A STAR IS BORN
«Τα αγαθά κόποις κτώνται», λέει το ρητό και ο Κώστας Καραμητρούδης από την Καλαμαριά, το βίωσε γερά στο πετσί του, δουλεύοντας σκληρά αμέτρητες ώρες, κάνοντας θυσίες και υπομένοντας πολλά πράγματα, όπως έχει πει ο ίδιος, για να φτάσει να γίνει ο Gus G του Los Angeles, ο κιθαρίστας του Ozzy Osbourne, ο ηγέτης των αναγνωρισμένων πλέον Firewind. Ξεκίνησε να παίζει από 10 ετών για τέσσερα χρόνια κλασσική κιθάρα στο ωδείο της γειτονιάς του. Γνωρίζοντας από μικρός ότι το όνειρο του ήταν να κάνει μουσική καριέρα, έπεισε σε ηλικία 14 ετών τον πατέρα του να του αγοράσει μια Stratocaster και έμαθε να παίζει με έναν πολύ καλό δάσκαλο. Στα 16 του χρόνια πήρε υποτροφία μέσω του ωδείου στο φημισμένο Berklee College Of Music της Αμερικής, παράτησε όμως τις σπουδές του δύο εβδομάδες αργότερα, αφού αυτό που τον ενδιέφερε ήταν να παίξει μουσική και όχι να αυξήσει τις θεωρητικές του γνώσεις. Η συνέχεια τον θέλει να μετακομίζει στη Σουηδία, όπου μαζί με τον Μάριο Ηλιόπουλο φτιάχνουν τους Nightrage. Την ίδια εποχή έρχεται και η γνωριμία του με το Σουηδό παραγωγό Frederik Nordstörm, ο οποίος φιλοδοξεί να δημιουργήσει μια power metal μπάντα και τελικά το κάνει με τους Dream Evil με τον Gus G. να είναι ουσιαστικά ο πρώτος που εισχωρεί στην μπάντα. Στα 21 του χρόνια βλέπει το όνειρο του να παίρνει σάρκα και οστά, αφού με τους Dream Evil ξεκινά παγκόσμια περιοδεία και μάλιστα από την Ιαπωνία. Παράλληλα συμμετέχει στους Mystic Prophecy του Λιαπάκη και ξεκινά να ασχολείται με την δική του μπάντα, τους Firewind, τους οποίους είχε ξεκινήσει το 1998 μέσα από κάποια ντέμο που είχε στείλει σε δισκογραφικές. Το 2001, ο Gus διανύει τη στιγμή της καριέρας του όπου διατηρεί ταυτόχρονα τέσσερις μπάντες, έχοντας υπογράψει και συμβόλαιο στη Leviathan Records για την κυκλοφορία τριών άλμπουμ με τους Firewind. Τα δύο πρώτα “Between heaven and hell” του 2002 και “Burning earth” του 2003, σημειώνουν επιτυχία κυρίως στην Ιαπωνία. Το όνομα του κιθαρίστα ολοένα και μεγαλώνει και μάλιστα το Γιαπωνέζικο περιοδικό Burn τον ανακηρύσσει ως τον 3ο καλύτερο κιθαρίστα στον κόσμο, πίσω από ονόματα τεράστιου βεληνεκούς όπως Richie Blackmore, Zakk Wylde και Yngwie Malmsteen. Στα τέλη του 2004 αποφασίζει να αποχωρήσει από τους Dream Evil, προκειμένου να αφοσιωθεί στους Firewind. Λίγο αργότερα, η Century Media Records εξαγοράζει το συμβόλαιο από τη Leviathan, η μπάντα κυκλοφορεί την τρίτη δουλειά της και κάνει την πρώτη της ευρωπαϊκή περιοδεία. Η συνεργασία με τους Mystic Prophecy λύνεται και τον Ιούλιο του 2005 ο Gus G. επιλέγεται να αντικαταστήσει τον Christopher Amott, κιθαρίστα των Arch Enemy, για τις εμφανίσεις τους στο Ozzfest και συμμετέχει και στο άλμπουμ των Σουηδών “Doomsday Machine”. Ένα χρόνο αργότερα εγκαταλείπει και τους Nightrage και αφιερώνεται αποκλειστικά στους Firewind τους οποίους κατορθώνει, μέσα από το πολύ επιτυχημένο “Allegiance” που κυκλοφορεί την ίδια χρονιά, να μετουσιώσει σε ένα από τα ελάχιστα ελληνικά συγκροτήματα που έχουν αναρριχηθεί στις παρυφές του metal στερεώματος. Κάπως έτσι έρχεται και η πρώτη παγκόσμια περιοδεία της μπάντας την οποία διαδέχεται το 2008 ένα εξαιρετικό “The Premonition”. Την άνοιξη του 2009, και ενώ ο ίδιος βρίσκεται στην πατρίδα του και ετοιμάζεται για την επικείμενη περιοδεία των Firewind στην Αγγλία, βρίσκει στον υπολογιστή του ένα e-mail από το management του Ozzy Osbourne που τον ρωτάνε αν θα ενδιαφερόταν να περάσει από οντισιόν. Ξεπερνώντας το αρχικό σοκ, βγάζει κάποια κομμάτια και πηγαίνει στο Los Angeles. Μπαίνει σε ένα πλήρως εξοπλισμένο στούντιο, σε μια χαλαρή ατμόσφαιρα, παίζει 3-4 κομμάτια, ενθουσιάζει τους πάντες και λίγο αργότερα, η Sharon Osbourne τον ρωτά αν θέλει να παίξει σε ένα σόου με τον Ozzy. Από τότε ως σήμερα βρίσκεται στο πλευρό του μεγάλου καλλιτέχνη και μεγάλο του όνειρο αποτελεί να συνεργαστούν και για τη σύνθεση καινούριων κομματιών. Παράλληλα είναι αφοσιωμένος στους Firewind με τους οποίους, το 2010 κυκλοφόρησε το “Days of defiance” που έλαβε εξαιρετικές κριτικές, ενώ πρόσφατα βγήκε στην αγορά και το επίσης πολύ καλό “Few Against Many”. To 2011, συμμετείχε επίσης, στο άλμπουμ των Nightrage “Insidious”. Κάτι ακόμα που δείχνει την αξία και την αναγνώριση στο πρόσωπο του Έλληνα κιθαρίστα, είναι το γεγονός πως η εταιρεία ESP Guitars, κατασκεύασε και κυκλοφόρησε στην αγορά δύο δικά του μοντέλα με τις δικές του προδιαγραφές και την υπογραφή του επάνω. Οι κιθάρες ονομάζονται Gus G. FR και Gus G.NT, κάτι που συμβαίνει για πρώτη φορά στα χρονικά για Έλληνα μουσικό!
Τα 56 του χρόνια κλείνει ο Σκωτσέζος κιθαρίστας, Brian Robertson, περισσότερο δημοφιλής από τους Thin Lizzy και τους Motörhead. Ο μουσικός γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Clarkston της Σκωτίας. Ο ανταγωνισμός του με τον αδερφό του έπαιξε μεγάλο ρόλο στην ενασχόληση του με τη μουσική. Όπως έχει πει σε συνέντευξη του: «Ξεκίνησα να μαθαίνω τσέλο και πιάνο μαζί με τον αδερφό μου, κάνοντας μάθημα μία φορά την εβδομάδα αλλά επειδή δεν ήταν τόσο καλός τα παράτησε και εγώ συνέχισα. Μετά έπιασε την κιθάρα και όταν τον είδα ζήλεψα, ασχολήθηκα και ’γω και μου φάνηκε πολύ εύκολο. Τσαντίστηκε πολύ μαζί μου γιατί ήμουν και εκεί καλύτερος και τελικά ασχολήθηκε με το μπάσο, συμμετέχοντας μάλιστα και στην πρώτη μου μπάντα ως μπασίστας». Ο Robertson, έμαθε στην πορεία και ντραμς. Έφηβος ακόμη, έδινε συναυλίες στην περιοχή με μπάντες όπως οι Dream Police, που εξελίχθηκαν αργότερα σε Average White Band. Η καθοριστική στιγμή της καριέρας του ήρθε νωρίς, στα 18 του χρόνια, όταν οι Thin Lizzy έψαχναν για νέο κιθαρίστα. Έγινε δοκιμαστικό στον Robertson και προσλήφθηκε μαζί με τον Scott Gorham. Οι δυο τους είχαν ιδιαίτερα σημαντική επίδραση στην ταυτότητα του ήχου της μπάντας, με τον Σκωτσέζο να συμβάλλει και σε έξι άλμπουμ τους. Έτσι μολονότι ο Phil Lynott ήταν ο κύριος συνθέτης του συγκροτήματος, εκείνος είχε σημαντικό μερίδιο στο συνθετικό κομμάτι συνεργαζόμενος κιόλας κάποιες φορές με τον τραγουδιστή. Το 1978, αποχώρησε από τους Thin Lizzy και μαζί με τον μπασίστα των Rainbow, Jimmy Bain, σχημάτισαν τους Wild Horses με τους οποίους μετά από δύο κυκλοφορίες άλμπουμ διαλύθηκαν, αφού είχαν μερική επιτυχία μόνο στη Μ. Βρετανία. Το 1982 έγινε ο αντικαταστάτης του "Fast" Eddie Clarke στους Motörhead. Συμμετείχε στις ηχογραφήσεις του άλμπουμ τους “Another Perfect Day” αλλά μέχρι το Νοέμβριο του 1983 είχε αποχωρήσει, αφού το στυλ παιξίματος του, δεν ταίριαζε με αυτό του συγκροτήματος. Συνέχισε στους Statetrooper, τη μπάντα του Gary Barden, παραμένοντας μέχρι τη διάλυσή τους. Τον Αύγουστο του 2005, επανενώθηκε με τα μέλη των Thin Lizzy για ένα σόου, φόρο τιμής, στον Phil Lynott. To 2011, ο κιθαρίστας κυκλοφόρησε, την πρώτη του προσωπική δουλειά με τίτλο “Diamonds and Dirt”.
ALBUM ANNIVERSARY
12 Σεπτεμβρίου του 1975, οι Pink Floyd κυκλοφορούν την ένατη κατά σειρά δουλειά τους, η οποία τιτλοφορείται Wish you were here και έρχεται να διαδεχτεί το θρυλικό Dark Side of the moon. Εδώ δεν πρόκειται για έναν δίσκο αλλά για ένα μεγαλούργημα, ένα μουσικό θαύμα ικανό να προκαλέσει χείμαρρο συγκινήσεων και ένα συναισθηματικό παραλήρημα. Μπορεί να αποτελείται από πέντε μόνο κομμάτια, πρόκειται όμως για πέντε ατμοσφαιρικές συνθέσεις τόσο τεραστίου επιπέδου, που τα λόγια είναι ανεπαρκή να τις περιγράψουν.Εμπνευσμένο βασικά από τη ζωή του πρώην συνεργάτη τους στην μπάντα, Syd Barrett, λέγεται πως τις μέρες που η μπάντα δούλευε για το δίσκο, ο Barrett με δική του πρωτοβουλία, επισκέφθηκε το στούντιο, κάθισε για λίγο και έφυγε. Η εμφάνιση του είχε αλλάξει τόσο που οι υπόλοιποι στην αρχή δεν τον γνώρισαν. Ήταν η τελευταία φορά που τον είδαν. Τι να πρωτοπεί κανείς όταν αναφέρεται στο συγκεκριμένο έργο; Για το χιλιοτραγουδισμένο γεμάτο νοσταλγία Wish you were here, μια ποιητική σύνθεση του Waters για την απώλεια της άλλοτε ψυχής του συγκροτήματος, Syd Barrett, την ψυχρή και συνάμα καθηλωτική μελωδία του Welcome to the machine με στίχους κατηγορηματικούς εναντίον της μουσικής βιομηχανίας ή το δυνατό ροκ ήχο του Have a cigar, χτισμένο γύρω από ένα άκρως πιασάρικο κιθαριστικό riff; Και φυσικά στην κορυφή όλων, το επικό Shine on you Crazy Diamond, ένα από τα καλύτερα κομμάτια που έχουν γραφτεί ποτέ. 26 ανατριχιαστικά λεπτά, με το αλησμόνητο κορυφαίο σολάρισμα του Gilmour και τις νότες να αναδύουν μια ατελείωτη γλυκιά μελαγχολία που συνεπαίρνει ολοκληρωτικά τον ακροατή. Το εξώφυλλο του δίσκου είναι σχεδιασμένο από τον Storm Thorgenson και το concept του βασίζεται στην ιδέα του ότι οι άνθρωποι τείνουν να αποκρύπτουν τα πραγματικά τους συναισθήματα από φόβο μήπως «καούν». Έτσι και οι δύο επιχειρηματίες που απεικονίζονται κάνουν μια χειραψία και ο ένας φλέγεται. Οι κριτικές που έλαβε ήταν διθυραμβικές και έφτασε στην κορυφή των βρετανικών και αμερικανικών chart.
1. Shine On You Crazy Diamond, Parts 1–5, 2. Welcome to the Machine, 3. Have a Cigar
4. Wish You Were Here, 5. Shine On You Crazy Diamond, Parts 6–9
22 χρόνια πριν ο ντόρος που έχει δημιουργήσει η εισβολή των Καναδών Annihilator στη metal σκηνή μέσα από το ντεμπούτο τους άλμπουμ, Alice in Hell,φτάνει στο ζενίθ του. Όλοι αναρωτιούνται για το πώς θα μπορούσε να είναι η συνέχεια και αδημονούν να τη μάθουν. Και κάπως έτσι, σκάει ένα Never, Νeverland, που είναι όχι απλώς αντάξιο του προκατόχου του, αλλά ακόμη καλύτερο. Οι απανταχού metallers του κόσμου τούτου, αποζημιώνονται στο έπακρο από αυτόν τον κλασσικό, διαχρονικό δίσκο, τον οποίο αποτελούν δέκα εξαιρετικά κομμάτια. Οι συνθέσεις πλέον έχουν λιγότερο επιθετικό χαρακτήρα και στο περισσότερο thrash ύφος του προηγούμενου δίσκου της μπάντας, έρχονται να προστεθούν αρκετά progressive στοιχεία και μεγάλες δόσεις τεχνικότητας, χωρίς να λείπουν και οι πιο speedτατες στιγμές. Η γρήγορη αποχώρηση του τραγουδιστή Randy Rampage και η αντικατάστασή του από τον Coburn Pharr, των Omen, όχι απλά δε δημιουργεί πρόβλημα, αλλά αντιθέτως, η ζεστή, καθαρή, γεμάτη γρέζι φωνή του απογειώνει τα κομμάτια ακόμα περισσότερο. Οι κιθάρες είναι στην πρώτη γραμμή και το μπάσο επίσης εξαιρετικό, ενώ η παραγωγή του προστίθεται στα συν του. Το άλμπουμ ξεκινάει ιδανικά, με τον αξεπέραστο ύμνο, The Fun Palace και συνεχίζει να εξελίσσεται διατηρώντας ένα υψηλό επίπεδο συνθέσεων, χωρίς να υπάρχει καμία στιγμή πλήξης κατά την ακρόαση του. Το φαινόμενο Annihilator παίρνει πλέον τεράστιες διαστάσεις στο χώρο της metal και o Jeff Waters αποδεικνύει το μέγεθος της μουσικής του ευφυίας και το μεγάλο του ταλέντο και είναι κρίμα που ποτέ ξανά στο μέλλον δεν κατάφερε να δημιουργήσει κάτι ανάλογο του Never, Neverland, άλμπουμ σταθμό στην ιστορία της metal.
1. The Fun Palace, 2. Road to Ruin, 3. Sixes and Sevens, 4. Stonewall, 5. Never, Neverland
6. Imperiled Eyes, 7. Kraf Dinner, 8. Phantasmagoria, 9. Reduced to Ash, 10. I Am in Command
Το τέλος των 80’s βρίσκει τους Aerosmith να αποχαιρετούν τη δεκαετία με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, μέσα από ένα άλμπουμ που εύκολα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένα πετυχημένο, ξέφρενο rock n roll πάρτι, κάτι που μπορεί να αντιληφθεί κανείς αρκεί να ρίξει μια ματιά στο track list. Και μπορεί η συνολική του διάρκεια του Pump να είναι μόνο 47 λεπτά, η απήχηση του όμως στον κόσμο κρατά μέχρι σήμερα. Από το Permanent Vacation που έχει προηγηθεί δύο χρόνια νωρίτερα, το συγκρότημα κρατάει το βασικό του άξονα που εφάρμοσε και με βάση αυτόν κινείται για τη νέα του προσπάθεια. Διατηρεί λοιπόν αφενός τη συνταγή της επιτυχίας στο συνθετικό τομέα και αφετέρου τον καταξιωμένο Bruce Fairbairn στην παραγωγή. Το αποτέλεσμα είναι ένα απόλυτα ισορροπημένο άλμπουμ, με ξεσηκωτικές rock συνθέσεις, μελωδικά ρεφρέν, τρομερά σόλο από τους Joe Perry και Brad Whitford αλλά και γεμίσματα από πλήκτρα και πνευστά σε αρκετά κομμάτια να συνθέτουν το σκηνικό. Ο συνεχής ρυθμός των κομματιών δύσκολα θα μπορούσαν να δημιουργήσουν την οποιαδήποτε υποψία πλήξης στον ακροατή. Φέρνοντας τις μελωδίες στο μυαλό του κανείς, θα μπορούσε να υποθέσει ότι οι στίχοι του Pump θα είχαν μια ελαφρότητα ανάλογη της ανάλαφρης διάθεσης που δημιουργεί η μουσική. Κάθε άλλο. Οι Aerosmith υιοθετώντας ένα νέο φιλοσοφικό στυλ, διαπραγματεύονται ζητήματα βαρύνουσας σημασίας όπως η αιμομιξία, ο φόνος, τα ναρκωτικά και το αλκοόλ. Από την πρώτη στιγμή που κυκλοφόρησε ο δίσκος αγκαλιάστηκε τόσο από τον κόσμο όσο και από τους κριτικούς που το στόλισαν με εγκωμιαστικά σχόλια. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι μέχρι σήμερα έχει πουλήσει περισσότερα από 7 εκατομ. αντίτυπα στην Αμερική χαρίζοντας και μια σειρά από πρωτιές στους Aerosmith. Το “Janie’s got a gun”, κέρδισε βραβείο Grammy στην κατηγορία best rock performance, το “Love in an elevator”, αποτέλεσε το πρώτο τους hit που βρέθηκε στην κορυφή του Mainstream Rock Tracks Chart, ενώ το άλμπουμ είναι το μοναδικό που έχει καταφέρει να έχει τρία κομμάτια κομμάτια στην πρώτη δεκάδα του Billboard Hot 100. Τέλος αποτέλεσε το τέταρτο σε πωλήσεις άλμπουμ της χρονιάς.
1. Young Lust , 2. F.I.N.E. , 3. Love in an Elevator, 4. Monkey on My Back , 5. Janie's Got a Gun
6. The Other Side, 7. My Girl , 8. Don't Get Mad, Get Even, 9. Voodoo Medicine Man, 10. What It Takes
Σαν σήμερα συμπληρώνονται 37 ολόκληρα χρόνια από την κυκλοφορία του πέμπτου δίσκου των Thin Lizzy, Fighting. Έχοντας περάσει τέσσερα χρόνια, μέσα από τέσσερεις διαδοχικές κυκλοφορίες στις οποίες αναζητούν τη μουσική τους ταυτότητα, πλέον έρχεται η στιγμή που το πετυχαίνουν. Καθοριστική σημασία σε αυτό παίζει η προσθήκη των δύο κιθαριστών τους, Scott Gorham και Brian Robertson. Οι δυο τους ήρθαν και ταίριαξαν τους ήχους τους τόσο καλά σε σημείο που είναι δυσδιάκριτο να βρεις πότε παίζει ποιος, αποτελώντας έτσι ένα από τα καλύτερα κιθαριστικά δίδυμα που έχουν υπάρξει ποτέ. Οι Ιρλανδοί βρίσκουν εν τέλει έναν αναγνωρίσιμο ήχο που χαρακτηρίζεται από τις δισολίες των προαναφερθέντων και αντλεί στοιχεία από hard rock, blues και folk επιρροές. Όλα τα μέλη της μπάντας συμβάλλουν στο συνθετικό κομμάτι, αρμοδιότητα που, πλην του ξεκινήματός τους, είχε αναλάβει εξ ολοκλήρου ο Phil Lynott, ο οποίος πάντως βρίσκεται σε μεγάλη φόρμα γράφοντας κομμάτια που έχουν φρέσκο ήχο και μουσικό βάθος, ενώ αξιοσημείωτη είναι και η ικανότητα του στο μπάσο. Το Fighting παρουσιάζει γενικά αρκετά πιασάρικα ρεφρέν, όμορφα φωνητικά και κιθαριστικές μελωδίες, δείχνοντας μια προσπάθεια της μπάντας να χαρακτηρίσει τον ήχο της hard rock, ενώ στιχουργικά, τα πράγματα κινούνται σε μέτρια επίπεδα. Εδώ όμως μπαίνουν τα θεμέλια για να ακολουθήσει το τεράστιο “Jailbreak”.
Για το RockOverdose.gr: Χαρά Νέτη