Στο αφιέρωμα αυτό θα διηγηθούμε μία από τις πιό όμορφες ιστορίες, ενός εκ των σημαντικότερων (και καλύτερων αν θέλετε) συγκροτημάτων που πάτησαν ποτέ το πόδι τους στον πλανήτη μας και ομόρφυναν με πολύ ξεχωριστό τρόπο τις ζωές των οπαδών, ειδικά κατά την εφηβεία των περισσότερων. Οι αγαπημένοι πολύ κόσμου Metal Church ξεκινάνε την ιστορία τους το 1980 στο San Francisco της California, όταν ο κιθαρίστας Kurdt Vanderhoof σχηματίζει μία πρώιμη μορφή τους με άγνωστους μουσικούς, ενώ από τις διάφορες συνθέσεις, πέρασε για ένα πολύ μικρό διάστημα και ο Lars Ulrich. Eκεί μέσα στο 1981 ηχογράφησαν ένα demo τριών κομματιών με τίτλο ''Red Skies'', στο οποίο εκτός του Vanderhoof, συμμετείχαν ο κιθαρίστας Rick Condrin, ο μπασίστας Steve Hott και ο ντράμερ Aaron Zimpel. Την ίδια χρονιά ο Vanderhoof μετακομίζει στην πατρίδα του, το Aberdeen της Washington. Εκεί σχηματίζει το νέο συγκρότημα Shrapnel, με τους Craig Wells (κιθάρες), Duke Arrington (μπάσο), Tom Weber (τύμπανα) και Mike Murphy (φωνητικά). O Murphy έφυγε πριν το επόμενο demo ''Hitman'' το 1982, το οποίο ηχογραφήθηκε χωρίς φωνητικά και μετά από το οποίο έφυγε σύντομα και ο Weber. Με τις προσθήκες του Kirk Arrington στα τύμπανα και του τραγουδιστή David Wayne, η κλασσική σύνθεση ολοκληρώθηκε, με την οποία ηχογραφήθηκε το demo ''Four Hymns'' και αφοσιώθηκαν στο να περιοδεύουν και να συλλέγουν υλικό, ενώ το όνομα Metal Church επέστρεψε επί μονίμου βάσεως το 1983. Το όνομα του συγκροτήματος οφείλεται στο παρατσούκλι του διαμερίσματος του Vanderhoof στο San Francisco. Το κομμάτι ''Death Wish'' συμπεριλήφθηκε στην συλλογή ''Northwest Metalfest''.
To 1984 είναι η μεγάλη χρονιά τους, καθώς κυκλοφορεί το πρώτο ομότιτλο άλμπουμ τους. Ένας κλασσικός δίσκος τον οποίο στην αρχή κυκλοφόρησαν ανεξάρτητα από την Ground Zero, πουλώντας 70.000 αντίτυπα, πριν υπογράψουν στην Elektra. Σύμφωνα με μαρτυρίες του David Wayne, αυτοί που πίεσαν την Elektra να τους υπογράψει πριν το κάνει άλλη εταιρεία, ήταν οι James Hetfield και Lars Ulrich. Το ''Metal Church'' είναι ένα από τα άλμπουμ που θεμελίωσαν τον Αμερικάνικο κλασσικό μεταλλικό ήχο, ενώ κατάφερναν να γεφυρώσουν με ένα πολύ όμορφο τρόπο τον κλασσικό ήχο με power και speed στοιχεία, πράγμα που τους κάνει να αναφέρονται και βασική επιρροή για μετέπειτα thrash συγκροτήματα. Ένας δίσκος που ανοίγει με το τιτάνιο ''Beyond The Black'', κομμάτι που σφυρίζει κατευθείαν στις καρδιές των οπαδών, κομμάτι για το οποίο ο Warrel Dane (Sanctuary/Nevermore) έλεγε ότι ήθελε σαν τρελλός να το διασκευάσει. Το άψογο ριφφ του ομότιτλου κομματιού είναι ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα της μεταλλικής ιστορίας, ενώ άψογα μεταξύ ίσων είναι τα ''Gods Of Wrath'' και ''Hitman'', με το ορχηστρικό ''Merciless Onslaught'' να το ακούνε μετέπειτα thrash μπάντες και να προσκυνάνε, και με το δίσκο να κλείνει με μία φοβερή τσιτωμένη διασκευάρα του ''Highway Star'' των Deep Purple. Στις αρχικές κόπιες στην Ευρώπη υπήρχε η demo έκδοση του κομματιού ''Big Guns''.
Ο δίσκος παίρνει από νωρίς την αξία που πρέπει και τους δίνει την ώθηση να βγάλουν δεύτερο συνεχόμενο καταπληκτικό δίσκο. Το ''Τhe Dark'' κυκλοφόρησε στις 6 Οκτωβρίου του 1986 και τους βρίσκει ωριμότερους συνθετικά, ενώ ο David Wayne όσο εντυπωσιακός ηχούσε στο ομότιτλο ντεμπούτο, άλλο τόσο καθηλωτικός είναι εδώ, με ερμηνείες και τσιρίδες πέρα από κάθε φαντασία. Εξαίρετο άλμπουμ που πατάει στις δομές του προκατόχου του, αλλά χαρακτηρίζεται από λίγο πιό δυνατό και γρήγορο παίξιμο στο σύνολο του, σε σημείο του να χαρακτηρίζεται ένα τέλειο speed metal άλμπουμ από πολλούς. Το βέβαιο είναι ότι με κομμάτια όπως τα ''Ton Of Bricks'', ''Start The Fire'' και ''Οver My Dead Body'', η άποψη αυτή ενισχύεται, από την άλλη όμως υπάρχουν και μνημεία τύπου ''Watch The Children Pray'', ένα τραγούδι το μέγεθος και η αξία του οποίου δε μπορούν να περιγραφούν με λέξεις. Αποτέλεσε το πρώτο κλιπ του συγκροτήματος και βοήθησε σημαντικά τον δίσκο στο να αποδειχθεί εμπορική επιτυχία με αρκετές πωλήσεις. Γενικώς το παίξιμο τους βελτιώθηκε σε μεγάλο βαθμό, βαράνε δυνατότερα, και η παραγωγή ανέδειξε το υλικό, το οποίο αντίστοιχα ψιλοχαντάκωνε στο πρώτο άλμπουμ. Αφιερώθηκε στη μνήμη του μεγάλου Cliff Burton που πέθανε 9 μέρες πριν βγεί ο δίσκος, ενώ στην πορεία υποστήριξαν τους Metallica και Anthrax στην Damage Inc. Tour, ενώ άνοιξαν μετέπειτα και για τον King Diamond. Ο δίσκος μπήκε στο Billboard 200 με κορυφή τη θέση 92, ενώ ψηφίστηκε από το Rock Hard στα 500 καλύτερα hard rock/heavy metal άλμπουμ, στην θέση 389.
Με το πέρας του δίσκου το συγκρότημα αντιμετώπισε αλλαγές στη σύνθεση, με τον Vanderhoof να σταματάει να παίζει μαζί τους κάπου μέσα στο 1986, παρέμεινε παρ'όλα αυτά ως συνθέτης και μάλιστα υπήρξε για πολλά άλμπουμ στη συνέχεια στη διάθεση του συγκροτήματος ως συνυπογράφων τα κομμάτια, αντικαταστάθηκε αρχικά από τον Mark Baker για σύντομο χρονικό διάστημα και επί μονίμου στη συνέχεια από τον John Marshall. Δυστυχώς παρελθόν αποτέλεσε και ο David Wayne σύντομα μετά από όλα αυτά, παίρνοντας την χαρακτηριστική φωνάρα του και τις αμίμητες τσιρίδες του μακριά, σχηματίζοντας στη συνέχεια τους Reverend. Απώλεια που υπό νορμάλ συνθήκες δε θα μπορούσε να καλυφθεί με τίποτα κι από κανέναν. Σχεδόν... Για την ακρίβεια, οι Metal Church μέσα στο 1987 κάνουν μία από τις μεγαλύτερες μεταγραφές που έχουν γίνει ποτέ, παίρνοντας στο συγκρότημα τον χαρισματικότατο και άκρως ανώτερο φωνητικά του David Wayne, τραγουδιστή των Heretic, Mike Howe. Όσοι είχαν ακούσει τους τελευταίους και το εξαίρετο ''Breaking Point'' άλμπουμ τους, έτριβαν σίγουρα τα χέρια τους από τότε, ενώ ο Vanderhoof είχε κάνει την παραγωγή σ'αυτό το δίσκο και ήξερε καλά τι όπλο είχε στα χέρια του. Ο Howe μπορεί να μην είχε την ιδιαιτερότητα της φωνής του Wayne που λόγω ύφους θα τον αναγνώριζε και ο πιό άσχετος, αλλά το φωνητικό του εύρος και ειδικά αυτή η υπέροχη αντηχεία του λαρυγγιού του έμελλαν να εκτοξεύσουν το συγκρότημα στη συνέχεια. Για την ιστορία και κατά τραγική ειρωνεία, οι Reverend του Wayne σχηματίστηκαν από τα εναπομείναντα μέλη των Heretic.
Αρχή της συμμετοχής του παιχταρά, στον καλύτερο δίσκο του συγκροτήματος κι έναν από τους αντικειμενικά πλέον κορυφαίους όλης της Αμερικάνικης ηπείρου και της μεταλλικής ιστορίας γενικότερα. Το πάντρεμα των υπολοίπων με τον Howe προσφέρει ένα δίσκο τον οποίο εγώ συνηθίζω να αποκαλώ μικρό ξαδερφάκι του ''Operation:Mindcrime'' των Queensryche, από άποψη τελειότητας. Κυκλοφορώντας στις αρχές του 1989, το ''Blessing In Disguise'' προσφέρει αποθεωτικές στιγμές για κάθε οπαδό της μουσικής αυτής που σέβεται τον εαυτό του, με ακόμα πιό ώριμο συνθετικό επίπεδο και με κομμάτια που βγαίνουν μία φορά σε κάθε ζωή. Πόσο μάλλον όταν και τα 9 είναι μαζεμένα σε ένα δίσκο, με το ''Fake Healer'' μπροστάρη όλων να δίνει τον τόνο για το δίσκο, το δυσθεώρατο σχεδόν 10λεπτο ''Αnthem To The Estranged'' να αποτελεί για πολλούς το πλέον ολοκληρωμένο κομμάτι τους, το ''Badlands'' που έγινε φοβερό κλιπ να σε κάνει να κοπανιέσαι χωρίς έλεος και τα ''Οf Unsound Mind'' και ''The Spell Can't Be Broken'' να κάνουν οποιονδήποτε να απορεί με την έμπνευση που είχαν τότε. Για να γίνουν τα πράγματα καλύτερα (ή χειρότερα;), ο δίσκος κλείνει με το συγκλονιστικό ''The Powers That Be'' κι εσύ έχεις μείνει αποσβολωμένος να αναρωτιέσαι τι ήταν αυτό που μόλις άκουσες. Και μέσα σ'ολα αυτά, έχεις και τον Howe να σηκώνει τις συνθέσεις στο Θεό με τη φωνή του. Μέγας ο Wayne, αλλά αυτό τον δίσκο δε θα τον βγάζανε ποτέ μαζί του, για να λέμε τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη.
Ο τίτλος μάλιστα επρόκειτο να είναι για τον δεύτερο δίσκο των Flotsam And Jetsam, ο οποίος στη συνέχεια άλλαξε σε ''No Place For Disgrace'', και όταν έφυγε ο μπασίστας Michael Spencer από τους Flots, ο Michael Alago της Elektra, άφησε το συγκρότημα να χρησιμοποιήσει τον τίτλο για το δίσκο, ο οποίος βγήκε 9 μήνες μετά τον δίσκο των Flotsam And Jetsam. Ο δίσκος έφτασε μέχρι το νούμερο 75 στο Billboard μεταξύ άλλων και έμεινε 15 εβδομάδες στα charts.Με εκτεταμένη περιοδεία, μεταξύ άλλων έχοντας πλάι τους τους Meliah Rage, ανοίγοντας στη συνέχεια για τους W.A.S.P. στην περιοδεία του ''The Headless Children'' και ανοίγοντας και για τους Saxon τον Απρίλη του 1990 στην Ευρώπη, ενώ στις 11 του Μάη την ίδια χρονιά ήταν καλεσμένοι-έκπληξη των Metallica στο The Marquee του Λονδίνου, το συγκρότημα γεύτηκε το μέγεθος της τελειότητας που είχε δημιουργήσει και αφού άλλαξε εταιρεία μεταπηδώντας στην Epic Records, κυκλοφορεί το 1991 το τέταρτο άλμπουμ του ''The Human Factor'' στις 26 Μαρτίου. Υπό όλες τις συνθήκες αυτού του πλανήτη, όποιο άλμπουμ και να έβγαινε μετά το ''Blessing In Disguise'' ήταν καταδικασμένο να χάσει τη σύγκριση από τα αποδυτήρια.
Οι Metal Church όμως καταφέρνουν το σχεδόν αδύνατο, να βγάλουν ένα ακόμα βαρύτερο δίσκο ο οποίος σε καμία περίπτωση δεν πήγε να πατήσει στον ασύγκριτο προκάτοχο του, με αποτέλεσμα να λαμβάνουν καθολική αποδοχή από το μεταλλικό κοινό για το γεγονός ότι παρ'ότι πήγανε σε μεγαλύτερη εταιρεία, δεν αλλοίωσαν τον ήχο τους, και με κάποιο μαγικό τρόπο, κατάφεραν να τον κάνουν και όμορφα (όχι όμως ξέκολλα εμπορικά) πιασάρικο και να συνεχίσουν να βλέπουν οπαδούς να έρχονται στο πλευρό τους. Με κομματάρες όπως το ομότιτλο, το ''Date With Poverty'', το γυρισμένο σε βίντεο κλιπ ''In Harm's Way'' και το προσωπικά αγαπημένο λόγω Pantera vibe ''In Mourning'' (σεμινάριο του πως μπορείς να ακολουθείς την τάση των καιρών μένοντας πιστός στον ήχο σου), ο δίσκος τους κράτησε στο προσκήνιο και το όνομα τους έμεινε επίκαιρο. Ξεπερνώντας τον σκόπελο της σύγκρισης με το ''Blessing In Disguise'', οι Metal Church βγήκαν άλλη μία φορά αλώβητοι και συνέχισαν ακάθεκτοι το κρεσέντο έμπνευσης τους. Για την περιοδεία του δίσκου, άνοιξαν για τους Motorhead, Judas Priest, Dangerous Toys και Alice Cooper στην Operation Rock'n'Roll Tour, ενώ στη συνέχεια άνοιξαν για τους Metallica στην Wherever We May Roam Tour. Συμπεριλήφθηκε κι αυτό στη λίστα με τα καλύτερα 500 άλμπουμ του Rock Hard στην θέση 447, αλλά δε μπήκε ποτέ στα charts, παρά τις σχετικά καλές του πωλήσεις, όντας ένα από τα μη επιτυχημένα άλμπουμ τους.
Eπόμενος δίσκος το ''Hanging In The Balance'' στις 7 Οκτωβρίου του 1993, με το συγκρότημα να γλυκαίνει όμορφα τον ήχο του παραμένοντας όμως πιστοί στο σταθερό τους αναγνωρίσιμο στυλάκι. Δίσκος που τους βρήκε και πάλι σε άλλη εταιρεία, την Mercury Records αυτή τη φορά. Για πολύ κόσμο αποτελεί την τελευταία μεγάλη τους στιγμή, άλλοι θεωρούν ότι εδώ ακούστηκαν πιό αληθινά Metal Church από ότι σε οποιονδήποτε άλλο δίσκο, σημασία έχει ότι ο δίσκος είχε και πάλι την αποδοχή του κόσμου. Αυτό δυστυχώς αποτυπώθηκε μόνο στο περιεχόμενο με κομματάρες όπως τα ''Gods Of Second Chance'' (στο οποίο σολάρει ο Jerry Cantrell των Alice In Chains) και ''No Friend Of Mine'', ενώ το ''Losers In The Game'' προσωπικά για μένα αποτελεί το τελευταίο πραγματικά υπέρτατο κομμάτι τους στα χρόνια που ακολούθησαν, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι μετέπειτα δίσκοι δεν είχαν ωραίες στιγμές, το συγκεκριμένο όμως είναι από αυτά που σου μένουν με την πρώτη. Δυστυχώς όπως είπα, αυτό δεν ήταν αρκετό για να πουλήσει ο δίσκος και το 1995 λόγω και προβλημάτων με το management και με την έλλειψη πωλήσεων, το συγκρότημα διαλύει άδοξα, ίσως πάνω στη στιγμή που θα μπορούσαν να είχαν προσφέρει πολλά παραπάνω. Ακόμα συνεχίζω να πιστεύω ότι χωρίς αυτή τη διάλυση τότε που τους έβαλε φρένο στην πανέμορφη πορεία που είχαν χαράξει και ειδικά με τον Howe πίσω από το μικρόφωνο, θα είχαμε πολλά παραπάνω να περιμένουμε στη συνέχεια. Για κάποιο λόγο όμως γίνονται όλα. Ήταν το τελευταίο άλμπουμ με τον Craig Wells στις κιθάρες επίσης, όπως και με τον Kirk Arrington μέχρι να επιστρέψει το 2004 στο ''The Weight Of The World''. H έκδοση του δίσκου στην Ευρώπη περιείχε ως έξτρα το ''Low To Overdrive'', ενώ η περιορισμένη digipack έκδοση είχε σε ζωντανές εκτελέσεις τα ''Start The Fire'', ''Fake Healer'' και ''Losers In The Game''.
Πέρασαν τρία χρόνια μέχρι να ξαναβρεθούν τα μέλη του συγκροτήματος μαζί τους, με αφορμή το να διαλέξουν κομμάτια για το ζωντανό άλμπουμ της μπάντας που έφερε απλά τον τίτλο ''Live'', αποτελούμενο αποκλειστικά από κομμάτια των δύο πρώτων άλμπουμ (Συν τοις άλλοις κυκλοφόρησε και ένα ζωντανό άλμπουμ την ίδια χρονιά, μόνο για την Ιαπωνία, ονόματι ''Live In Japan'', ηχογραφημένο κατά την περιοδεία του συγκροτήματος στη Χώρα του Ανατέλοντος Ήλιου το 1995). Εκεί οι Vanderhoof, Wayne, Wells, Arrington και Εrickson αποφάσισαν να δραστηριοποιήσουν ξανά το συγκρότημα και να ξεκινήσουν δουλειά για τον έκτο τους δίσκο, στην πορεία όμως ο Wells αποχώρησε λόγω οικογενειακών υποχρεώσεων για να γυρίσει στη θέση του ο Marshall, ενώ τελικά ούτε ο Arrington συμμετείχε και τη θέση του στο δίσκο πήρε ο Jeff Wade (''the friendly ghost'' όπως τον αποκαλούσαν). Ο δίσκος ονομάστηκε ''Masterpeace'' και κυκλοφόρησε στις 22 Ιουλίου του 1999 από τη Νuclear Blast, η οποία προώθησε το δίσκο ως τον πρώτο με την αυθεντική σύνθεση μετά τον πρώτο δίσκο, πράγμα που ίσχυε κατά τα 4/5, αν υπολογίσουμε και τον Marshall ως ''παλιό'' (που δεν ήταν). Χαρακτηριστικό του δίσκου εκτός από την επιστροφή του Wayne φυσικά, το εξώφυλλο, όπου η Gibson Explorer με το σταυρωτό τάστο δεσπόζει ξανά για πρώτη φορά μετά από 15 χρόνια και το πρώτο ομότιτλο άλμπουμ, δημιουργώντας συνειρμούς με το παρελθόν και πατώντας πάνω στη νοσταλγία των οπαδών για το συγκρότημα.
To ''Masterpeace'' ήταν ένα όμορφο άλμπουμ, το οποίο βέβαια δε θα μπορούσε να κοιτάξει στα μάτια οποιοδήποτε από τα προηγούμενα άλμπουμ, αλλά από την άλλη υπάρχουν και οπαδοί που υποστηρίζουν (όχι τελείως άδικα) ότι θα μπορούσε να ήταν το οριστικό τελευταίο άλμπουμ του συγκροτήματος και να το διέλυαν εκεί το μαγαζί με το κεφάλι ψηλά, ενώ σίγουρα οι περισσότεροι το προτιμούν από σχεδόν όλα τα μετέπειτα άλμπουμ. Υπάρχει και μία διασκευή στο ''Toys In The Attic'' των Aerosmith μεταξύ άλλων. Για την περιοδεία του δίσκου, ενσωματώθηκε ο μπασίστας Brian Lake από το προσωπικό σχήμα του Vanderhoof στη θέση του Duke Erickson, ο οποίος δεν ήταν σε θέση να περιοδεύσει. Ο τύπος το υποδέχτηκε ως ενεργητικό και συγκεντρωμένο σε σχέση με προηγούμενες κυκλοφορίες (?). O Wayne δήλωσε μετανοημένος για το δίσκο που επηρρέασε την απόδοση του και το 2001 αποχώρησε πάλι επικαλούμενος προσωπικές και δημιουργικές διαφορές, φορμάροντας στη συνέχεια τους Wayne μαζί με τον Craig Wells, και με το ντεμπούτο του να ονομάζεται... ''Μetal Church''... Η κατάσταση έγινε κώλος γενικά με τον Vanderhoof να κάνει ένσταση για τον τίτλο του δίσκου και το εξώφυλλο, ενώ ο Wayne υποστήριξε ότι έδωσε τον τίτλο για να προετοιμάσει το κοινό για την ανάμειξη του στο δίσκο. Αφού έφυγε ο Wayne, τον ίδιο δρόμο ακολούθησαν και οι Marshall και Erickson, με το συγκρότημα ξανά σε αβεβαιότητα...
Από την άλλη, ο Vanderhoof με το προσωπικό του σχήμα κυκλοφόρησε το 2002 το δίσκο ''Α Blur In Time'', και ξεκίνησε μετά να δουλεύει σε νέο Metal Church δίσκο. Μαζί με τον Arrington το 2004, προσέλαβαν τον τραγουδιστή Ronny Munroe, τον πρώην κιθαρίστα των Malice, Jay Reynolds και τον μπασίστα Steve Unger και δημιούργησαν τη νέα σύνθεση των Metal Church. To έβδομο άλμπουμ ''The Weight Of The World'' κυκλοφόρησε στις 26 Ιουλίου του 2004, μέσω της Steamhammer/SPV, αρκετοί το αντιμετώπισαν σκεπτικά, τονίζοντας ότι υπήρχε διάθεση από πλευράς συγκροτήματος, αλλά δεν είχε συνοχή και κάτι το νέο να προσφέρει. Από την άλλη υπήρξε και κόσμος που το αντιμετώπισε ως το άλμπουμ επιστροφής του συγκροτήματος, και στάθηκε σε κομμάτια όπως τα ''Hero's Soul'' και ''Sunless Sky'', ενώ κάποιοι κριτικοί της εποχής θεώρησαν ότι οι χρόνιοι οπαδοί τους θα το εκτιμούσαν. Στις 10 του Μάη ήρθε ένα τραγικό νέο για τους οπαδούς της μπάντας, καθώς ο David Wayne πέθανε από επιπλοκές που προήλθαν από αυτοκινητιστικό ατύχημα που είχε μήνες πριν. Ήταν μόλις 47 ετών, ένας πραγματικά μεγάλος τραγουδιστής που άφησε το στίγμα του με την χαρακτηριστική φωνάρα του σε όλη τη μουσική και που όλοι μας θα έπρεπε να μνημονεύουμε συχνότερα, εκτιμώ ότι ποτέ δεν πήρε την αξία που έπρεπε. ΑΘΑΝΑΤΟΣ!
Μέσα στο 2006, ο Arrington αναγκάζεται να αφήσει οριστικά το συγκρότημα λόγω προβλημάτων υγείας, οφειλόμενα σε διαβήτη. Αντικαταστάτης του, ο ''πολύς'' Jeff Plate, μεταξύ άλλων των Savatage, Chris Caffery και Trans-Siberian Orchestra. Αργότερα μέσα στη χρονιά κυκλοφορεί ο όγδοος δίσκος τους, ''A Light In The Dark'', στις 16 Ιουνίου στη Γερμανία, στις 19 Ιουνίου στην υπόλοιπη Ευρώπη και στις 27 Ιουνίου στην Αμερική (συμπτωματικά, η ίδια ημερομηνία που παίζουν στην Αθήνα). Ήταν ο τελευταίος δίσκος που έπαιξε ο Jay Reynolds, ενώ είναι επίσης ο τελευταίος δίσκος που φαίνεται φανερά η κλασσική Gibson Explorer με το σταυρωτό τάστο στο βάθος. Ο δίσκος που είναι ο μεγαλύτερος σε διάρκεια για το συγκρότημα με σχεδόν 62', στο τέλος περιέχει μία επανηχογραφημένη εκτέλεση του κλασσικού ''Watch The Children Pray'', ως φόρο τιμής στη μνήμη του πρόσφατα αδικοχαμένου David Wayne, με τον Vanderhoof να δηλώνει ότι ένας από τους πολλούς λόγους που το έκανε, πέρα από το να τιμήσει τον μεγάλο τραγουδιστή, ήταν και για να δείξει ότι παρά τις συνεχείς προστριβές μέσα στα χρόνια και παρά τις όποιες διαφωνίες που οδήγησαν στο γεγονός ο Wayne να φύγει δύο φορές από το συγκρότημα, υπήρχε εκτίμηση του ενός προς τον άλλο και σίγουρα η απώλεια του έφερε θλίψη και στον Vanderhoof, και σε όλους όσους ασχολήθηκαν ποτέ με το συγκρότημα.
Η ζωή ευτυχώς ή δυστυχώς συνεχίζεται και μέσα στο 2008 ο Reynolds εγκαταλείπει το συγκρότημα, αντικαθίσταται από τον Rick Van Zandt και το συγκρότημα προχωράει ακάθεκτο για την ένατη κυκλοφορία του, η οποία βλέπει το φως του ήλιου στις 23 Σεπτεμβρίου του 2008. Ο τίτλος του δίσκου είναι ''This Present Wasteland'', με το εξώφυλλο να επιλέγεται μέσα από σχετικό διαγωνισμό που έγινε τότε στο Myspace του συγκροτήματος και να απεικονίζει ένα σταυρό σε μία έρημο, η σκιά του οποίου δείχνει την κλασική Gibson Explorer που συναντήσαμε σε προηγούμενους δίσκους. Ο δίσκος χωρίς να αποθεωθεί, πήρε κάποιες καλές κριτικές που κυρίως εστίαζαν στο ότι έχει συνοχή και ταιριάζει με το παρελθόν τους, ενώ μετά από περιοδεία, κάνανε ένα διάλειμμα διότι ο Vanderhoof αντιμετώπισε προβλήματα με τη μέση και την πλάτη του. Συνέχισαν παρ'όλα αυτά τη δουλειά και στο στούντιο, με τον Vanderhoof και τον Munroe να δουλεύουν πάνω στο προσωπικό άλμπουμ του τελευταίου. Με το που έγινε καλά ο Vanderhoof, συνέχισαν να εργάζονται πάνω σε νέο υλικό, αλλά αιφνιδίως στις 7 Ιουλίου του 2009, ανακοίνωσαν την διάλυση τους, μετά από μία τελική εμφάνιση στο Rocklahoma δύο μέρες μετά, ακυρώνοντας αρκετές επερχόμενες συναυλίες. Προέβαλλαν απογοήτευση με τη μουσική βιομηχανία ως τον κύριο λόγο της διάλυσης, παρ'όλα αυτά οι Munroe και Vanderhoof συνέχισαν με τους Presto Ballet και ο Plate με τους Machines Of Grace.
Μετά από κάτι παραπάνω από τρία χρόνια, το συγκρότημα επαναδραστηριοποιήθηκε, τον Οκτώβριο του 2012, με τη σύνθεση να αποτελείται από τους Vanderhoof, Munroe, Unger, Plate και Reynolds (o τελευταίος γρήγορα αντικαταστάθηκε ξανά από τον Van Zandt). Oι πρώτες τους συναυλίες λάβανε χώρο στο 70.000 Tons Of Metal το Γενάρη του 2013, σε μία εκ των δύο αυτών εμφανίσεων παίξανε και όλο το ομότιτλο ''Μetal Church'' δίσκο από την αρχή ως το τέλος (όποιος το είδε αυτό, έχει 70.000 τόνους μίσους από μένα και όσους διαβάσουν αυτό το κείμενο). Στη συνέχεια το συγκρότημα συγκεντρώθηκε στο να γράψει νέο υλικό και ο Vanderhoof είχε πεί στο Music Life Radio ότι δούλευαν ήδη σε νέο δίσκο. Προκειμένου να το προωθήσουν παίξανε σε φεστιβάλ το καλοκαίρι του 2013. Ο δέκατος δίσκος ''Generation Nothing'' βγήκε στις 22 Οκτωβρίου από την Body Of Work Recordings του Vanderhoof και έλαβε αρκετά καλές κριτικές από πολλούς δημοσιογράφους, που το χαρακτήριζαν φρέσκο και μία ωραία επέκταση και προσθήκη στον κατάλογο τους. Δυστυχώς ήταν το τελευταίο άλμπουμ με τον Ronny Munroe στα φωνητικά, ο οποίος τον Σεπτέμβριο του 2014 άφησε το συγκρότημα, για να κυνηγήσει άλλα ενδιαφέροντα όπως δήλωσε. Η μεγάλη έκπληξη ήρθε λίγο μετά με μία ανακοίνωση που έπιασε τους πάντες αδιάβαστους και προκάλεσε μόνο χαρά και υστερία.
Στις 30 Απριλίου του 2015, ανακοινώνεται η επιστροφή του Mike Howe στο συγκρότημα!!!!! Ο ίδιος δήλωσε για την επάνοδο του: ''Ο Kurdt επικοινώνησε μαζί μου τον Αύγουστο του 2014 και μου πρότεινε να γυρίσω. Μου είπε ότι ο Ronny έφυγε και ότι δεν ήθελε πραγματικά να συνεχίσει με το συγκρότημα, εκτός αν το σκεφτόμουν να επιστρέψω. Του απάντησα ότι δεν ξέρω αλλά ήμουν ανοιχτός σ'αυτό, αρκεί να βλέπαμε τη μουσική μπορούσαμε να κυκλοφορήσουμε. Στη συνέχεια ο Kurdt μπήκε στο στούντιο κι άρχισε να γράφει κομμάτια στο στυλ του ''Hanging In The Balance'', εκεί που είχαμε μείνει 23 χρόνια πριν και μου τα έστειλε μέσω ίντερνετ. Εκεί σκέφτηκα ότι ο τύπος το έχει ακόμα και κάνει φοβερή δουλειά. Μου έστειλε κι άλλο δείγμα το οποίο ήταν το ίδιο καλό, αν όχι καλύτερο από το άλλο. Από εκείνο το σημείο και μετά είπα ότι δε μπορώ να αρνηθώ σ'αυτό και απλά ας δούμε πως θα πάει, οπότε αρχίσαμε να γράφουμε στίχους και μουσική μαζί και επιστρέψαμε στο Aberdeen για να φτιάξουμε το νέο Metal Church δίσκο''. Όσο για την χρόνια απουσία του, ο Howe δήλωνε: ''Έκλεισα το ραντάρ επειδή η μουσική βιομηχανία πραγματικά με απογοήτευσε. Τα πράγματα άλλαζαν, το grunge ερχόταν και εμάς μας αγνοούσαν. Δεν ήμασταν παρά μουσικοί, το μόνο που θέλαμε ήταν να γράψουμε κομμάτια και να παίξουμε metal, όπως πολλές άλλες μπάντες''.
Το Γενάρη του 2016 το συγκρότημα κυκλοφόρησε το βίντεο κλιπ για το νέο κομμάτι ''No Tomorrow'' που απέσπασε θετικότατες κριτικές, ενώ ακολούθησε άλλο ένα το Φλεβάρη για το κομμάτι ''Κilling Your Time'' και μία εβδομάδα πριν βγεί ο δίσκος, βγήκε και το ''Reset'' σε lyric video. Ο δίσκος ονομάστηκε ''ΧΙ'' και κυκλοφόρησε στις 25 Μαρτίου του 2016 και με το χέρι στην καρδιά, είναι ότι καλύτερο έχει κάνει το συγκρότημα από την εποχή που ήταν ξανά στο συγκρότημα ο Mike Howe, τίποτα δεν είναι τυχαίο σ'αυτή τη ζωή. Εκπληκτικό άλμπουμ που παραδόξως, τους προσέφερε τη μέχρι στιγμής μεγαλύτερη επιτυχία, μπαίνοντας στο νούμερο 57 στο Billboard (!), 27 χρόνια μετά το ‘’Blessing In Disguise’’ και μάλιστα στην υψηλότερη θέση που βρέθηκε ποτέ δίσκος τους. Μάλιστα πούλησε 11.000 αντίτυπα στην Αμερική, ενώ και στη Γερμανία έφτασε στο νούμερο 34, το πρώτο τους άλμπουμ που μπήκε στα chart της χώρας από όταν το ‘’Hanging In The Balance’’ είχε φτάσει το νούμερο 79. Το συγκρότημα για να υποστηρίξει το δίσκο, έκανε co-headline Αμερικάνικη περιοδεία τον Ιούνιο με τους Armored Saint (ΚΟΛΑΣΗ). Eπίσης εμφανίστηκαν σε πολλά φεστιβάλ στην Ευρώπη, ενώ ήταν και μέρος της περιοδείας των Megadeth για το ‘’Dystopia’’, στο πλάι των Amon Amarth, Suicidal Tendencies και Butcher Babies. Tέλος, γυρίστηκε ένα βίντεο για μία επανεκτέλεση του ‘’Fake Healer’’ με την συμμετοχή του Todd LaTorre των Queensryche, ενώ γυρίστηκε κι ένα βίντεο για το ‘’Needle And Suture’’ μετά το πέρας των συναυλιών.
Oι Metal Church αντιμετώπισαν κάποιες δυσκολίες, με κυριότερες αυτή του κιθαρίστα Rick Van Zandt που έπρεπε να κάνει εγχείρηση στο μάτι και να σταματήσει την περιοδεία, έχοντας αντικατασταθεί από τους Paul Kleff και...Chris Caffery (!!!!!), ενώ στις 21 Μαρτίου της φετινής χρονιάς, ο Jeff Plate ανακοίνωσε την αποχώρηση του από το συγκρότημα με αντικαταστάτη του τον Stet Howland που είχε παίξει και με τους W.A.S.P. μεταξύ άλλων. Η αποχώρηση του Plate τους ανάγκασε να απορρίψουν μία περιοδεία με τους Alter Bridge και τους In Flames, αλλά επιτέλους έχουμε την ευκαιρία εμείς που δεν τους προλάβαμε το 1994 με τους Vicious Rumors, να τους δούμε στη χώρα μας και να το διασκεδάσουμε όσο δε φανταζόμαστε. Η περίπτωση των Metal Church είναι κλασσική ενός πραγματικά ΜΕΓΑΛΟΥ συγκροτήματος, είχαν τα χρόνια της δόξας, τα χρόνια της παρακμής, διάλυση, επανένωση, αλλά τη δεδομένη στιγμή βρίσκονται σίγουρα στην καλύτερη τους κατάσταση τα τελευταία 23 χρόνια και ειδικά με την ΦΩΝΑΡΑ του Mike Howe πίσω από το μικρόφωνο και με προοπτική να ακούσουμε κομμάτια από δίσκους-μνημεία με τους οποίους κοιμόμασταν και ξυπνούσαμε κατά την εφηβεία μας και πλέον κοντεύουμε τα 40 και τα έχουμε ακόμα στην καρδιά μας, τέτοια συναυλία δε χάνεται. Ένα ακόμα όνειρο ζωής θα πραγματοποιηθεί και καλό είναι να το ζήσουμε στο έπακρο, όπως ότι όμορφο έχουμε ονειρευτεί και δεν πολυπιστεύούμε ότι θα γίνει πραγματικότητα. Για μία φορά, ας χαρούμε την κωλοφαρδία μας και ας είναι τόσο δυνατή η ανάμνηση που θα την κουβαλάμε για πάντα μέσα μας.