ALBUM ANNIVERSARY
Μπορεί να χρειάστηκε μπόλικο καιρό, όμως ο Yngwie Malmsteen, μπόρεσε και έκανε το μεγάλο βήμα, την υπέρβαση, που τον ανέβασε ένα (ίσως και παραπάνω) level πάνω από την μετριότητα που κινούνταν σχεδόν από τις αρχές του ’90. Ο Σουηδός είναι ένα ταλέντο από τα λίγα και οι κυκλοφορίες του ήταν πάντα ποιοτικές, όμως ποτέ δεν είχε κάνει αυτό το κάτι παραπάνω. Το 2008, με το Perpetual Flame ήρθε η μεγάλη ανατροπή όμως και το σημαντικότερο: ήρθε ο Tim "Ripper" Owens πίσω από το μικρόφωνο των Rising Force. Η φωνή των Judas Priest και στη συνέχεια των Iced Earth, έδωσε νέα πνοή στο όλο σκηνικό και μαζί με την προσαρμοστικότητα της φωνής του, ένα μεγαλύτερο φάσμα μουσικών επιλογών στον Malmsteen. Ο ήχος έγινε πιο επιθετικός αφού ο Owens είχε την ικανότητα να αποδώσει το ανάλογο ύφος. Γενικότερα το ταλέντο του Αμερικανού να προσαρμόζει απόλυτα τη φωνή του στις απαιτήσεις κάθε κομματιού και να τα προσεγγίζει με τον κατάλληλο τρόπο μέσα από εξαιρετικές ερμηνείες, είναι ο λόγος που υπερτερεί των προκατόχων του, που συνεργάστηκαν στα άλμπουμ του Malmsteen. Ο τελευταίος από την πλευρά του, δεν αλλάζει τόσο τη φόρμουλα του παρελθόντος, αλλά πιο πολύ της δίνει μια νέα προσέγγιση, βάζοντας και φρέσκες ιδέες. Οι συνθέσεις είναι πιο ολοκληρωμένες και δεν βασίζονται μόνο στα κιθαριστικά μέρη, τα οποία πάντως συνεχίζουν να είναι στο προσκήνιο με ισχυρά riff και σόλο παγκόσμιου βεληνεκούς. Το άλμπουμ έχει κομμάτια τεχνικά, με γερή δομή και ποικιλομορφία, αξιομνημόνευτα και πολύ μελωδικά. Ως μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα, θα μπορούσαμε να αναφέρουμε τα “ Four Horsemen (Of the Apocalypse)”, “Death Dealer”, “Caprici di Diablo” ή το “Magic City” σε φωνητικά του ίδιου του δημιουργού. Ο Derek Sherinian, η δεύτερη σπουδαία άφιξη στα λημέρια του Malmsteen, προσδίδει με τα πλήκτρα του ένα ατμοσφαιρικό background ειδικά στα πιο σκοτεινά τραγούδια του άλμπουμ. Άψογη είναι επίσης και η συνοδεία στα τύμπανα από τον Patrick Johanson, γνωστό από την επί χρόνια συνεργασία του με τους Rising Force.Η παραγωγή είναι καθαρότερη και σίγουρα ανώτερη από τα προηγούμενα άλμπουμ του. Το Perpetual Flame αποτέλεσε μια ευχάριστη έκπληξη για όλους, κυρίως διότι ο Malmsteen φαινόταν αρκετά επαναλαμβανόμενος και αρκετά προβλέψιμος στα μάτια του περισσότερου κόσμου εδώ και αρκετά χρόνια. Η μεγάλη συμβολή σε αυτό ακούει όμως στο όνομα Tim "Ripper" Owens.
Μία από τις πιο συνεπείς μπάντες στην ιστορία της heavy metal, οι Saxon, κυκλοφορούν μια από τις σημαντικότερες δουλειές τους, 22 χρόνια πριν, το Unleash the Beast. Με ήχο απόλυτα επίκαιρο, οι Βρετανοί χωρίς να απαρνούνται το μουσικό τους παρελθόν, διατηρούν στοιχεία της παραδοσιακού ήχου τους και ταυτόχρονα παίρνουν μια πιο heavy, επιθετική κατεύθυνση που τους δίνει έναν αέρα ανανέωσης. Στις τάξεις τους έχουν πλέον τον Doug Scarrat που αντικαθιστά τον Graham Oliver στην κιθάρα, από την οποία βγαίνουν φοβερές μελωδίες. Ο νεοεισελθών, κιθαρίστας, καταφέρνει να δέσει αμέσως με τον έτερο, Paul Quinn, αλλά και να προσφέρει με το «καλημέρα» και στο συνθετικό τομέα, δείχνοντας χωρίς δεύτερη σκέψη πόσο ταιριάζει με την ηχητική προσέγγιση του συγκροτήματος. Εξίσου εντυπωσιακός εκτελεστικά αναδεικνύεται τόσο ο Nigel Glockler που δίνει την απαιτούμενη ορμή στα τύμπανα όσο και ο Nibbs Carter που τονίζει άψογα με το μπάσο του το τελικό αποτέλεσμα. Η σύνθεση των κομματιών, ομαδική δουλειά όλων των μελών, απομακρύνεται από τα τετριμμένα των τελευταίων άλμπουμ κάτι που αντιλαμβάνεται κανείς από το εναρκτήριο ομώνυμο κομμάτι του άλμπουμ, το οποίο είναι heavy σε πρωτόγνωρα μεγάλο βαθμό για τους Saxon όπως τους ξέραμε ως τότε. Όλα τα όργανα είναι ευδιάκριτα χάρη στην καταπληκτική παραγωγή του Kalle Trap. Ο δίσκος αποτελείται από άριστες, ώριμες συνθέσεις που αποδεικνύουν ότι το συγκρότημα διατηρεί ανέπαφη την ταυτότητα, αφού είναι 100% Saxon. Ο Biff Byford, με φωνητικά ιδιαίτερα ποικιλόμορφα, ακούγεται ίσως καλύτερος από ποτέ. Με το εξαιρετικό “Unleash the beast” αρχίζει ένα ακόμα κεφάλαιο γραμμένο με χρυσά γράμματα στην πορεία των Saxon, αφού με γνώμονα αυτό ακολουθούν μερικές εξίσου πολύ καλές κυκλοφορίες.
A STAR IS BORN
Μια ιδιαίτερη φωνή, που ξεχώρισε για τη δύναμη και την τραχύτητα της, στα 45 χρόνια πορεία της, ο τραγουδιστής των Nazareth, Dan McCafferty, γίνεται σήμερα 73 ετών. Γεννήθηκε στο Dunfermline της Σκωτίας και μεγάλωσε έχοντας έντονα ακούσματα από πρώιμη rock n’ roll και blues, που τον επηρέασαν σε τεράστιο βαθμό, ενώ οι φωνές που θαύμαζε ιδιαίτερα, ήταν αυτές των Little Richard, Elvis Presley, Chuck Berry και Otis Redding. Ξεκίνησε την καριέρα του στο τραγούδι, έφηβος ακόμη, όταν στις αρχές της δεκαετίας του ’60, συμμετείχε στους Shadettes, που το 1968, μετονομάστηκαν σε Nazareth. Δεν υπάρχει καμία κυκλοφορία της μπάντας, που να μην σφραγίζεται με τη φωνή του, αφού αυτή κατάφερε να ταιριάξει απόλυτα με το hard rock blues στυλ της μουσικής τους. Πέρα από τις ερμηνείες του έχει συνδράμει και σε συνθετικό επίπεδο, έχοντας στο ενεργητικό του τη σύνθεση μερικών από τις μεγαλύτερες επιτυχίες τους. Για περισσότερα από 40 χρόνια, υπήρξε μαζί με τον μπασίστα, Pete Agnew, η καρδιά και η ψυχή των Nazareth. Δυστυχώς όμως, ο βετεράνος τραγουδιστής, αναγκάστηκε στα τέλη του περασμένου Αυγούστου, να ανακοινώσει την αποχώρηση του από το συγκρότημα, λόγω προβλημάτων υγείας. Συγκεκριμένα, προηγήθηκαν δύο περιστατικά, όταν ενώ βρισκόταν επί σκηνής, σε Ελβετία και Καναδά, κατέρρευσε, τροφοδοτώντας φήμες πως υπέστη εγκεφαλικά επεισόδια. Ο ίδιος όμως με δηλώσεις του, διέψευσε τα δημοσιεύματα, διευκρινίζοντας πως έπασχε από Χρόνια Αποφρακτική Πνευμονοπάθεια, που χειροτέρεψε τον τελευταίο καιρό και που ξαφνικά τον εμπόδιζε να αναπνεύσει. Προκειμένου λοιπόν, να μην στέκεται εμπόδιο στην μπάντα, αποφάσισε να παραιτηθεί απ’ αυτήν, όχι όμως κι από την μουσική βιομηχανία γενικότερα, τονίζοντας πως θα μπορούσε να ηχογραφήσει ξανά μουσική, είτε με τους Nazareth είτε ως σόλο καλλιτέχνης. Άλλωστε, ο McCafferty, έχει ήδη δύο προσωπικές δουλειές στο βιογραφικό του, μία το 1975 και μία το 1987.