Δίχως αμφιβολία, η παρθενική εμφάνιση των Baroness στην Αθήνα αναμενόταν με μεγάλη ανυπομονησία από σημαντική μερίδα κόσμου. Θα ήταν άλλωστε η πρώτη φορά σε δεκαπέντε χρόνια σταδιοδρομίας, που θα παρουσίαζαν τη μουσική τους ενώπιον του ελληνικού κοινού. Δεκαπέντε χρόνια διόλου αναίμακτα, καθώς πέρα από τις γνωστές ατραπούς της μουσικής βιομηχανίας, το σχήμα έπρεπε να ξεπεράσει κι εκείνο το τραγικό αυτοκινητιστικό ατύχημα του 2012, που απείλησε τις ζωές των μελών του κι έθεσε το μέλλον του εν αμφιβόλω. Σήμερα, αναγεννημένοι και ευρισκόμενοι στην πιο ώριμη φάση της καριέρας τους με την κυκλοφορία του φετινού “Gold & Grey", το μονοπάτι τους επιτέλους θα συναντιόταν με το δικό μας στο σταυροδρόμι της οδού Λιοσίων 205.
Πριν το μεγάλο αντάμωμα, προηγήθηκε η τυπική χειραψία με τους Αθηναίους Breath After Coma. Το ευτύχημα με αυτό το συγκρότημα είναι ότι δε μπορείς να εντοπίσεις ακριβώς κι ούτε να περιγράψεις με δυο λέξεις αυτό που παίζουν. Το heavy rock/stoner μοιάζει να είναι ένα κάποιο σημείο αναφοράς, ο ήχος τους όμως είναι πολύ “δαντελωτός” για να τον χαρακτηρίσεις αψήφιστα έτσι. Ταυτόχρονα και πιο πολυσυλλεκτικός, μιας και μπορεί να συγκεράζει την προσβασιμότητα του alternative, τη γκρούβα του nu metal, την punk rock μελωδικότητα και την αυθάδεια των Queens Of The Stone Age, καταλήγοντας σε ένα ιδιαίτερα θελκτικό μείγμα. Ο στρατηγικός συνδιασμός μιας “καθαρής” και μια “βρώμικης” κιθάρας κέρδισε τη μάχη, ενώ παράλληλα και η gritty μελωδική φωνή του Ορέστη Τέντζερη βοήθησε τα μέγιστα στην ανάδειξη των συνθέσεων.
Δεδομένου του ότι δεν είχαμε κάποιο πρότερο δείγμα γραφής από τους Baroness, δε γνωρίζω αν η έναρξη με το “A Horse Called Golgotha” -από το κατά γενική ομολογία αριστούργημα τους “Blue Record”- θα έπρεπε να εκληφθεί ως έκπληξη, σε κάθε περίπτωση το κοινό το υποδέχθηκε με τεράστιο ενθουσιασμό, προιδεάζοντας από πολύ νωρίς για το κλίμα της βραδιάς. Η συνέχεια με το “March To The Sea” -από το αμφιλεγόμενο, αλλά μάλλον δικαιωμένο από τον χρόνο “Yellow & Green”- δούλεψε εξαιρετικά προς την κατεύθυνση της έντασης του παραπάνω ενθουσιασμού.
Ο κύκλος των κομματιών από το φετινό “Gold & Grey” έμελλε να ανοίξει αμέσως μετά, με τα “Borderlines” και “Seasons”, τα οποία αντιμετωπίστηκαν από τον κόσμο με ανάλογη θέρμη, δείγμα του πόσο έχει αγκαλιάσει το ελληνικό κοινό το συγκεκριμένο άλμπουμ.
Οι Baroness από τη μεριά τους, δια στόματος John Baizley δε σταμάτησαν να μας ευχαριστούν ανάμεσα στα κομμάτια, για την υποδοχή που τους επιφυλάξαμε και υποσχέθηκε ότι για την επόμενη φορά δε θα χρειαστεί να περάσουν άλλα 15 χρόνια. Υποδοχή, που δόθηκε απλόχερα, αλλά σε καμία περίπτωση δε χαρίστηκε, καθώς το συγκρότημα “φύσαγε” στη σκηνή από το πρώτο δευτερόλεπτο.
Τέτοιο συνδυασμό εκτελεστικής αρτιότητας, δεσίματος, ψυχής και σκηνικής παρουσίας σπάνια συναντάει κανείς και φυσικά αποτελεί έναν από τους κύριους λόγους, που η μπάντα αυτή έχει καθιερωθεί στη metal αφρόκρεμα.
Οι κιθάρες μπορεί να μην ισοπέδωναν, μιας και είχε γίνει σκόπιμα η επιλογή να βρίσκονται ελαφρώς πίσω από τα φωνητικά και το rhythm section, σίγουρα όμως “κεντούσαν” και ειδικά στις δισολίες Baizley/Gleason ακτινοβολούσαν ηχητικό οργασμό. Ο jazz-ίστας Nick Jost -που εκ των πραγμάτων είχε αποκτήσει πρωταγωνιστικό ρόλο- προκαλούσε σεβασμό τόσο με το αψεγάδιαστό παίξιμο, όσο και τις εμπνευσμένες μπασογραμμές του, ενώ η “περίπτωση” Sebastian Thomson έβλεπε το drumkit του σαν μια τεράστια παιδική χαρά, όπου μπορούσε να βγάλει με άνεση όλα τα γούστα του.
Ειδική μνεία θα πρέπει να γίνει στον τομέα των φωνητικών και συγκεκριμένα στις διφωνίες του John με τη Gina, οι οποίες -αν και τραγουδισμένες ελαφρώς χαμηλότερα από ότι στο δίσκο- ακούγονταν τεράστιες. Ο τρόπος που αλληλοσυμπληρώνουν η μία την άλλη αυτές οι δύο φωνές, ακόμα κι αυτό το ελαφρό φάλτσο που βγάζουν, πραγματικά σε καθηλώνει.
Δεν αποτέλεσε επομένως έκπληξη το πόσο υπέροχο ακούστηκε το intro του “Tourniquet” ή το “Eula”, που αποτέλεσε εκ των κορυφαίων στιγμών και με μαζική συμμετοχή από το κοινό. Στο ίδιο ύψος στάθηκε και η “μωβ” διπλέτα που πρώτα μας συγκίνησε με το “If I Have to Wake Up (Would You Stop The Rain)” και κατόπιν μας ξεσήκωσε με το “Shock Me”.
Στο encore, αφού ξανατιμήθηκαν τα δεκάχρονα του “Blue Record” με μια απολαυστική εκτέλεση του “The Sweetest Curse”, η αποθέωση χτύπησε “Κόκκινο” στο “Isak”, με τις ιαχές του κοινού στο solo να είναι πραγματικά βγαλμένες από άλλες εποχές. Το οριστικό “αντίο” έφθασε με το ό,τι-πιο-κοντά-σε-hit “Take My Bones Away”, με το ρεφρέν του να είναι τραγουδισμένο από άκρη σε άκρη του Gagarin και τη Gina Gleason να βάζει το κερασάκι στην τούρτα με ένα τολμηρότατο stage dive.
Το κλισέ “άξιζε η αναμονή τόσων ετών” εδώ βρίσκει την απόλυτη εφαρμογή του, μιας και οι Baroness κατήγαγαν μια εκπληκτική εμφάνιση, με όλους τους επιμέρους τομείς της να αγγίζουν το άριστο, είτε πρόκειται για ζητήματα εκτελεστικής απόδοσης της μπάντας, είτε διάθεσης, είτε ήχου, είτε σκηνικής παρουσίας. Οι αστέρες ευθυγραμμίστηκαν και παρακολουθήσαμε μια μοναδική συναυλία, που οπωσδήποτε βάζει υποψηφιότητα για μία εκ των κορυφαίων της σεζόν και δεδομένης της συγκυρίας της “πρώτης φοράς” δεν αποκλείεται να καταγραφεί και ως ιστορική.
Ευλογημένοι όσοι ήμασταν εκεί.
Για το Rockoverdose,
Δημήτρης Σούρσος
Φωτογραφίες: Αλέκος Καταστρόφος