ALBUM ANNIVERSARY
Στην καρδιά του καλοκαιριού, στα μέσα Ιουλίου, ένα αλλιώτικο, καυτό άλμπουμ, ανεβαίνει στα δισκοπωλεία, μια αλλιώτικη μπάντα έρχεται να ταράξει τα νερά της ολίγον «άνευρης» heavy metal σκηνής των late 80’s. Το “Appetite for Destruction” είναι γεγονός και συμπληρώνει σήμερα 25 χρόνια ζωής. Σε μια φάση ζωής όπου οι δημιουργοί του είναι άφραγκοι, μένουν σε ένα δωμάτιο τόσο μικρό που μοιάζει με κουτί, κάνουν ναρκωτικά έχοντας πλάι τους διάφορες γυναίκες να τους κάνουν παρέα, φτιάχνεται ένα άλμπουμ που κουβαλάει μέσα του όλη την αλήθεια. Οι βιωματικές καταστάσεις γίνονται τραγούδια και αυτή η ειλικρίνεια του δίσκου μαζί με έναν διαφορετικό, ξεχωριστό hard rock ήχο σε punk διάθεση τον κάνουν απλά μοναδικό. Είναι αδύνατο να συλλάβει ο νους ότι, μαζί με τόσα καλούδια, το ίδιο άλμπουμ μπορεί να περιέχει τα “Sweet Child o' Mine”, “Paradise City”, “Welcome to the Jungle”. Μοιάζει μάλλον με best of συλλογή και ελάχιστα με παρθενική δουλειά συγκροτήματος. Τα πάντα σε αυτό είναι δυνατά, από τη φωνή του Axl που ηχεί σαν σειρήνα μέχρι τα φλογερά riff του Slash και τα απίστευτα σολαρίσματά του καθώς και τα εκκωφαντικά χτυπήματα στα τύμπανα του Adler. Πολλά από τα κομμάτια του είχαν γραφτεί όταν έπαιζαν σε γνωστά club του Los Angeles. Με λίγες εξαιρέσεις, έλαβε πολύ καλές κριτικές και έπιασε την κορυφή του Billboard 200. Μέχρι τον Σεπτέμβρη του 2008 είχε γίνει 18 φορές πλατινένιο και υπολογίζεται ότι έχει ξεπεράσει σε πωλήσεις τα 30 εκατομμύρια αντίτυπα, νούμερο ανήκουστο για πρώτο δίσκο συγκροτήματος. Στην αρχική έκδοση του άλμπουμ, το εξώφυλλο, βασισμένο σε πίνακα του ζωγράφου Robert Williams, απεικόνιζε ένα ρομπότ να έχει βιάσει μια πόρνη στο δρόμο καλωσορίζοντας έτσι τον ακροατή στη «ζούγκλα της παραδισένιας πόλης». Όμως οι έντονες αμφισβητήσεις και συζητήσεις που δημιουργήθηκαν σε συνδυασμό με τις αντιδράσεις κάποιων πωλητών στα δισκοπωλεία είχαν ως αποτέλεσμα να απογορευθεί η κυκλοφορία του και να να αντικατασταθεί από τη γνωστή εικόνα με το σταυρό και τα κρανία των πέντε μελών της μπάντας. Αυτό που δεν αμφισβητήθηκε σε καμία περίπτωση ήταν η άποψη πως μετά από αυτό το σαρωτικό ντεμπούτο, οι Guns N Roses θεωρούνταν η καλύτερη πρωτοεμφανιζόμενη μπάντα που υπήρξε ποτέ.
Σαράντα δύο ολόκληρα χρόνια έχουν περάσει από τότε που το τρίτο κόσμημα της συλλογής των Black Sabbath ήρθε να στολίσει τη μουσική δισκογραφία του πλανήτη. Το “Master of reality”, έρχεται με αποστολή του να συνεχίσει την απίστευτη επιτυχία του “Paranoid” και σε μεγάλο βαθμό τα καταφέρνει. Οι δε Sabbath, καταφέρνουν κάτι ακόμη δυσκολότερο: να κυκλοφορήσουν τρία άλμπουμ σε δύο χρόνια επιτυγχάνοντας να διατηρήσουν το σκληρό τους ήχο χωρίς να επαναλαμβάνουν τους εαυτούς τους. Έρχονται με φρέσκες ιδέες, συνθέτοντας ένα άλμπουμ σε πιο απλή δομή συγκριτικά με τους δύο προκατόχους του, εστιάζοντας στην βαρύτητα του ήχου. Ο Tonny Iommi, αποδεικνύοντας ότι πρόκειται για μια κιθαριστική ευφυία, κουρδίζει την κιθάρα του τρία ημιτόνια χαμηλότερα, ώστε να μειώσει την ένταση από τα δύο τραυματισμένα του δάχτυλα λόγω του βιομηχανικού ατυχήματος που είχε πριν κάποια χρόνια. Από κοντά τον ακολουθεί και ο Buttler, κουρδίζοντας επίσης το μπάσο του έτσι ώστε να ταιριάζουν ηχητικά. Αν και δεν αποσκοπούσαν σε αυτό, ο ήχος αλλάζει προς μια βαρύτερη κατεύθυνση περισσότερο από το αναμενόμενο και μολονότι η αλλαγή δεν είναι ριζική, ανοίγουν νέες δυνατότητες για την μπάντα. Κάπως έτσι μπαίνουν τα θεμέλια για τη δημιουργία του είδους της “stoner” δύο δεκαετίες αργότερα, εμπνέοντας πολλές μπάντες στη δημιουργία του ήχου τους και δικαιολογώντας ακόμα μία φορά το χαρακτηρισμό «πρωτοπόροι» που τους αποδίδεται. Το άλμπουμ περιέχει οκτώ κομμάτια σε ατμόσφαιρα χαρούμενης κατάθλιψης, με riff που κάνουν θραύση, όλα ξεχωριστά, σκοτεινά, βαριά, αμείλικτα, τον ήχο του μπάσου να είναι αισθητός και δυνατός όπως και τα τύμπανα του ικανότατου Bill Ward. Μέσα σε όλα αυτά έρχεται και η αξεπέραστη φωνή του Ozzy, που έχει βελτιωθεί σημαντικά όπως και οι υπόλοιποι που διαρκώς εξελίσσονται επεκτείνοντας τις δυνατότητες και το στυλ τους. Οι στίχοι των κομματιών εκτός του ότι ασχολούνται με τη θρησκεία και τα ναρκωτικά, περιέχουν και μηνύματα με περιεχόμενο διαμαρτυρίας κατά του πολέμου προσαρμοσμένοι στην επικρατούσα κοινωνική και πολιτική κατάσταση της εποχής. Ο δίσκος έλαβε πολύ καλές κριτικές, έφτασε στην 5η θέση των chart της Βρετανίας και στην 8η θέση της Αμερικής, όπου πούλησε πάνω από 2 εκατομμύρια αντίτυπα. Το γεγονός δε, ότι τα περισσότερα κομμάτια του έχουν διασκευαστεί ή επανεκτελεστεί από διάφορες μπάντες μόνο εντύπωση δεν μπορεί να προκαλέσει. Τριάντα πέντε λεπτά αποτελούμενα από συνθέσεις all time classic, με ιδαίτερη μνεία στα “Sweet leaf” και “Children of the grave” δύο κλασσικoύς ύμνους, πραγματικά καταπληκτικές ρυθμικές δημιουργίες. Το “Master of reality” είναι αναμφίβολα ένας από τους πιο δυνατούς δίσκους, από την πιο δυνατή ίσως σύνθεση των Black Sabbath.
Η 21η Ιουλίου του 1987 μόνο τυχαία μέρα δεν ήταν αφού την ίδια μέρα «γεννήθηκε» και το τέταρτο άλμπουμ της μπάντας του Dio, “Dream Evil”. Με ένα “Sacred Heart” να έχει προηγηθεί κάτω υπό δυσάρεστες συνθήκες, λόγω της τριβής που υπήρχε με τον Vivian Campbell, το εν λόγω άλμπουμ αποτελεί μια συνειδητή προσπάθεια για επιστροφή στον κλασσικό Dio ήχο. Έτσι λοιπόν το αποτέλεσμα είναι ένας δίσκος πιο σκοτεινός και σε πιο heavy ύφος από τον προκάτοχό του, με τον Craig Goldy να αντικαθιστά τον Campbell αποδίδοντας εξίσου καλά και τον Claude Schnell για πρώτη φορά επίσης στα πλήκτρα, αμφότεροι πρώην μέλη των Rough Cutt. Κατά τα άλλα υπάρχει αρκετή ποικιλομορφία στο άλμπουμ, αφού συναντά κανείς από πολύ γρήγορα μέχρι slow τραγούδια σε πιο blues ύφος. Από την άλλη, η προσθήκη πλήκτρων σε ορισμένα κομμάτια διατηρείται καθώς και μία, ελαφρότερη πάντως, εμπορική τάση. Οι στίχοι συνδέονται σε φάσεις με το υπερφυσικό και τη φαντασία, αλλά σε ορισμένες άλλες έχουν πιο ρεαλιστικό περιεχόμενο. Όσο για τις ερμηνείες του Dio, είναι περιττό να σχολιάζονται τα αυτονόητα, αφού το ταλέντο του μπορεί να κάνει ακόμα το μέτριο να ακουστεί -το λιγότερο- καλό. Το άλμπουμ μπήκε στη θέση 43 του Billboard 200 και μέσα στη δεκάδα των βρετανικών chart, παραδόξως όμως έμεινε εκτός νωρίτερα του αναμενόμενου, επιβεβαιώνοντας την άποψη ότι πρόκειται για μια αρκετά υποτιμημένη δουλειά. Στο “Dream Evil” ακούει κανείς αυτό που περιμένει να ακούσει από τον μεγάλο Ronnie James Dio, δηλαδή ποιοτική, μελωδική heavy metal μουσική. Είναι μια συνεπής δουλειά, με όλα τα κομμάτια να φέρουν τη σφραγίδα του καλλιτέχνη και πολλά από αυτά τραγουδιούνται ευχάριστα ως και σήμερα.
Δεκατέσσερα χρόνια πριν, η όγδοοη δουλειά των Anthrax είναι γεγονός και ο τίτλος αυτής “ Volume 8: The Threat Is Real”. Είμαστε στο 1998, μία εποχή που από τη μια η metal σκηνή έχει κάποια καλά δείγματα να παρουσιάσει και ετοιμάζεται για μια μεγαλύτερη άνθιση, από την άλλη η thrash σίγουρα δε διανύει την καλύτερη περίοδο της. Οι Anthrax δε θα αποτελέσουν εξαίρεση στον κανόνα. Έχουν πίσω τους ένα πολύ μέτριο “Stomp 442” και συνεχίζουν με το “Volume 8…” το οποίο είναι σαφώς καλύτερο αλλά δε μπορεί να συγκριθεί με τις ένδοξες εποχές του παρελθόντος. Ο ήχος του εν λόγω άλμπουμ είναι μια μίξη nu metal με hard rock στοιχεία, ήχος καλαίσθητος μεν, μακριά από τις ξεχωριστές thrash μέρες τους. Τα ιλιγγιώδη riff, τα βαθιά κιθαριστικά σόλο και γενικά οι ξεσηκωτικές κιθάρες μοιάζουν μακρινή ανάμνηση. Αυτά όλα είναι που θα κρατήσουν και πάλι δυσαρεστημένους πολλούς από τους οπαδούς τους. Δυστυχώς ή ευτυχώς απαιτεί ανοιχτό μυαλό για να αρέσει σε κάποιον η συγκεκριμένη δουλειά γιατί απέχει παρασάγγας από τους Anthrax της δεκαετίας του ’80. Υπάρχουν εμπορικά τραγούδια, μικρότερης εμβέλειας κιθάρες, εντελώς διαφορετικές πλέον, δυνατά τύμπανα και ένα μεγάλο ατού: τα άψογα φωνητικά του John Bush. Είναι ένα εναλλακτικό άλμπουμ, με καλή ενέργεια, που ακούγεται πολύ πιο χαλαρά και άνετα από το προηγούμενο αφού έχει αρκετό καλό υλικό για να κρατήσει τον ακροατή.
Για το RockOverdose.gr: Χαρά Νέτη