Ημερομηνία δημοσίευσης: 17 Νοεμβρίου 2017
Η πρώτη γνωριμία με τους Toothgrinder είχε αφήσει ανάμεικτες εντυπώσεις. Από τη μία η μεγάλη δίψα και θέληση του συγκροτήματος, από την άλλη το μουσικό τους μείγμα που δανειζόταν δεκανίκια και δεν κατάφερνε να δημιουργήσει προσωπικότητα και απογαλακτισμό από τις επιρροές του. Αυτή η ανάμειξη του progressive με τον σύγχρονο Αμερικάνικο heavy και alternative ήχο, παρέα με μια μεγάλη δόση Slipknot, οι οποίοι ήταν και η πιο προφανής επιρροή στον ήχο τους, ακουγόταν ενδιαφέρον μεν, μπουρδουκλωμένο και προσκολλημένο στις επιρροές του δε. Είχε ωραίες στιγμές, ξεχάστηκαν πολύ γρήγορα όμως.
Δεν ξέρω αν οι ίδιοι είχαν πλήρης γνώση του αποτελέσματος της δημιουργίας τους, στο νέο άλμπουμ πάντως υπάρχει ένα μερικό λίφτινγκ, με το αποτέλεσμα να είναι αρκετά διαφορετικό από το ντεμπούτο τους. Τα extreme στοιχεία έχουν περιοριστεί πολύ, με αποτέλεσμα οι Slipknot επιρροές να είναι πλέον πιο διακριτικές, ο ήχος fuzz-άρει πάρα πολύ, οι μελωδίες είναι πιο γλυκές, η νοοτροπία είναι περισσότερο alternative, και συνεπικουρούμενη από κάποια διακριτικά industrial συνοδευτικά δημιουργούν ένα μείγμα πολύ διαφορετικό, όχι όμως στο dna, καθώς δεν έχει αφαιρεθεί κανένα συστατικό πλήρως, απλά έχει αλλάξει εντελώς η δοσολογία από το καθένα, είτε αυτό αφορά αύξηση (πχ. τα alternative στοιχεία) είτε μείωση (στα extreme στοιχεία).
Το αποτέλεσμα πάντως συνεχίζει να απευθύνεται στους λάτρης του Αμερικάνικου ήχου, απλά ενώ το ντεμπούτο απευθυνόταν περισσότερο στους οπαδούς του πιο mainstream extreme, εδώ το αποτέλεσμα απευθύνεται κυρίως στους heavy/alternative οπαδούς. Αυτό από μόνο του είναι αρκετό να δημιουργήσει αντιπαραθέσεις ανάμεσα σε αυτούς που λάτρεψαν το ντεμπούτο τους και σε αυτούς που θα ακούσουν και θα αγαπήσουν αυτό το άλμπουμ. Το μόνο στοιχείο που παραμένει παρόμοιο όμως, είναι το γεγονός ότι, παρ' όλο που διαθέτουν και τα δύο ωραίες στιγμές και κάνουν το άλμπουμ να ακούγεται ευχάριστα, στο τελικό ζύγι δεν διαθέτουν το απαραίτητο βάθος για να αντέξουν στο χρόνο.
Και μπορεί το συγκεκριμένο στοιχείο να είναι ίσως ο μοναδικός ανασταλτικός παράγοντας του δίσκου, δεν παύει όμως να είναι ένας εξαιρετικά σοβαρός παράγοντας που χτίζει και καταστρέφει καριέρες. Και είναι απαραίτητο κάποια στιγμή να το αντιληφθούν αυτό τα μέλη του συγκροτήματος, γιατί οι δυνατότητες υπάρχουν και είναι ξεκάθαρο αυτό. Και νιώθω πάλι το ίδιο ανάμεικτο συναίσθημα που ένιωσα μετά την ακρόαση του ντεμπούτου τους. Μια γλυκόπικρη γεύση από μια δουλειά καλοδουλεμένη, που δε σε παρακινεί όμως να την ξανακούσεις και να την ξανακούσεις. Δε σε ωθεί να δεθείς και να ταξιδέψεις μαζί της.
Βαθμολογία: 72/100
Για το Rock Overdose,
Σταύρος Πισσάνος