Η πρώτη ζωντανή εμφάνιση σχήματος από το εξωτερικό μετά από αιώνες θα γινόταν πραγματικότητα και παρά το γεγονός ότι πολλοί από εμάς πασχίζαμε να το συνειδητοποιήσουμε, η δίψα του κόσμου θα έφερνε αβλεπί sold out, παρά το αβέβαιο των καιρών που ζούμε.
Ξεμαθημένοι πλέον από τέτοιες καταστάσεις, δεν είδαμε ποτέ να έρχεται τη noise rock κατραπακιά, που μας επιφύλασσαν οι εντόπιοι Hau. Το ντουέτο μέσα από ξεχαρβαλωμένες κιθάρες και άτακτες ηλεκτρονικές επιθέσεις όρισε το “noise, το καλό” και έγραψε φαρδιά πλατιά το όνομα του στη φετινή “to check” λίστα μας.
Συνέχεια με τους βερολινέζους Plattenbau, οι οποίοι βγήκαν κατευθείαν από τη μεγάλη του darkwave σχολή της γερμανικής πρωτεύουσας. Μπάσο “αλφαδιά”, synths και μπλιμπλίκια που τρύπωναν παντού και μια φωνή που χρωστάει πολλά σε Rozz Williams και Peter Murphy: τα παραπάνω στέκονται άνετα ως σύντομη και περιεκτική περιγραφή της μουσικής τους πρότασης. Στηριζόμενοι περισσότερο σε χαμηλές ταχύτητες και ατμόσφαιρα, παρά σε προφανείς χορευτικές καταστάσεις, έστρωσαν άψογα το κόκκινο χαλί για τους υψηλούς προσκεκλημένους της βραδιάς.
A Place To Bury Strangers λοιπόν, και αυτή η βερζιόν του συγκροτήματος είναι ένα Εντελώς Διαφορετικό Κτήνος (υπογραμμίστε αυτό το τελευταίο) ζωντανά. Ξεχάστε ό,τι ξέρατε, το βράδυ του Σαββάτου το τρίο από τη Νέα Υόρκη δεν είχε καμία απολύτως σχέση με αυτό που ακούτε στο δίσκο.
Επί σκηνής εμφανίστηκε μια βαρβαρική, φουλ του noise εκδοχή του σχήματος, 100 επίπεδα πάνω από τις γνωστές ηχογραφήσεις τους. Οι εκκωφαντικές κιθάρες του Oliver Ackermann άλλοτε αντηχούσαν για δυο βδομάδες, επιπλέοντας πάνω σε τόνους delay, άλλοτε “έσπαγαν” υπό την επήρρεια διάφορων εφέ και άλλοτε απλά ξερνούσαν αγνό θόρυβο στα ανυποψίαστα αυτιά μας. Τα τύμπανα της Sandra Fedowitz συνεπικουρούσαν την ολομέτωπη επίθεση, με τα bpm σηκωμένα, τα χτυπήματα βάναυσα και την ένταση τους τσιτωμένη. Όλα αυτά από το πρώτο δευτερόλεπτο. Ο John Fedowitz ελαφρώς πνιγμένος στη μίξη -υποθέτω σκόπιμα- έδενε το γλυκό, κερνώντας τίμια fuzz-αριστή μπασαδούρα.
Απόλυτο highlight της εμφάνισης τους, όταν κατέβηκαν από τη σκηνή και έπαιξαν ανάμεσα μας, επιδιδόμενοι σε ένα σχιζοειδές, θορυβώδες tribal jam, που έφερε το κοινό γύρω από τη μπάντα και θύμισε γνήσιες DIY καταστάσεις.
Και αφού κόσμος και συγκρότημα γίναν ένα, οι νεουορκέζοι επέστρεψαν στο σανίδι, για να ολοκληρώσουν την ισοπέδωση. Το δε, κλείσιμο με το “Deeper” υπήρξε το μουσικό αποκορύφωμα, με τη Sandra Fedowitz να έχει φέρει μέρος του kit της στο κέντρο της σκηνής και το συγκρότημα αφηνιασμένο, να παίζει δίχως αύριο.
Κιθάρες έσπασαν, ενισχυτές σηκώθηκαν στον αέρα, αυτιά κακοποιήθηκαν, κοινό και μπάντα έγιναν ένα. Γνήσιες rock n roll καταστάσεις που έτσι κι αλλιώς δε συναντάς κάθε μέρα, αλλά τις χρειαζόμασταν τώρα περισσότερο από κάθε άλλη φορά.
Φωτό: Αλέκος Καταστρόφος (https://www.instagram.com/alexandros_kat/)