WATAIN – “Trident Wolf”

Ημερομηνία δημοσίευσης: 7 Φεβρουαρίου 2018

 

Πάντα είχα τα θεματάκια μου με το black metal, εκτός ότι δε με έπιασε ποτέ από το μαλλί που κάποτε είχα όπως το thrash ή το death metal, ήταν και οι διάφορες κλισαρισμένες Σατανι(στι)κές μαλακίες που με απωθούσαν ιδιαίτερα, γιατί να το παίζεις ίβολ μαδαφάκα στην τελική και να μην αφήνεις την μουσική σου να το δείξει; Εξαρχής στο ιδίωμα με είχαν κερδίσει οι μπάντες που είχαν μουσικότητα, κάποτε η Ελληνική σκηνή, μετά οι Mortuary Drape και κάποια στιγμή υπεράνω όλων οι Dissection, ενώ εγκεφαλικό παίξιμο τύπου Thorns σπάνια εμφανίστηκε ξανά. Οι μπάντες της Σουηδίας μία ζωή εκτιμούσα ότι παίζανε πολύ καλύτερα από τους πολυδιαφημισμένους Νορβηγούς συναδέλφους τους, ενδεικτικά θα αναφέρω έστω και μερικούς που μπασταρδεύανε τον ήχο μαζί με death metal παρακάτω: Necrophobic, Dawn, Unanimated, Sacramentum, Vinterland, Lord Belial, Naglfar και ο κατάλογος δεν έχει τελειωμό. Κοινό γνώρισμα όλων η πανέμορφη και σωστά παιγμένη μελωδία στη μουσική τους, ούτε κατσαπλιάδικο τετρακαναλικό ντεκαβλέ στυλ που σου έπαιρνε 100 ακροάσεις να το συνηθίσεις λόγω του χάλια ήχου ούτε ιντριγκαδόρικες μαλακίες, μουσικάρες, δισκάρες, ριφφάρες και πίσω στα θρανία για πολύ κόσμο. Κάπου μεταγενέστεροι όλων ήταν οι Watain, μπάντα που κατάφερε να με κερδίσει κατευθείαν με την πρώτη της κυκλοφορία το 2000 (''Rabid Death's Curse'').

 

 

Είχαν αυτή την άκρατη Dissection-ίλα που με έκανε να τους θεωρώ ναι μεν κλώνους/τιμητές τότε, αλλά στην πορεία και τους αριστουργηματικούς δίσκους που ακολούθησαν (''Casus Luciferi'' το 2003, ''Sworn To The Dark'' το 2007 και ''Lawless Darkness'' το 2010), το στυλάκι τους εξελίχθηκε και πάντα προκρινόταν η ουσία παρά τις θύμησες που προκαλούσαν για τη μπάντα του συγχωρεμένου Jon Nödtveidt (o μεγαλύτερος παιχταράς που πέρασε ποτέ από το είδος, δυστυχώς χωρίς ιδιαίτερο μυαλό να απολαύσει τις δάφνες του μουσικού του θριάμβου). Και κάπου το 2013 κυκλοφορεί το ''The Wild Hunt'', ένα άλμπουμ το οποίο προσωπικά μου άρεσε πάρα πολύ, αλλά κατάφερε να μπερδέψει πολύ τους οπαδούς των Watain, αρκετά προοδευτικό και τζαζεμένο στη δομή του, έγινε γρήγορα το αποπαίδι της δισκογραφίας τους για τους σκληροπυρηνικούς. Αν προστεθούν και τα σχεδόν 4μιση χρόνια αναμονής, το μεγαλύτερο διάστημα κενού που είχαν ως τώρα στην καριέρα τους, το νέο έκτο άλμπουμ ''Trident Wolf Eclipse'' είχε πολύ καχυποψία γύρω του πριν κυκλοφορήσει. Καχυποψία που οι Watain φρόντισαν να διαλύσουν πολύ εύκολα, από το έμπα του δίσκου με το καταπληκτικό και φρενήρες ''Nuclear Alchemy'', κομμάτι που έχει γίνει βίντεο και αρκετοί μπορεί να το έχετε τσεκάρει ως τώρα.

 

 

Μπάσιμο με αρκετή θρασίλα για τα δικά τους δεδομένα, ένα αίσθημα κυριαρχίας στον ήχο που το βιώνεις σε όλη τη διάρκεια του δίσκου και με τον Erik Danielsson στα φωνητικά να ακούγεται πιο σίγουρος από ποτέ σε δίσκο Watain. Ενδεικτικό της in your face προσέγγισης ο πρώτος στίχος του κομματιού (και του δίσκου γενικά), ''Fire at will, arsonists of Lucifer''... OK λες, επίθεση από παντού, χωρίς να χάνεται όμως η τεχνική κατάρτιση που κάνει τις συνθέσεις να μνημονεύονται ίσως κι από την δεύτερη ακρόαση, χωρίς να λείπει η μελωδία (ό)που χρειάζεται και χωρίς να κάνει κοιλιά ο δίσκος λόγω μονοκόμματης αντίληψης συνθέσεων. Το να ακούς όμως τον Danielsson να φτύνει στίχους με περίσσεια δύναμη και στο ρεφρέν να σου σκίζει τα αυτιά με το χαρακτηριστικό ''ΝΟΥΚΛΙΑΡ, ΝΟΥΚΛΙΑΡ, ΝΟΥΚΛΙΑΡ ΑΛ-ΚΕΜΥΥΥΥΥΥ'' (ο τόνος στο υ, σόρρυ για τα Ελληνικά αλλά ακούγεται πολύ καύλα έτσι), ε κάτι σου κάνει και θες να εισχωρήσεις στα άδυτα του δίσκου όσο δεν πάει. Σύμμαχοι σου σ' αυτό είναι οι υπόλοιπες συνθέσεις, μπορεί να διάλεξαν το μικρότερο κομμάτι για αρχή, αλλά και τα υπόλοιπα δεν υπολείπονται σε αξία και δομές. Ο μελωδικός χαρακτήρας τους φαίνεται σε έπη τύπου ''Τeufelsreich'', η κατραπακιά που τρως στο κεφάλι στην πρώτη ακρόαση του ''Furor Diabolicus'' ή του ''Towards The Sanctuary'' δε μπορεί να περάσει απαρατήρητη.

 

 

Σε όλα αυτά προσθέστε την μικρή γενικά διάρκεια των κομματιών που πλην του εναρκτήριου, είναι όλα μεταξύ τεσσάρων και σχεδόν πέντε λεπτών, ενώ γενικά ο δίσκος κλειδώνει σε λιγότερο από 35' διάρκεια στην κανονική του μορφή, κάνοντας το ''Trident Wolf Eclipse'' το μικρότερο χρονικά άλμπουμ της καριέρας τους, και σίγουρα το μικρότερο σε διάρκεια από το ντεμπούτο του 2000. Τους πήγε πολύ αυτή η αλλαγή ήχου και τα μικρότερα κομμάτια, ο δίσκος πρακτικά παιγμένος δύο φορές και πάλι είναι μικρότερος από το ''Lawless Darkness'' που ήταν 73' διάρκειας (δεκάρι ακατέβατο φυσικά). Ο Håkan Jonsson στα τύμπανα ως συνήθως ξεσκίζει τα δέρματα, ενώ οι κιθάρες του Pelle Forsberg σφυρίζουν, θερίζουν, ξεσκίζουν σάρκες και είναι το πρωταγωνιστικό όργανο για άλλη μία φορά. Δεν είναι τυχαίο ότι το τρίο δεν έχει αλλάξει από την αρχή της δημιουργίας τους, το δέσιμο τους είναι χαρακτηριστικό, ενώ όταν τους είδα ζωντανά 8 χρόνια πριν έπαθα την πλάκα μου με το πόσο καλύτεροι και πραγματικά μεγαλειώδεις ακουγόντουσαν επί σκηνής. Το ''The Fire Of Power'' που κλείνει το δίσκο είναι το μεγαλοπρεπές κομμάτι του δίσκου που σε κάνει να συνέλθεις από την καταιγίδα που έχει προηγηθεί, κλείνει το ματάκι του στην επιρροή που είχαν οι Celtic Frost στο black metal στις αρχές της πορείας τους.

 

 

Ως έξτρα κομμάτι υπάρχει το 7λεπτο ''Antikrists Mirakel'', αρκετά υποτονικό σε σχέση με το υπόλοιπο υλικό του δίσκου και φανερά πιο mid-tempo, δεν ταιριάζει καθόλου και για να πω την αλήθεια, αν ήταν μέρος της κανονικής κυκλοφορίας θα έχανε πολύ από την αξία του ο δίσκος. Αχρείαστο ως και filler θα το χαρακτήριζα, έχει ατμόσφαιρα μέσα του αλλά μόνο αυτό και τίποτα ιδιαίτερο περαιτέρω. Γενικότερα οι Watain επέστρεψαν στις ρίζες τους με το ''Trident Wolf Eclipse'', βάλανε το τραίνο στις ράγες υψηλής ταχύτητας και με τα φρένα σπασμένα, συνεχίζουν την πορεία τους κρατώντας την σημαία του black metal ψηλά όντας από τους ηγέτες του είδους. Όσο μίσος κι αν τρώνε από πολύ κόσμο και ειδικά από τους παραδοσιακούς οπαδούς, αξίζουν την πορεία που έχουν κάνει μέσα στα χρόνια και η σταθερότητα τους δείχνει ότι τίποτα από αυτά που κάνουν δεν είναι στην τύχη. Ξεκάθαρα μιλάμε για δίσκο υψηλού επιπέδου, το κακό είναι ότι έχεις τους προηγούμενους δίσκους που ήταν ορόσημα, οπότε μοιραία μπαίνει στο σακί της σύγκρισης με δυσθεώρητες κυκλοφορίες. Είναι από τις καταστάσεις που είναι win/win για τον οπαδό και το συγκρότημα, κερδισμένοι και οι δύο, το μεν συγκρότημα γιατί ξαναπατάει στα πόδια του δυνατά και φυσικά ο οπαδός γιατί παίρνει κάτι που είναι αξίας δεδομένα από την πρώτη ακρόαση. Ωραία και μαύρα (κι άραχνα) ξεκίνησε η χρονιά!


Βαθμολογία: 85/100

 

Για το Rock Overdose,

Δημήτρης Αλόρας

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


Comments