Οι Νορβηγοί Leprous μας απασχολούν για τα καλά την τελευταία δεκαετία, έχοντας πλέον καθιερωθεί ως μία από τις ηγέτιδες δυνάμεις του σύγχρονου prog metal. Οι εμφανίσεις τους στη χώρα μας γίνονται όλο και πυκνότερες, με πιο πρόσφατη την περσινή ως support στους Slayer, στο Athens Rocks. Το επιτυχημένο περσινό "Pitfalls" τους βρήκε να εξερευνούν νέους δρόμους και ταυτόχρονα αποτέλεσε την ιδανική αφορμή για να τους ξαναδούμε από τα μέρη μας το περασμένο Σάββατο.
Όταν εισήλθα στα ενδότερα του Fuzz Live Music Club οι Klone μόλις είχαν ανέβει στη σκηνή. Δε μου πήρε πολύ για να διαπιστώσω ότι οι Γάλλοι έχουν απαρνηθεί εντελώς τον τεχνικό χαρακτήρα των πρώιμων ημερών τους και πλέον παίζουν δυνατά τα ρέστα τους στον πιο ατμοσφαιρικό neo-prog ήχο. Η εξαιρετικά κοντρολαρισμένη και ιδιαίτερα μελωδική φωνή του Yann Ligner φάνταζε ιδανικό ταίρι στα πανέμορφα ηχοτοπία που εξύφαιναν οι κιθάρες των Guillaume Bernard και Aldrick Guadagnino, τα οποία σε στιγμές άγγιζαν οριακά το shoegaze. Κάποιος θα μπορούσε εύστοχα να παρατηρήσει, ότι η έλλειψη πιο τεχνικών στοιχείων καθιστά την πρόταση τους κάπως μονότονη σε ζωντανό περιβάλλον. Ο αντίλογος θέλει τις συνθέσεις τους να είναι φοβερά καλογραμμένες και τα πιο αργά σημεία, που έκλειναν το μάτι στους late period Katatonia να κάνουν τη δουλειά όσο χρειάζεται, ώστε κανείς να μην πλήξει. Το θερμό χειροκρότημα στο τέλος τους set τους, μάλλον καταδεικνύει το προς τα που έκλινε η ετυμηγορία του κοινού.
Όπως ειλικρινώς εξομολογήθηκε ανάμεσα στα κομμάτια ο Einar Solberg, δύο πράγματα έχουν συμβεί από την τελευταία φορά που μας επισκέφθηκαν οι Leprous: Πρώτον, κυκλοφόρησαν καινούριο άλμπουμ και δεύτερον, ο frontman των Νορβηγών ξεκίνησε να μιλάει κανονικά στο κοινό, πέραν των τυπικών “ευχαριστώ”.
Αφήνοντας στην άκρη την αστεϊστικη διάσταση μιας τέτοιας εξομολόγησης, οι δύο παραπάνω παράγοντες επέδρασαν καταλυτικά στην εμφάνιση των Νορβηγών. Αρχικά όπλισαν τη φαρέτρα τους με μερικές ακόμα κορυφαίες συνθέσεις και σε δεύτερο επίπεδο άρχισαν να ισχυροποιούν τους δεσμούς τους με τον κόσμο που τους ακολουθεί. Κρατήστε αυτό το δεύτερο, διότι όσον αφορά τη συγκεκριμένη εμφάνιση έπαιξε το ρόλο του.
Τα δύο πρώτα φρέσκα “βέλη” μας χτύπησαν νωρίς νωρίς, με το εξαιρετικό “Below” να λειτουργεί ως ιδανικό opener και το uptempo “I Lose Hope”, που πήρε τη σκυτάλη να μη χάνει σε momentum, παρά τον σχετικά πιο ανάλαφρο χαρακτήρα του. Οι πρώτες νότες του “Stuck” έφεραν ένα μικρό πανζουρλισμό από κάτω, ενώ η βουτιά στο μακρινό πλέον “Coal” με την εννιάλεπτη prog τελειότητα του “The Valley” και τη δυσοίωνη αύρα του “Foe” μας έβαλε ακόμα πιο γερά στο κόλπο. Συνέχεια με το “The Flood”, μία ακόμα σύνθεση-σταθμό. Η σπαρακτική ερμηνεία του Einar μπροστά από το συγκοπτόμενο riff εκεί στη μέση του κομματιού, η αγνή ψυχεδέλεια στις κιθάρες που ακολουθεί, το ξέσπασμα στο τέλος, κάθε φορά με στέλνουν. Ζωντανά, η εμπειρία μπορεί να γίνει μόνο πιο έντονη.
Στο τελευταίο αυτό παράρτημα, βοήθησε τα μέγιστα το γεγονός ότι πλέον όλα τα μέλη των Leprous παίζουν keyboards, με δύο τουλάχιστον άτομα να τα χειρίζονται ταυτόχρονα στο ίδιο τραγούδι. Η ατμόσφαιρα έτσι γινόταν σαφώς πιο επιβλητική, ενώ το cello του Raph Weinroth-Browne, ο οποίος έκανε την εμφάνιση του σε κρίσιμα σημεία της συναυλίας, “πλούτιζε” τις συνθέσεις κι αναδείκνυε την αυθεντικότητα του συναισθήματος. Ο Baard Kolstad στα τύμπανα χάζεψε ακόμα μία φορά κόσμο και κοσμάκη με τις ικανότητες του και απέδειξε γιατί συγκαταλέγεται μεταξύ των κορυφαίων σύγχρονων drummer στο metal, ενώ τα πολυεργαλεία Tor Oddmund Suhrke, Simen Daniel Børven & Robin Ognedal σε στιγμές θύμιζαν μικρογραφία των The Dillinger Escape Plan, με όλα αυτά τα απαιτητικά μέρη που εκτελούσαν, ενώ ταυτόχρονα αλώνιζαν τη σκηνή από άκρη σε άκρη.
Κι αφού λοιπόν οι παραπάνω κύριοι μας έχουν βυθίσει στα τάρταρα, τείνουν χείρα βοηθείας με το γεννημένο hit “From The Flame” για να μας ξεσηκώσουν κι εν συνεχεία να μας παραδώσουν αρτιμελείς στα άλλα δύο κομμάτια από το περσινό “Pitfalls”, το ταξιδιάρικο “Observe The Train” με τα πολυφωνικά φωνητικά του σε πρώτο πλα΄άνο και το μικρό σε χρόνο, απλό σε δομή, αλλά θαυματουργό “Alleviate”, μιας και κατάφερε να παρασύρει ένα ολόκληρο Fuzz να συνοδεύσει στη φωνή τον Einar. Το “The Cloak” χρησιμοποιήθηκε ως έξυπνη σφήνα ανάμεσα στην “Pitfalls” τριπλέτα, η οποία θα ολοκληρωνόταν με ίσως την κορυφαία σύνθεση του, το “Distant Bells”. Η ερμηνεία του Einar για ακόμα μια φορά συναρπάζει, το “ζωντανό” τσέλο εντείνει το συναίσθημα, ενώ το ξέσπασμα στο τέλος με τις δεύτερες φωνές να εξελίσσονται σε άτυπους πρωταγωνιστές, κορυφώνει με απαράμμιλο τρόπο ένα ήδη κλασικό κομμάτι και κλείνει το κυρίως set των Νορβηγών αριστουργηματικά.
Πριν καν προλάβουμε να τους ζητήσουμε, θα ήταν και πάλι μπροστά μας για το καθιερωμένο encore, για το οποίο μας είχαν καταρχήν φυλάξει το “The Price”, που το υποδειγματικό του groove το καθιστά ιδανική επιλογή για καταστάσεις “παράτασης”. Δυστυχώς, ο υπερβολικός ζήλος του Einar Solberg παραλίγο να του στοιχίσει, καθώς σε μια περπατησιά του προς το μπροστινό μέρος της σκηνής παραπάτησε και έπεσε άσχημα στο κενό ανάμεσα σε κόσμο και σκηνή. Για καλή του τύχη, σηκώθηκε χωρίς γρατζουνιά. Ξανανέβηκε λοιπόν, χωρίς καθυστέρηση επάνω στη σκηνή, ώστε να προλάβει να τραγουδήσει την επόμενη στροφή, αυτή τη φορά από το μικρόφωνο που ήταν τοποθετημένο μπροστά στα πλήκτρα, γνωρίζοντας και τη σχετική αποθεώση με το τέλος του τραγουδιού.
Χωρίς να πτοηθούν από το παραπάνω ατυχές περιστατικό, μπαίνουν ολοταχώς στο τελευταίο προγραμματισμένο κομμάτι για τη βραδιά, το “The Sky Is Red”, πράγμα που σήμαινε πως είχαμε μπροστά μας άλλα έντεκα λεπτά συναυλίας! Καθόλου άσχημα για encore, δε νομίζετε;
Το djent-οειδές outro του, απελευθερώνει τους Νορβηγούς, οι οποίοι αφηνιάζουν πραγματικά και επιδίδονται σε ενα επιληπτικό ξέσπασμα. Η έκλυση ενέργειας σαρωτική. Αυτό ήταν, τα έχουν δώσει όλα. Υποκλίνονται εμπρός σε ένα κατάμεστο Fuzz, που πρώτη φορά τους αποθεώνει με τέτοια ένταση. Ευχαριστούν το κοινό και αποχωρούν ένας-ένας προς τα καμαρίνια.
Οι επευφημίες από τον κόσμο όχι μόνο δε σταματούν, αλλά γιγαντώνονται. Οι Leprous το εκτιμούν κι επανέρχονται, αυτή τη φορά για ένα encore αυθεντικό, εκτός προγράμματος. Ο Kolstad κοιτάζει τον Solberg με απορία, μιας και δεν υπάρχει καμία πρότερη συνεννόηση ως προς το τι θα παίξουν. Ξαφνικά, από μια γωνία του Fuzz ακούγεται επίμονα η συντονισμένη ιαχή “Slave”, λύνοντας τα χέρια των Νορβηγών και προσφέροντας μας ακόμα επτά λεπτά prog κατάνυξης.
Οι σκηνές που ακολούθησαν το τέλος του live, δεν περιγράφονται στην πραγματική τους διάσταση με λόγια. Ο Kolstad να αφήνεται στην κυριολεξία στα χέρια του κοινού, κάνοντας crowdsurfing το μισό Fuzz και προκαλώντας ανοιχτά τους bandmates του, να τον ακολουθήσουν. Το βορειοευρωπαικό αίμα τους δεν τους επιτρέπει να δεχθούν τη συγκεκριμένη πρόκληση, αλλά οι ευχαριστίες τους προς τους παρευρισκόμενους στάθηκαν ειλικρινέστατες. Θριαμβευτικά έληξε λοιπόν, η καλύτερη ως τώρα συναυλία των Leprous στην Αθήνα· όχι αναγκαστικά γιατί τούτη τη φορά είχαν ανώτερη απόδοση -άλλωστε πάντα εκτελεστικά είναι ασύλληπτοι-, αλλά διότι αναπτύχθηκε αυτή η σπάνια συνέργεια κοινού και performer, που όταν επιτυγχάνεται, θαυμαστά πράγματα συμβαίνουν. Και το Σάββατο το βράδυ, συνέβησαν στο μέγιστο βαθμό.
Για το Rock overdose,
Δημήτρης Σούρσος
Φωτογραφίες: Alekos Kat. (https://www.instagram.com/alexandros_kat/)