Ημερομηνία δημοσίευσης: 4 Σεπτεμβρίου 2017
Έχοντας ξεκινήσει σαν ένα side-project του κιθαρίστα Keijo Niinimaa των grindcore Rotten Sound (στο συγκεκριμένο σχήμα έχει υιοθετήσει το ψευδώνυμο G), οι Morbid Evils ντεμπούταραν πρόπερσι αφήνοντας πολύ καλές εντυπώσεις στους λίγους κι εκλεκτούς που ασχολήθηκαν με την πάρτη τους. Δικαιολογημένα όμως επρόκειτο για περιορισμένη προσέλευση ακροατών, καθώς το sludge-ίζον doom/death τους είναι αφιλόξενο και αδιάβατο πέρα από κάθε λελογισμένο νου. Και σα να μην έφτανε αυτό ως δεδομένο, οι Φινλανδοί αποφάσισαν να το τερματίσουν στο νέο, δεύτερό τους άλμπουμ.
Πώς το κατάφεραν αυτό? Ας ξεκινήσουμε λέγοντας πως συνέθεσαν ένα ολόκληρο τραγούδι το οποίο αποτελεί το δίσκο, διάρκειας 40 λεπτών και χωρισμένο σε 6 υποκομμάτια. Αυτό δεν είναι από μόνο του απαραίτητα κακό σε ένα διαφορετικό είδος, στο οποίο θα υπήρχε εναλλαγή ρυθμών, τέμπο, μελωδιών κτλ.. Εδώ όμως τα πράγματα περιπλέκονται, καθώς ο αποκλειστικά αργός, πραγματικά αργός όμως ρυθμός, συμπληρώνεται από την τεμπελιά που χαρακτηρίζει το drone, κάνοντας τον ακροατή να νιώθει εντελώς άβολα, αφενός από το χαρακτηριστικά αργό και μονολιθικό ρυθμό, και ταυτόχρονα από την έλλειψη ποικιλίας, εναλλαγών και, κυρίως, από τη διάθεση σταθερότητας σε τέμπο, μελωδίες, φόρμες και ατμόσφαιρες. Η διάθεση όμως να δανειστεί η σύνθεση τις drone φόρμες, δε σημαίνει ότι τις αντιγράφει πλήρως και επιμελώς. Κι αυτό είναι το μεγαλύτερο συν του συγκροτήματος, χάρη στο οποίο και απέφυγαν τη μεγαλύτερη παγίδα στην οποία πήγαν να πέσουν μέσα.
Αυτό γιατί, όσοι είστε εξοικειωμένοι με το drone, γνωρίζετε ότι ένα τυπικό σχήμα μπορεί να παίζει τον ίδιο ρυθμό επί πέντε (ίσως και πολύ παραπάνω) λεπτά. Εδώ δε συμβαίνει αυτό. Μπορεί όλα τα υπόλοιπα στοιχεία να διαθέτουν τεμπέλικη υφή και μορφή, ο φυσιολογικός ρυθμός που επικρατεί όμως, δεν το σώζει απλά από τη λήθη της ανυπαρξίας στην οποία θα έπεφτε, αλλά το καθιστά συμβατό στο να ξεδιπλώσει το συγκρότημα όλη τη σαπίλα και την αρρώστια που μπορεί να βγάλει στις συνθέσεις του. Το αποτέλεσμα μπορεί να είναι μονολιθικό, οι ταχύτητες σταθερά όσο πιο χαμηλές γίνεται και η επαναληψιμότητα να είναι φανερή και μονότονη, από την άλλη όμως ακριβώς αυτά τα στοιχεία ευνοούν σε μια άκρως ζοφερή, σαπισμένη και νοσηρή ατμόσφαιρα, ενώ ταυτόχρονα ο ακροατής λαμβάνει το ηχητικό αποτέλεσμα ενός σφυριού που κινείται απειλητικά προς το μέρος σου σε κάθε χτύπημα των drums. Ταυτόχρονα, οι κιθάρες και το μπάσο ευνοούν και ενισχύουν απίστευτα τη σκοτεινή, άραχλη και απειλητική ατμόσφαιρα, χωρίς να κάνουν καμία απόπειρα επίδειξης τεχνικής, αλλά στεκούμενα απλά σε σταθερές και απλές μελωδίες, οι οποίες είναι προσεκτικά επιλεγμένες για να επιτελέσουν το ρόλο τους. Και εννοείται προφανώς ότι ακόμα και το κούρδισμα των οργάνων δεν είναι τυχαία επιλεγμένο.
Είναι προφανές πως ένα τόσο αποκρουστικό, απόμακρο, μονότονο, μινιμαλιστικό και ζοφερό άκουσμα είναι αδύνατον να είναι προσιτό στον οποιονδήποτε. Ακόμα και οι ακροατές που ειδικεύονται σε συγκεκριμένα ακούσματα, θα χρειαστούν χρόνο και υπομονή για να συλλάβουν στο πλήρες μέγεθος και βάθος τη διάσταση του δίσκου. Κι αυτό γιατί φαινομενικά μπορεί να πρόκειται για απλοϊκό άκουσμα, τα συναισθήματα όμως που κρύβονται στις πτυχές του, όπως η απόγνωση, η μιζέρια και το ζοφερό σκότος, αποκαλύπτονται μόνο μέσω της πλήρης προσοχής, αφομοίωσης και αφοσίωσης στο άκουσμα. Άπαξ όμως και ξεκλειδώσετε όλες τις σκοτεινές και ζοφερές πτυχές του, θα σας τραβήξει μαζί του στα πιο απόκρημνα βάθη της αβύσσου.
Βαθμολογία: 83/100
Για το Rock Overdose,
Σταύρος Πισσάνος