KATATONIA – “The Fall Of Hearts”

katatonia

 

“If I sow a rain now…”

 

Υπάρχουν λογιών - λογιών μελαγχολίες. Η συνηθισμένη, αυτή της βροχής και του ξεπλύματος, η άλλη, η μουσκεμένη από την υγρασία που σου τρυπάει τα κόκκαλα. Η βαριά αυτή του μολυβένιου ουρανού, χωρίς ελπίδα αχτίδας. Και υπάρχει και μία ύπουλη. Αυτή του ασθενικού ήλιου. Που παρά το λαμπύρισμα, η κάψα έχει φύγει και το φθινόπωρο παραμονεύει. Σε αφήνει με μία λύτρωση αλλά και ένα νεόκοπο βάρος. Ε λοιπόν, αν μου ζητούσε κάποιος να κατατάξω τη μελαγχολία που μου έχουν προκαλέσει οι Katatonia σε αυτή τη 14ετή σχέση, θα έλεγα μάλλον αυτή την τελευταία. Προς τι ο μακροσκελής πρόλογος; Γιατί απλά οι Katatonia αποτελούν διαχρονικά ένα από τα λίγα μουσικά σύνολα που προκαλούν πηγαία και ανόθευτα συναισθήματα. Από την αρχή της πορείας τους και όπως σταδιακά εξελίχθηκαν σε αυτό που ξέρεις σήμερα. Τους ξέρεις άραγε; Άλλαξαν σταδιακά μέρα με τη μέρα, άλμπουμ με το άλμπουμ. Κι όμως άλλαξες και εσύ μαζί τους. Σχέση ζωής η αποκαλούμενη.

 

Τέρμα με τα γλυκανάλατα. Πάμε στα μελοδραματικά. Το The Fall Of Hearts είναι από τους δίσκους που με προβλημάτισαν πολύ. Στα πρώτα ακούσματα, με κούρασε, με βάρυνε. Λέω, δεν μπορεί, όλος ο κόσμος το αποθεώνει. Πάμε πάλι. Και έτσι πέρασαν 5 εβδομάδες μυσταγωγικών αλλά και μερικών εύκολων ακροάσεων. Δοκιμάστηκε σε όλες τις συνθήκες. Σε καθεστώς απόλυτης ηρεμίας και αυτοσυγκέντρωσης. Μετά συνοδείας οίνου, ζύθου και χυμού τζίντζερ. Σε θορυβώδη μέσα μεταφοράς με οδηγούς χωρίς δίπλωμα. Κατά τη διάρκεια οδήγησης (μην το μαρτυρήσεις). Σε βροχή και συννεφιά (εδώ ήλιο δεν έχουμε). Λίγο πριν ο Μορφέας με πάει για ποτάκι. Το μάγκωμα και ο προβληματισμός εκεί, σαν να μου έχει σταθεί κάτι στον λαιμό. Και όταν κάτι σε προβληματίζει, σε μαγκώνει και δεν σε παίρνει μαζί του, μάλλον κάτι συμβαίνει.

 

Ναι, στην καρδιακή αυτή (κατά)πτώση, θα δεις τα πρόσφατα ίχνη της μεγαλοπρεπούς καταχνιάς και ακουστικού αναθέματος, όπως άλλωστε δομήθηκε περίτεχνα και αποτελεσματικά στο Dead End Kingsκαι στο οργανικό του αναδημιούργημα Dethroned and Uncrowned. Το “Old Heart Falls” και η ακουστική ουρά του, “Decima” θα μπορούσαν να έχουν ξεπηδήσει από τα βουτηγμένα στη λήθη αρπίσματα του Dead End Kings και είναι η καρφίτσα αυτή που τρυπάει τα τόσο επίμονα και πεισματάρικα σύννεφα.

 

Μετά θα πάρεις το μονοπάτι προς τα πίσω, στις αρχές και στο καλωσόρισμα του κενού, του Viva Emptiness, στο “The Night Subscriber”. Και θα δεις με την ίδια ευκολία να υφαίνουν τον ιστό τους προς νέα, πιο «προοδευτικά», εναλλακτικά και δαιδαλώδη μονοπάτια. Το “Pale Flag” είναι μάλλον η δομική ανασυγκρότηση της αλλοφροσύνης του soundtrack από το American Beauty, σε βαθμό που να περιμένω τον Kevin να σκάσει στο δωμάτιο με αυτά τα δύο-νούμερα-μεγαλύτερα φανελάκια, ενώ στα πόδια του σέρνεται αυτή η ανατριχιαστική ομίχλη.

 

Ενώ στο “Serein”, ταίριαξαν πολύ σωστό όνομα. Είναι ακριβώς αυτό το αθώο και πολύχρωμο μελωδικό δόλωμα που κρύβει στα σωθικά του ένα μεγάλο αγκίστρι. Το “Shifts” είναι δε ένα νωχελικό, συντετριμμένο και ατμοσφαιρικό βαλς. Η κορωνίδα και η επιτομή όλων αυτών, είναι το “Last Song Before The Fade”, που δείχνει μία ανυπομονησία για να τρέξει στην τελειότητα.

 

Όμως, δεν είναι όλα τόσο φωτεινά ή μάλλον ζοφερά. Θέλοντας να κοιτάξω μόνο στην προηγούμενη σελίδα, εκεί που το Dead End Kings, σου έβαζε μία ολόκληρη παλάμη μέσα στο στήθος σου και αναμόχλευε την ψυχή σου, τούτο εδώ σε γυροφέρνει, σε ζαλίζει, σε αγγίζει αλλά ποτέ δεν σε γραπώνει από το πόδι. Εκεί που ο προκάτοχος, ήταν θελκτικός όπως το σκοτάδιασμα δίπλα στην λίμνη, σε τραβούσε να χαθείς, τούτο εδώ σε απωθεί και δεν το αποζητάς. Μοιάζει σα μια τρεχάλα στην ομίχλη, χωρίς να ξέρεις που πας, χωρίς να ξέρεις αν πέρασες από το ίδιο σημείο. Και μπορεί σαν φάση στην αρχή να ακούγεται κούλ, αλλά όταν λαχανιάσεις και δεν πιείς νερό, κάθεσαι απλά στην πρώτη πέτρα να ξεθολώσεις. Οι μελωδίες φλυαρούν σε έναν αδιάκοπο και ασυνάρτητο μερικές φορές μονόλογο, χάνουν τη συνοχή τους, απλώνουν και στεγνώνουν κάτω από την αντηλιά αναζητήσεων πολλές φορές χωρίς πυξίδα. Χαρακτηριστικά συμπτώματα σε αρκετά τραγούδια (το τρίπτυχο “Sanction”, “Residual”, “Serac” που έχουν τις όποιες στιγμές τους, το Opeth-ικό “Passer” και το αδιάφορα χλιαρό “Takeover”).

 

Ο Jonas Renkse ανοίγει τις παλάμες και βγαίνει μελαγχολικός αχός. Έτσι απλά μας παραδίδει την πιο πολύπλευρη ερμηνεία της καριέρας του, που ξεπερνά κατά πολύ τις πενήντα αποχρώσεις του γκρι (αναμενόμενη διασύνδεση). Μαζί του, δύο νέοι συνοδοιπόροι, ο κιθαρίστας Roger Ojersson και η σημαντικότατη αλλαγή στα τύμπανα, με τον νέοπα Daniel Moilanen.

 

Και ενώ στεκόμαστε εδώ στο λυκόφως, οι Katatonia έχουν το θάρρος και την ωριμότητα να κάνουν πράξη αυτό που δείλιασαν αρκετές φορές και κατηγορήθηκαν από κάποιους. Να αφήσουν την πεπατημένη και τις χλωρές ακόμα δάφνες και να χαθούν στην ομίχλη. Να δοκιμάσουν, να δοκιμαστούν, να χαθούν και να ξαναβρεθούν, σε αυτό το άλμπουμ που θα αποτελέσει καθοριστικό σταθμό στο ταξίδι τους. Σταθμό που θα τους οδηγήσει ίσως στην αποκάλυψη.

 

Μέχρι τότε, νιώθω ότι χάνεται η ατμόσφαιρά τους. Η καταδικιά τους ατμόσφαιρα. Αυτή η τόσο λυτρωτική και επικίνδυνα θελκτική που σε οδηγεί στη δίνη τους. Οι όποιες λυχνίες δεν δείχνουν μονοπάτια και η ομίχλη ριζώνει στο σκοτάδι. Το σε κάποιες περιπτώσεις συνθετικό ξεχείλωμα κάνει λιγότερο δραματικές τις μεταπτώσεις από το σκότος στο φώς, από το βάρος στο άγγιγμα, από το δράμα στη λύτρωση και αφαιρεί έτσι την παλάμη από το στήθος σου. Μετά φόβου, θλίψεως και (μερικής) απογοητεύσεως…


Βαθμολογία: 67/100

 

Για το Rock Overdose,

Άκης Παππάς

 

 

 

 


Comments