Διανύοντας την τέταρτη δεκαετία της ζωής μου, έχω συνηθίσει πλέον να είμαι ο τύπος που ανεβάζει τον μέσο όρο ηλικίας στις συναυλίες. Προς έκπληξη μου, κατά τη διάρκεια της σαββατιάτικης εμφάνισης των The Nomads ξανάνιωσα νεανίας, μιας και η πλειοψηφία των παρευρισκομένων είχε προ πολλού πει αντίο στα 40. Το garage από ότι φαίνεται δε βρίσκεται ψηλά στις προτιμήσεις της σημερινής γενιάς και πολύ κακώς θα συμπλήρωνα, καθώς έχασε την ευκαιρία να παρακολουθήσει ένα εξαιρετικό live, που ενίσχυσε το κλισέ του “η γριά κότα έχει το ζουμί”.
Οι The Snails -επιβεβαιώνοντας το όνομα τους- βρήκαν το δρόμο τους προς τη σκηνή με πολύ αργό βηματισμό, μιας και ξεκίνησαν αρκετά μετά την προγραμματισμένη ώρα έναρξης. Ο παλιομοδίτικος garage ήχος τους, στη θεωρία τους καθιστά ιδανική επιλογή για να κουμπώσουν με τους Σουηδούς και στην πράξη δε δυσκολεύτηκαν να επιβεβαίωσουν ότι είναι ένα σχήμα, που αξίζει της προσοχής μας.
Καταρχήν, οι τύποι γουστάρουν να παίζουν μαζί και αυτό φαίνεται, βγάζοντας μάλιστα ένα όμορφο παρειστικό κλίμα. Οδηγούμενοι από την ενέργεια του lead κιθαρίστα τους Λάμπρου, μας παρέδωσαν 40 λεπτά ατόφιου garage, που προετοίμασε ιδανικά το έδαφος για τους υψηλούς προσκεκλημένους της βραδιάς. Μάλιστα, άναψαν και λίγο τα αίματα προς το τέλος με τις διασκευές τους στα “Graveyard” των Dead Moon και “Gypsy Woman” των Allusions (που βέβαια οι περισσότεροι το μάθαμε από τους The Saints).
Στα επιμέρους, μου έκανε εξαιρετική εντύπωση ο μπασίστας τους, ο οποίος πάντρευε ιδανικά ουσία, ευρηματικότητα και τεχνική, ενώ και ο ντράμερ τους ίδρωσε καλά τη φανέλα.
Το μόνο θεματάκι που προέκυψε, ήταν όσο αφορά τη σκηνική τους παρουσία, μιας και ο -κατά τα άλλα άψογος- frontman & κιθαρίστας τους Χρήστος έμοιαζε υπέρ του δέοντος συγκρατημένος, βγάζοντας στο μεγαλύτερο μέρος της εμφάνισης τους μια νωχελικότητα στο παίξιμο του. Προς το τέλος όμως,“λύθηκε” κι αυτός, ανεβάζοντας το συνολικό πρόσημο της εμφάνισης τους.
Οι The Nomads από την άλλη, δεν αντιμετώπισαν ποτέ τέτοια προβλήματα. Τα κάμποσα χρόνια στα σανίδια το έχουν εξασφαλίσει, έστω κι αν πλέον δεν παίζουν τόσο συχνά. Ο Nick Vahlberg είναι ένας επικονωνιακότατος frontman, που γνωρίζει πως να “δουλεύει” ένα κοινό, ενώ ο έτερος παλιός Hans Östlund, “βρωμάει” λεζάντα από χιλιόμετρα.
Ζωντανά, οι τύποι εκλύουν ωμή ενέργεια, με την ταλαιπωρημένη Firebird του Vahlberg να στήνει το όσο πιο heavy γίνεται ρυθμικό υπόστρωμα και τη Les Paul του Östlund να αναλαμβάνει με την ευθεία riff-ολογία της να οδηγήσει τις συνθέσεις, αλλά και να τις απογειώσει με ψυχωμένα solos. Αν συνυπολογίσει κανείς και το σφιχτό rhythm section των κυρίων Björne Fröberg και Joakim Ericson, έχουμε μια μπάντα που επι σκηνής “φυσάει”.
Παίζοντας χωρίς ανάσα, κάλυψαν μεγάλο μέρος της δισκογραφίας τους, ανατρέχοντας από τα ένδοξα '80s και φτάνοντας ως το πιο πρόσφατο “Solna”, σε μια προσπάθεια να ικανοποιήσουν όλα τα γούστα. Είτε έπαιζαν κομμάτια από τα βάθη της πορείας τους όπως τα "Where The Wolf Bane Blooms", "Swamp Gal" ή το "Don't Tread On Me", είτε νεότερα όπως τα "Hangman's Walk", "Don't Pull My Strings" και "Top Alcohol", δεν υπήρχε άτομο από κάτω που να μην κουνιέται στο ρυθμούς τους και να μη το διασκεδάζει με την ψυχή του.
Στο encore τα πράγματα εκτροχιάστηκαν, με το συγκρότημα να παίζει “παραγγελιές” εκτός προγράμματος και γνωστό άγνωστο φίλο του σχήματος να ανεβαίνει στη σκηνή για να τους συνοδεύσει με το “έτσι θέλω” στα φωνητικά. Το σημαντικό είναι ότι όλα έγιναν με καλή πρόθεση και η εμφάνιση των Σουηδών έληξε θριαμβευτικά, με τον κόσμο από κάτω να έχει απολαύσει ένα άψογο βράδυ εκρηκτικού garage punk.