Απλά και μόνο στο άκουσμα του ονόματος Wire σε καταλαμβάνει δέος, μπροστά στα μουσικά επιτεύγματα και την επιδραστικότητα της θρυλικής βρετανικής τετράδας. Σε τέτοιες περιστάσεις το “δέος” επακόλουθα μετατρέπεται σε “χρέος” και η παρουσία στην εμφάνιση τους στο Temple εκ των ων ουκ άνευ.
Η αρχή γίνεται τσιτωμένα με τους Rita Moss. Το οργανικό μέρος (μπάσο/τύμπανα) βάζει το “rock”, τα εφέ και λοιπά παρελκόμενα εξ αριστερών και εκ δεξιών βάζουν το “noise” κι όλο αυτό καταλήγει ένα πολυσυλλεκτικό θορυβώδες πράγμα, που μάλλον θα το αδικούσα αν απλά σημείωνα ότι εντοπίζω αναφορές που ξεκινούν από Unsane, περνάνε σε Swans και καταλήγουν σε Fantomas. Όχι για όλα τα αυτιά, αλλά ξεσηκωτικοί το δίχως άλλο.
Συνέχεια με το δίδυμο των Hand & Leg και μια εκδοχή του post punk, που εξιτάρει. Η όλη δύναμη του συγκεκριμένου σχήματος βρίσκεται στην απλότητα των συνθέσεων τους και στην ατμόσφαιρα που αβίαστα αποπνέουν. Βασικοί ρυθμοί, riffs που με το ζόρι έφταναν στην τρίτη νότα κι έξυπνα μοιρασμένα φωνητικά ανάμεσα στα δύο μέλη του συγκροτήματος είναι τα κύρια κομμάτια που αποτελούν το παζλ των Hand & Leg. Όσο βαρετά κι αν ενδεχομένως διαβάζονται στην οθόνη σας, τόσο συναρπαστικά αποδίδονται επί σκηνής. Μεγάλο όπλο τους επίσης, ο γεμάτος ήχος που κατάφεραν να βγάλουν, με την εκκωφαντική παραμόρφωση του μπάσου να αγγίζει -χωρίς καμία υπερβολή- επίπεδα Electric Wizard.
Παρότι στην αρχή της βραδιάς η προσέλευση ήταν αποκαρδιωτική, την ώρα που οι Wire ανέβηκαν στη σκηνή δεν έπεφτε καρφίτσα. Πανηγυρικό το sold out λοιπόν, όχι τόσο πανηγυρική η έναρξη του live, μιας και κατά την προσφιλή του συνήθεια το συγκρότημα επέλεξε να ξεκινήσει με δύο ολοκαίνουριες συνθέσεις (“Be Like Them”, “Mindhive”), που αναμένεται να βρουν με κάποια μορφή το δρόμο τους για το επόμενο άλμπουμ του σχήματος.
Σχεδόν 43 χρόνια καριέρας είναι δύσκολο να χωρέσουν σε μιάμιση ώρα συναυλίας, αλλά οι θρυλικοί βρετανοί έκαναν συγκινητική προσπάθεια να παίξουν υλικό από όσες περισσότερες κυκλοφορίες τους γίνεται, προσπαθώντας παράλληλα να κρατήσουν ισορροπία ανάμεσα στην σεπτή κληρονομιά τους και το ζωτικό παρόν τους.
Η αρχή έγινε με το “Three Girl Rhumba” από το εμβληματικό ντεμπούτο τους και στη συνέχεια περάσαμε από εννέα δισκογραφήματα (δέκα αν μετρήσεις και εκείνο που αναμένεται), με μια ελαφριά έμφαση να δίνεται στο “The Ideal Copy”, το οποίο εκπροσωπήθηκε με τρία κομμάτια (“Ahead”, “Advantage In Height”, “Over Theirs”). Πολλές από τις παλαιότερες συνθέσεις αποδίδονταν με διαφορετικό τρόπο, είτε αυτό αφορούσε το ρυθμό ή την ταχύτητα, είτε τα κουρδίσματα, ή ακόμα και τα φωνητικά, αντικατοπτρίζοντας τη σημερινή ματιά των Wire πάνω στο συγκεκριμένο υλικό.
Με εξαίρεση τον μπασίστα Graham Lewis, που το λέει ακόμα η καρδιά του, οι υπόλοιποι έμοιαζαν κάπως στατικοί επάνω στη σκηνή. Σε κάθε περίπτωση, η άψογη εκτέλεση των συνθέσεων δεν άφηνε περιθώρια για αμφισβήτηση. Το rhythm section αλάνθαστο, οι κιθάρες πεντακάθαρες, μόνο η φωνή του Colin Newman έμοιαζε να είναι χαμηλά στη μίξη και ορισμένες στιγμές χανόταν. Ασήμαντο πταίσμα, τη στιγμή που μιλάμε για εκπληκτική συναυλία, που μας πέρασε από μια πανδαισία ήχων (post punk, new wave, indie rock και δε συμμαζεύεται) και διαθέσεων για να κλείσει με τον ιδανικότερο τρόπο: Απλά punk, με την έκλυση αδρεναλίνης των “Two People In A Room” και “12XU”.
Δεδομένης της ηλικίας τους και των αραιών επισκέψεων τους στη χώρα μας, ίσως να ήταν και η τελευταία ευκαρία να τους παρακολουθήσουμε από κοντά. Τυχεροί όσοι την άδραξαν. Οι Wire χωρίς τέτοιες σκοτούρες, κατέδειξαν ότι παραμένουν αγέραστοι, διαχρονικοί και πάνω από όλα με λόγο ύπαρξης ακόμα και σήμερα.
Για το Rock Overdose,
Δημήτρης Σούρσος
Φωτογραφίες: Καταστρόφος Αλέκος