλέβουν τα φώτα της δημοσιότητας, την προσοχή και κυρίως δίνουν την απαραίτητη τόνωση στον τεράστιο rock παρονομαστή. Υπάρχει μια μεγάλη μερίδα ακροατών, που ουδέποτε ασχολήθηκε με το λεγόμενο AOR, παίρνοντάς το στα σοβαρά. Αν μια φορά το Glam θεωρήθηκε τσίρκο κλώνων των Motley Crue και Skid Row( απλοϊκή κατ’ εμέ προσέγγιση για μια μουσική με δισκάρες, χιτάρες και παγκόσμια απήχηση, παρά την όποια κριτική μπορεί να γίνει στον όγκο σχημάτων, που προτιμούσαν να γίνουν πρωτοσέλιδο από το να παίξουν μουσική) το AOR στοχοποιήθηκε ακόμα περισσότερο από αρνητικές κριτικές. Προσωπικά απολαμβάνω ιδιαίτερα την ανέμελη, σουξεδιάρικη χροιά του εν λόγω είδους, άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο, γι’ αυτό και ανυπομονούσα να ακούσω το δίσκο των Da Vinci (ίσως φταίνε ανούσιοι συνειρμοί, αλλά δυσκολεύομαι τόσο να χωνέψω το όνομα της μπάντας σε συνδυασμό με το είδος!) “Ambition Rocks”, βλέποντάς το ως μια καλή ευκαιρία επιστροφής σε παλαιότερα μονοπάτια ουσιώδους καλοπέρασης.
Ο δίσκος ξεκινάει παράξενα. Μετά τα δύο πρώτα τραγούδια ένιωσα ότι το ρίσκο της επιστροφής απέτυχε παταγωδώς, άκουγα μια μπλεγμένη μπάντα, η οποία θέλει να ακουστεί απλά και περιεκτικά, έχει επιλέξει ένα είδος στο οποίο και η μανιέρα μπορεί να μη νοιάξει τον ακροατή και να τον σηκώσει από την καρέκλα, αλλά ο εκμοντερνισμένος ατσούμπαλος τρόπος απόδοσης του περιεχομένου δεν ήταν ούτε classic, ούτε μοντέρνο. Ένας δαιδαλώδης λαβύρινθος, εκεί που κανονικά θα έπρεπε να έχουμε ανοιχτή λεωφόρο δέκα λωρίδων δίχως όριο ταχύτητας. Από την κομματάρα (μη μασάτε, η εναλλαγή ύφους είναι μια άκρως ρεαλιστική απεικόνιση της ακρόασης!) “I’ve Come All This Way”, αντίκρισα το χαμένο μου μονοπάτι, τη λεωφόρο που προανέφερα! Ρεφρέν διδακτορικού γνώστη του είδους, αίσθηση θορυβώδους θύελλας από φώτα-κάμερες-πολύχρωμα ρούχα και χαμόγελα μέσα από πουδραρισμένες φάτσες, backing vocals εξίσου απαραίτητα με το lead vocal line, το σερί “I’ve Come All This Way”, “See you”, “Rocket of Fame” μέχρι τη μπαλαντάρα “Angel” (απαραίτητο συστατικό, σα να λέμε βασιλικός σε σάλτσα πέστο) με κάνει αφενός τρισευτυχισμένο και αφετέρου σκεπτικιστή για τα πρώτα κομμάτια, τα οποία είναι σα να μπήκαν από την πίσω πόρτα στο δίσκο, ωσάν κακόγουστο αστείο!
Η συνέχεια του “Ambition Rocks” έχει κυρίως δυνατές στιγμές, αν και πάλι ορισμένες συνθέσεις είναι ξεκάθαρα πιο αδύναμες από τις άλλες, και η ατμόσφαιρα χαρούμενης χορευτικής κομπανίας έχει διαποτίσει το χώρο μου. Ήταν αυτό που ζητούσα. Οκ, δε θα με χάλαγε να ακούσω και κανέναν ύμνο τύπου “I Can’t Stop Loving You” και να τρέχω στους δρόμους, τέτοια πράγματα δεν άκουσα, αλλά το πόσο καλά πέρασα θα το επαναλάβω. Άλλωστε, εκεί πατάει ολόκληρο το οικοδόμημα του εν λόγω ήχου. Δε νοιάζεται για βιρτουόζους (αν και στα φωνητικά η ψηλή τοποθέτηση και η άνεση σε διόλου ευκαταφρόνητες ερμηνείες της συντριπτικής πλειοψηφίας των αοιδών, είναι αξιοσημείωτη), δε χτυπάει την πόρτα σε ποιητές, ούτε σκληροτράχηλους rockers. Ίσως κάποιος να το βαφτίσει και εκτός εποχής, αλλά η αύρα του με έφτιαξε τόσο πολύ, που προσωπικά δεν μπορώ να το δω έτσι. Οι χορδές είναι πίσω από τα πλήκτρα, αλλά τις ακούω να τρίζουν παθιασμένα (π.χ “Painted Lady”), τα ρεφρέν αποπνέουν αυτό το «δυνάμωσέ το, ρε!» (π.χ. “See you”), η ροή της διαδοχής των τραγουδιών κρατάει ένα χαρακτήρα, που καθιστά αχρείαστη την ακρόαση διαφορετικών σκηνικών- τουλάχιστον για όποιον απολαμβάνει τη συγκεκριμένη κατάσταση, το πείραμα περνάει και του δίνω και χειροκρότημα.
Είναι η μουσική, που ακόμα κι αν πάψεις να ακούς στο σπίτι, δε θα πάψει ποτέ να σε φτιάχνει όταν με ανοιχτά παράθυρα στις πρώτες ανοιξιάτικες τσάρκες θα δονεί τα ηχεία του αυτοκινήτου και για λίγο θα πιστέψεις πως τηλεμεταφέρθηκες στα 80’s. Synths, που μπασταρδεύουν κάποιο παραπαίδι του rock n’ roll με την πιο pop έκφανση της ντίσκο, κιθάρες χαμηλωμένες και κοφτερές όσο ένα σουγιαδάκι προσκόπου, είναι το κατάλληλο τραμπολίνο για τα vocal lines, που λες και δεν πέρασε μέρα, μπορούν ακόμα να σου φτιάξουν τη διάθεση. Η περπατημένη οδός ακολουθείται πιστά, φαντάζομαι πόζες από κιτρινισμένα περιοδικά, κούνημα νεοϋορκέζικης «ροκίζουσας» ντισκοτέκ, και τη μπάντα, κρυμμένη πίσω από φουντωτά μαλλιά να νιώθει την καψούρα που καψαλίζει τις ορέξεις, την καψούρα που καμία χυλόπιτα δεν καταστέλλει.
Δεν ωφελεί να μακρηγορήσω, μια κριτική πρέπει να μη διοχετεύει υπέρ του δέοντος την υποκειμενική ταύτιση, τουλάχιστον όχι χωρίς τεκμήρια. Αν σας αρέσουν τα ρεφρέν, που τραβούν το χαμόγελο σε σχήμα Steven Tyler/Joker, αν σας αρέσει να ακούτε την υπαρκτή εκδοχή του πολυακουσμένου (άστοχα) pop-rock, αν σας αρέσει να ανακαλύπτετε απλές διαδοχές νοτών που καρφιτσώνουν μελωδίες στα αυτιά, αν σας έσκασε ποτέ η σκέψη ότι το “Dr. Feelgood” των Motley Crue, δεν ήταν απλά ένας τίτλος αλμπουμ ή τραγουδιού, αλλά η πιο πετυχημένη περιγραφή του ηχητικού φάσματος Sleaze/Glam/AOR, αν γουστάρετε να λικνίζεστε που και που με απλά αλλά στητά leads, η τελευταία νότα των οποίων να σκάει στην αρμονία του πλέον εύηχου sing along poppy refrain, ακούστε το δίσκο (ίσως με skip την αρχή, αν και επειδή περί ορέξεως ουδείς λόγος, βάζω την κακία μου σε παρένθεση!!) και δε θα χάσετε. Όντας άνθρωπος που διασκεδάζει τρομερά χωρίς παρωπίδες, είτε με καθαρό metal είτε με Abba είτε με Beatles είτε με Dropkick Murphys είτε με Enrique Iglesias (!), πάντα ένιωθα ότι λείπουν οι AOR χαρακτήρες από τα πάρτυ του σήμερα. Και μόνο που το ξανασκέφτηκα με αφορμή 2-3 κομματάρες του δίσκου, θα σπρώξω και λίγο τον τελικό βαθμό προς τα πάνω.
Βαθμολογία: 70/100
Για το Rock Overdose,
Θοδωρής Καλουδιώτης