A STAR IS BORN
Σαν σήμερα, στις 13 Σεπτεμβρίου του 1961, γεννήθηκε η μορφή των Megadeth, ο Dave Mustaine, μια μορφή που έχει διακριθεί για το τεράστιο ταλέντο της και την καλλιτεχνική της αξία και έχει σημαδευτεί παράλληλα από μια ζωή πολυτάραχη με πολλά σκαμπανεβάσματα. Γεννήθηκε πριν από 51 χρόνια στην Καλιφόρνια περνώντας αρκετά προβληματικά παιδικά χρόνια που προφανώς έβαλαν τα θεμέλια και για τις διάφορες προβληματικές συμπεριφορές που έχει παρουσιάσει σε φάσεις της καριέρας του ο καλλιτέχνης. Ο πατέρας του ήταν αλκοολικός, με χαρακτήρα που δημιούργουσε έντονη αναστάτωση στην οικογένεια, με το αλκοόλ να μην του επιτρέπει να κάνει και πολλά πράγματα στη ζωή του και όταν ο Mustaine ήταν 4 ετών, οι γονείς του εν τέλει χώρισαν. Έχει γραφτεί μάλιστα ότι από μικρή ηλικία, μεγάλωσε με τις τρεις αδερφές του που ήταν κατά πολύ μεγαλύτερες του, αλλά η ανατροφή του δεν ήταν και η καλύτερη δυνατή. Από τα 16 του, ζούσε σε ένα δικό του διαμέρισμα στο Los Angeles και για να επιβιώσει πούλαγε ναρκωτικά. Ένας από τους πελάτες του, ξέμενε τακτικά από χρήματα, επειδή δούλευε όμως σε δισκάδικο, του έδινε σε αντάλλαγμα δίσκους των Iron Maiden, AC/DC, Motörhead και Judas Priest, με αποτέλεσμα αυτός να αποκτήσει αγάπη για τη heavy metal. Έτσι ξεκίνησε ως αυτοδίδακτος να παίζει κιθάρα και μπήκε σε μια μπάντα, τους Panic για λίγο όμως. Το 1981, γίνεται κιθαρίστας των νεοσύστατων τότε Metallica, αλλά σε διάστημα μικρότερο των δύο ετών απολύεται εξαιτίας των προβλημάτων του με τα ναρκωτικά, το αλκοόλ και την επιθετική του συμπεριφορά. Για ελάχιστο χρονικό διάστημα διατήρησε μια μπάντα που είχε ονομάσει Fallen Angels . Δύο μήνες αργότερα παρέα με τον μπασίστα Ellefson, σχημάτισαν τους Megadeth, το όνομα των οποίων κατά τον ίδιο αντιπροσωπεύει την εκμηδένιση της εξουσίας. Ο κιθαρίστας έχει δηλώσει πως: «Μετά την απόλυση μου απ’ τους Metallica, το μόνο που θυμάμαι είναι ότι ήθελα αίμα. Το δικό τους. Ήθελα να γίνω πιο γρήγορος και σκληρός (μουσικά) απ’ αυτούς». Μη μπορώντας να βρει το κατάλληλο άτομο για τη θέση του τραγουδιστή, αναλαμβάνει ο ίδιος να τα βγάλει πέρα και στον ερμηνευτικό τομέα. Η πορεία της μπάντας αφενός απογειώνεται ειδικά από το “Peace Sells... but Who's Buying?” του 1987, αφετέρου σημαδεύεται από τις καταχρήσεις ναρκωτικών που ανά περιόδους γίνονται εμπόδιο στα σχέδιακαι την εξέλιξή τους. Το 1992 μάλιστα, ένα μήνα μετά την έναρξη της περιοδείας τους για το Countdown to extinction στη Βόρεια Αμερική, το συγκρότημα αναγκάζεται να ακυρώσει τις υπόλοιπες εμφανίσεις του και αυτές στην Ιαπωνία αφού ο Mustaine καταλήγει νοσηλευόμενος στην εντατική. Η νέα χιλιετία βρίσκει την μπάντα να έχει σημειώσει πτώση που αντικατοπτρίζεται στην αποδοχή του άλμπουμ “The world needs a hero” του 2001, κατάσταση που επιδεινώνεται έντονα στις αρχές του 2002 μετά την εισαγωγή του μουσικού στο νοσοκομείο για να του αφαιρεθεί μια πέτρα στα νεφρά. Ενώ υποβαλλόταν σε θεραπεία, του χορηγήθηκε φάρμακο για τον πόνο το οποίο του προκάλεσε υποτροπή. Μπήκε εσπευσμένα σε κέντρο θεραπείας στο Τέξας και ενώ βρισκόταν εκεί, υπέστη έναν πολύ σοβαρό τραυματισμό που προκάλεσε σοβαρές βλάβες στα νεύρα του αριστερού του χεριού. Ο τραυματισμός, προέκυψε όταν αποκοιμήθηκε με το αριστερό του χέρι πάνω στο πίσω μέρος μια καρέκλας προκαλώντας συμπίεση των ακτινωτών των νεύρων. Η διάγνωση έδειξε ακτινωτή νευροπάθεια που τον άφησε ανίκανο ακόμα και να κάνει μια γροθιά με το αριστερό του χέρι. Για τους επόμενους τέσσερις μήνες υποβλήθηκε σε έντονη φυσιοθεραπεία πέντε μέρες την εβδομάδα. Σιγά – σιγά, άρχισε να παίζει και πάλι αλλά έπρεπε να «ξαναδιδάξει» στο αριστερό του χέρι. Η επάνοδος ήρθε από το 2004, μετά την κυκλοφορία του “The system has failed” . Από τότε έχει στο ενεργητικό τρία ακόμη άλμπουμ με την μπάντα, με το πιο πρόσφατο, το Thirteen, να έχει ξαναφέρει τους Megadeth στην κορυφή της metal σκηνής. Ο κιθαρίστας τέλος, έχει παντρευτεί μία φορά το 1990, έχοντας αποκτήσει ένα γιο και μια κόρη, μερικά χρόνια μετά όμως πήρε διαζύγιο.
Γενέθλια και για τον δημοφιλή Ιταλο – Αμερικάνο ντράμερ Vinny Appice, που κλείνει τα 55 του χρόνια. Στο Brooklyn της Νέας Υόρκης όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε, ξεκίνησε να παίζει τύμπανα από τα εννιά του χρόνια, έχοντας για δάσκαλο αυτόν του αδελφού του, επίσης ντράμερ, Carmine Appice. Στα 16 του, ο νεαρός με το συγκρότημα του, τους BOMF, συναντούν τον John Lenon κάτι που έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνιση του Appice σε διάφορες ηχογραφήσεις του Lenon. Συνεχίζει ηχογραφώντας τρία άλμπουμ για λογαριασμό του Αμερικανού κιθαρίστα και τραγουδιστή Rick Derringer, μέχρι που φτιάχνει μια δική του μπάντα τους Axis με τους οποίους ηχογραφούν και ένα άλμπουμ. Το κομβικό σημείο της πορείας του είναι η ένταξη του στους κόλπους των Black Sabbath, το 1980, που ξεκινάει με την περιοδεία Heaven and hell και ολοκληρώνεται με τη συμμετοχή του στα “Live Evil” και “Mob Rules”. Το 1982, ακολουθεί τον Ronnie James Dio στο σχηματισμό της μπάντας του και μέχρι το 1989 παίζει ντραμς στις ηχογραφήσεις τεσσάρων πολύ επιτυχημένων δίσκων. Το 1992 επιστρέφει ξανά στους Sabbath και δύο χρόνια αργότερα, γυρίζει στον Dio, για άλλες δύο δουλειές του. Το 2006 όταν σχηματίστηκαν οι Heaven and Hell αποτελούμενοι από πρώην μέλη των Sabbath, ο Appice ενώθηκε μαζί τους για την περιοδεία και την κυκλοφορία του άλμπουμ “The Devil You Know”. Το πιο πρόσφατο project στο οποίο συμμετέχει, είναι οι Kill Devil Hill με τους Rex Brown, Mark Zavon και Dewey Bragg. Το πρώτο τους άλμπουμ κυκλοφόρησε τον περασμένο Μάιο και όπως φαίνεται έχει την ανταπόκριση του κόσμου.
45 ετών τέλος, γίνεται σήμερα ο Timothy S. "Ripper" Owens,Αμερικανός τραγουδιστής που έχει διακριθεί πρωτίστως με τους Judas Priest και εν συνεχεία με τους Iced Earth. Τα πρώτα βήματα στην καριέρα του τα έκανε στις αρχές του ‘90 ως frontman μιας heavy metal μπάντας, των Brainicide και μετά με τους Winter's Bane με τους οποίους ηχογράφησαν και ένα άλμπουμ. Τρέφοντας πάντα μεγάλη αγάπη για τους Judas Priest, έπαιζε παράλληλα και στους British Steel, συγκρότημα που το αποτελούσαν τα ίδια μέλη των Winter’s Bane, με τους οποίους έπαιζαν κομμάτια των Βρετανών και των Pink Floyd. Μάλιστα όταν έκαναν live, ξεκινούσαν ως Winter’s Bane παρουσιάζοντας το δικό τους υλικό και μετά από ένα διάλειμμα που περιλάμβανε και ενδυματολογική αλλαγή, ξεκινούσαν το αφιέρωμα στους Priest. Στη ζωή του τραγουδιστή όμως όλα ανατράπηκαν το 1996 όταν από θαυμαστής των Priest βρέθηκε να είναι ο αντικαταστάτης του Rob Halford. Ο Owens είχε την τεράστια τύχη να ηχογραφήσει τέσσερα άλμπουμ με τους παιδικούς του ήρωες, δύο εκ των οποίων live. Το 1999 μάλιστα ήταν και υποψήφιος για βραβείο Grammy με το κομμάτι “Bullet Train” από το άλμπουμ “Jugulator”. To 2003, ο Rob Halford επέστρεψε στους Judas Priest και ο Matt Barlow, αποχώρησε από τους Iced Earth και κάπως έτσι ο Owens έγινε frontman τους με πρώτο καρπό της συνεργασίας τους, το “The Glorious Burden” του 2004. Οι δρόμοι τους χωρίστηκαν τρία χρόνια αργότερα, το 2007 και στη συνέχεια, το Φεβρουάριο του 2008 ανακοινώθηκε η συνεργασία του με τον Yngwie Malmsteen. To 2009 κυκλοφόρησε και τον πρώτο προσωπικό του δίσκο, με τίτλο “Play My Game”. Αυτή τη στιγμή ηγείται ενός project που τιτλοφορείται Charred Walls of the Damned, η ομώνυμη δουλειά των οποίων κυκλοφόρησε το Φεβρουάριο του 2010.
ALBUM ANNIVERSARY
28 χρόνια πριν, οι Dokken κάνουν τη δεύτερη δισκογραφική τους απόπειρα με το πολύ καλό Tooth and nail. Η δισκογραφική τους, Elektra Records, παρά το γεγονός ότι θεωρεί αποτυχία το ντεμπούτο άλμπουμ του συγκροτήματος και προτίθεται να τους εγκαταλείψει, δίνει τελικά μια δεύτερη ευκαιρία όταν παίρνει την υπόσχεση ότι η συνέχεια θα είναι καλύτερη. Όντως, η μπάντα δουλεύει σκληρά για τρία ολόκληρα χρόνια και δικαιώνεται, με το 1984 να αποδεικνύεται έτος ξεμπλοκαρίσματος των Dokken. Την ίδια χρονιά επίσης παρατηρείται και μια αλλαγή στη σύνθεσή τους, με τον μπασίστα Juan Crousier να αποχωρεί για να ενσωματωθεί στους Ratt και τον Jeff Pilson να τον διαδέχεται. Ο ήχος γίνεται σκληρότερος από πριν, τα κομμάτια έχουν καλύτερη τεχνική και αν σε κάποιον αναλογεί μεγαλύτερο μερίδιο για την αξία του άλμπουμ, αυτός είναι ο George Lynch, που αποδεικνύει το λόγο που θεωρείται ένας από τους καλύτερους κιθαρίστες της εποχής του. Είναι απίστευτα εφευρετικός στις συνθέσεις του, η απόδοση του είναι εξαιρετική και δεν υπάρχει ούτε ένα σολάρισμα του που να μην αξίζει ακρόασης. Μεγάλου ατού του άλμπουμ, είναι η εντυπωσιακή αλληλεπίδραση των δυνατών riff με τα φωνητικά του Don Dokken, η φωνή του οποίου δείχνει σημάδια ωριμότητας από το ξεκίνημα. Τα αρνητικά του Tooth and Nail, έχουν να κάνουν κυρίως με το μπάσο και τα τύμπανα, τα οποία περνούν μάλλον απαρατήρητα μια και η μπάντα έχει εστιάσει στις κιθάρες και τα φωνητικά. Το άλμπουμ έγινε πλατινένιο και έφτασε το νούμερο 49 του Billboard 200 album chart των ΗΠΑ, ενώ μέχρι σήμερα έχει πουλήσει πάνω από τρία εκατομμύρια δίσκους.
Για το RockOverdose.gr: Χαρά Νέτη