VISIGOTH – “Conqueror’s Oath”

Ημερομηνία δημοσίευσης: 8 Μαρτίου 2018

 

Στους Visigoth είχα δώσει αρκετές ευκαιρίες πριν την κυκλοφορία του Conquerors Oath. Είχα παρακολουθήσει τα ανεξάρτητα πρώτα βήματά τους και στη συνέχεια το ντεμπούτο τους στην Metal Blade. Για να πω την αλήθεια, δεν είχα ενθουσιαστεί ιδιαίτερα με κάτι από αυτά. Μάλιστα, μου προκαλούσε έκπληξη που τόσο η εταιρεία τους όσο και μεγάλη μερίδα των μουσικών μέσων (και οπαδών) έβλεπε σε αυτούς κάτι ιδιαίτερα υποσχόμενο. Αυτή την εντύπωση ήρθε να αλλάξει άρδην το δεύτερο ολοκληρωμένο άλμπουμ τους,  το Conquerors Oath.

 

 

Το The Revenant King του 2015, αν και είχε ενδιαφέρουσες στιγμές, συνολικά με είχε κουράσει. Μου έδινε την αίσθηση του φλύαρου και αποπροσανατολισμένου. Τι άλλαξε, λοιπόν, από τότε και με οδήγησε σε πλήρη μεταστροφή της γνώμης μου; Στην πραγματικότητα λίγα πράγματα, αλλά εκ του αποτελέσματος σημαντικά. Η διάρκεια του άλμπουμ μίκρυνε και ότι ήταν «περιττό» έμεινε έξω. Αυτό είχε ως συνέπεια ο εχθρός του πρώτου άλμπουμ, η πλήξη και η έλλειψη ενδιαφέροντος, να κρατηθούν μακριά. Ότι εμπεριέχεται στο Conquerors Oath, υπάρχει για να ικανοποιεί τον ακροατή και όχι ως μέρος ενός δυσπρόσιτου καλλιτεχνικού οράματος. Αν καταλάβατε, αυτό που μόλις περιέγραψα θα μπορούσε να αποτελεί έναν εναλλακτικό ορισμό της έννοιας «εμπορική μουσική». Αλλά όσο οξύμωρο κι αν ακούγεται για ένα φύσει αντιεμπορικό είδος, όπως το επικό metal, να περιγράφεται ως εμπορικό, στην προκειμένη περίπτωση προσεγγίζει - κατά μία άποψη - την αλήθεια. Και όσο αρνητικά χρωματισμένο είχαμε συνηθίσει αυτόν τον όρο, στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι τιμητικός.

 

 

Το διαρκές παράπονο των 80s/90s  παραδοσιακών metal οπαδών στα 00s/10s είναι ότι δεν γράφονται πλέον τραγούδια ύμνοι, που να μένουν στο μυαλό και να μπορούν να τραγουδηθούν από τους οπαδούς, ενώ ταυτόχρονα να επιδεικνύουν αντοχή στον χρόνο και τη δυναμική να γίνουν κλασικά. Επίσης, αρκετούς ενοχλεί ότι πολλά συγκροτήματα αρκούνται στην εσωστρέφεια του χώρου, την (έστω και χρυσή) μετριότητα, χωρίς τη φιλοδοξία ή τη δυνατότητα να προσελκύσουν οπαδούς από συγγενικούς μουσικούς χώρους και να αποτελέσουν το προστάδιο μύησής τους στο παραδοσιακό heavy metal. Υπό αυτή την έννοια, η «εμπορικότητα» σε ένα χώρο που έχει χορτάσει underground-ιλα είναι ευπρόσδεκτη.

 

 

Από τα πρώτα χρόνια που ασχολούμαι με το metal νιώθω πιο κοντά στην underground πλευρά της μουσικής μας, ενώ έχω μια έμφυτη καχυποψία για το εμπορικό και το mainstream. Παρ’ όλα αυτά στηρίζω με ενθουσιασμό την προσπάθεια των Visigoth διότι, δίχως εκπτώσεις, συμβιβασμούς και παρεκκλίσεις από την αληθινή ταυτότητα και ψυχή αυτού του ήχου, επιχειρούν να ανοίξουν ένα παράθυρο επικοινωνίας με ένα μεγαλύτερο μεταλλικό κοινό. Κι αν κάποιοι έχουν τη δυνατότητα και την ικανότητα να το πετύχουν στο σύντομο μέλλον, αυτοί θα είναι οι Visigoth.  Κι ο λόγος είναι απλός. Στο Conquerors Oath αναβιώνει ουσιαστικά και όχι θεωρητικά, το πνεύμα των κλασικών 80s metal συγκροτημάτων, επαναφέροντας την απενοχοποιημένη απόλαυση του εύληπτου και πιασάρικου στο παραδοσιακό metal. Επίσης η μουσική τους, χωρίς να είναι κάτι πρωτάκουστο ή πρωτοποριακό, είναι φρέσκια χωρίς εμφανή προσπάθεια για μίμηση ή αντιγραφή. Εντάξει, αρκετοί θα αντιπαραβάλλουν τις (υπαρκτές) ομοιότητες με Grand Magus, αλλά στην ουσία δεν είναι τόσο σημαντικές. Οι Visigoth είναι «γνήσιοι» εκφραστές του επικού  metal ήχου, σε αντίθεση με τους GΜ, οι οποίοι έχοντας πλουσιότερη γκάμα επιρροών (hard rock, stoner, doom κλπ) καλύπτουν μεγαλύτερο ηχητικό εύρος και έτσι  απευθύνονται εξ ορισμού σε μεγαλύτερο κοινό. Αντίθετα, οι επιρροές των Visigoth είναι πιο ομοιογενής και εστιασμένες. Ξεκινούν με τις «απαραίτητες» για κάθε επικό γκρουπ από Maiden/Manowar, εμπλουτίζονται από φωνητικές μελωδίες που - παρά τους εύκολους συνειρμούς με τους Magus - φέρνουν περισσότερο στο νου τον folk λυρισμό των Falconer, ενώ κλείνουν συνωμοτικά το μάτι στους οπαδούς των Atlantean Kodex (η αρχή του “Hammerforged” θυμίζει αισθητά αυτή του “From Shores Forsaken”). Μιλάμε, δηλαδή, ξεκάθαρα για ένα «καθαρόαιμο» επικό μέταλ συγκρότημα με όλα τα στεγανά και τους περιορισμούς που φέρει η συγκεκριμένη ταμπέλα.

 

 

Και μια που κάναμε την πρώτη αναφορά στις συνθέσεις, να τονίσουμε εμφατικά ότι αυτές είναι ο αληθινός πρωταγωνιστής του Conquerors Oath. Οι μουσικοί, χωρίς να επιδεικνύουν κάποια εκτυφλωτική τεχνική κατάρτιση και με την συνοδεία ενός αξιόλογου (αλλά και πάλι όχι εκθαμβωτικού) τραγουδιστή, παράγουν κομμάτια φτιαγμένα να ξεσηκώνουν τους οπαδούς στις αρένες. Με εξαίρεση το συμπαθητικό αλλά εκτός κλίματος, “Salt City” και το επίσης συμπαθητικό Manowar-ικό αλλά με κοινότοπο ρεφρέν, “Blades in the Night”, η συνεχής διαδοχή “hit” θυμίζει κλασικό 80s metal album «μεγάλης» μπάντας. Ειδικά η τριάδα “Steel and Silver”, “Hammerforged” και “Traitor’s Gate” έχει εγγυημένα εξασφαλίσει την  παρουσία της στην άτυπη λίστα με τα κομμάτια που σημάδεψαν και θα σημαδέψουν το heavy metal ανά τα έτη.

 

 

Το επικό metal, από τη γένεσή του μέχρι σήμερα, έφερε ως παράσημο (ή ως προπατορικό αμάρτημα, ανάλογα με την οπτική του καθενός) την ετικέτα «μουσική για λίγους». Η αλήθεια, όμως, είναι ότι κανείς δε θέλει να είναι στο περιθώριο. Αν οι Visigoth έχουν τη δυνατότητα (έστω και μερικώς) να αντιστρέψουν αυτή την παγιωμένη πραγματικότητα, τότε όλοι οι οπαδοί έχουμε ένα επιπλέον λόγο να τους στηρίξουμε πέρα από την ίδια την ακουστική απόλαυση που μας προσφέρουν.


Βαθμολογία: 87/100

 

Για το Rock Overdose,

The Shadowcaster

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


Comments