A STAR IS BORN
Γενέθλια σήμερα για τον Mr. W.A.S.P., Blackie Lawless, που κλείνει τα 56 του χρόνια. Ο Stephen Duren όπως είναι το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στο Staten Island της Νέας Υόρκης και μεγάλωσε σε ένα θρήσκο οικογενειακό περιβάλλον με θείο ιεροκήρυκα, παππού διάκονο και πατέρα επιστάτη σε Κατηχητικό. Μάλιστα πήγαινε και ο ίδιος στην εκκλησία μέχρι να φτάσει προς το τέλος της εφηβείας του. Σε ηλικία εννέα ετών απέκτησε την πρώτη του κιθάρα και σχημάτισε την πρώτη του μπάντα, τους “The Underside” . Τα εφηβικά του χρόνια μόνο ήσυχα δεν χαρακτηρίζονται, αφού στα 13 του μαχαιρώθηκε σε καβγά και ένα χρόνο μετά πήγε σε στρατιωτικό σχολείο ώστε να μάθει πειθαρχία. Σε ηλικία 16 ετών έπαιξε με τις μπάντες Black Rabbit και Orfax Rainbow. Σημαντικό βήμα για τη συνέχεια του υπήρξε η πρόσληψη του στους New York Dolls μετά την αποχώρηση του κιθαρίστα τους Johnny Thunders. Μετά από έξι μήνες παραμονής εκεί, ο “Blackie Gooseman” όπως ήταν τότε το καλλιτεχνικό του ψευδώνυμο, μαζί με τον μπασίστα Arthur Kane αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τη Νέα Υόρκη και να εγκατασταθούν στο Los Angeles. Σχημάτισαν παρέα τους Killer Kane και κυκλοφόρησαν ένα EP ώσπου τελικά οι δρόμοι τους χώρισαν. Το 1976 μαζί με τον Randy Riper σχηματίζουν τους Sister, ένα από τα πρώτα γκρουπ στο L.A. που πειραματίστηκαν με απόκρυφους συμβολισμούς και εμφανίστηκαν φορώντας make up. Οι Sister δεν κατάφεραν να προσεγγίσουν το ενδιαφέρον κάποιας δισκογραφικής και τελικά διαλύθηκαν. Μετά από μία ακόμη αποτυχημένη απόπειρα σχηματισμού μπάντας, των Circus Circus, ο Blackie με τον Randy Riper ήρθαν εκ νέου σε επαφή αφού ο πρώτος πίστευε ότι έχει αρκετό καλό υλικό για να ιδρύσει καινούριο συγκρότημα. Στη σύνθεση τους προστέθηκαν οι Chris Holmes και Tony Richards, ο Blackie άφησε την κιθάρα και άρχισε να παίζει μπάσο και κάπως έτσι το 1982, γεννήθηκαν οι W.A.S.P. Στα χρόνια που ακολούθησαν το συγκρότημα πέρασε από πληθώρα αλλαγών στη σύνθεση του με τον Lawless να αποτελεί το μοναδικό τους σταθερό μέλος. Εκτός από τις μουσικές του ικανότητες, έχει ασχοληθεί και με την ηθοποιία, έχοντας υπάρξει βασικός υποψήφιος για την ταινία του James Cameron «Εξολοθρευτής 2» στο ρόλο του Τ-100, απορρίφθηκε όμως λόγω του ύψους του (1.94). Είχε επίσης μία μικρή συμμετοχή στην cult ταινία “This is Spinal Tap”.
Τα 42 του χρόνια συμπληρώνει σήμερα ο πρώην ντράμερ και ιδρυτικό μέλος των Sepultura, Igor Cavalera. Η ενασχόληση του με τα τύμπανα ξεκίνησε σε πολύ μικρή ηλικία και μάλιστα όταν σχηματίστηκαν οι Sepultura εκείνος ήταν το νεότερο μέλος της σύνθεσης τους, όντας μόλις 13 ετών, βιώνοντας έτσι από νωρίς την επιτυχία στο πετσί του. Έμεινε σταθερό μέλος της μπάντας μέχρι το 2006, αμέσως μετά την κυκλοφορία του “Dante XXI”, όταν και ανακοίνωσε την αποχώρηση του επικαλούμενος «καλλιτεχνική ασυμβατότητα». Μεταξύ άλλων έχει παίξει και με τις μπάντες Nailbomb και Strife. Ως αποτέλεσμα των μεγάλων επιρροών του από τη hip – hop μουσική διατηρεί μαζί με τη γυναίκα του, Laima Leyton, ένα project υπό την ονομασία DJ duo Mixhell, όπου εξασκεί το ταλέντο του στα μιξαρίσματα ως DJ. Από το 2007 είναι μέλος των Cavalera Conspiracy, μαζί με τον αδερφό του Max, έχοντας κυκλοφορήσει ένα άλμπουμ το 2008. Ο Βραζιλιάνος μουσικός, πέραν της μουσικής, ασχολείται και με διάφορα χόμπι, όπως το surf, το snowboad και τη ζωγραφική, ενώ έχει επίσης και τέσσερα παιδιά.
49 ετών γίνεται σήμερα ένας ταλαντούχος ντράμερ του χώρου, ο γεννηθείς στο San Antonio του Texas, Bobby Jarzombek. Με ένα πάμφθηνο σετ ντραμς που του αγόρασε η μητέρα του στα δέκα του, ξεκίνησε να παίζει με τα αδέρφια του και όταν πλέον βρισκόταν στο Λύκειο, είχε φτάσει να παίζει σε μαγαζιά της περιοχής. Το όνομα του συγκαταλεγόταν στους ικανότερους ντράμερ της πόλης. Ξεκίνησε να παίζει σε ένα ανερχόμενο τοπικό γκρουπ, τους Juggernaut, με τους οποίους είχε την πρώτη του δισκογραφική συμμετοχή, μέσα από το άλμπουμ “Baptism Under Fire”. Και ενώ ετοιμαζόταν η δεύτερη δουλειά της μπάντας, εκείνος είχε ήδη αξιοποιηθεί από τους Riot για το δίσκο τους “Thundersteel”. Μαζί τους έχει κυκλοφορήσει μέχρι σήμερα εννέα άλμπουμ, έχοντας συμμετάσχει και σε περιοδείες σε όλη την Αμερική, την Ευρώπη και την Ιαπωνία. Το 1993, με τον αδελφό του Ron Jarzombek και τον μπασίστα των Riot, Pete Perez, σχημάτισαν τους Spastic Ink, μια μπάντα βασισμένη στο πνεύμα και το στυλ του Frank Zappa, παίζοντας ένα είδος metal «ό,τι να’ναι» χαρακτηριζόμενο από γερές δόσεις παλαβομάρας. Κυκλοφόρησαν δύο άλμπουμ με εγκωμιαστικές κριτικές. Το 1999, όταν ο Rob Halford αποφάσισε να κάνει σόλο καριέρα και έψαχνε ντράμερ για το πρώτο του άλμπουμ, διάλεξε τον Jarzombek όντας εντυπωσιασμένος από τις εξαιρετικές του ικανότητες. Καθόλου τυχαία λοιπόν, οι δυο τους συνεργάστηκαν σε όλα τα άλμπουμ του τραγουδιστή ως το 2003 που επέστρεψε στους Judas Priest αλλά και από το 2009 που δραστηριοποίησε ξανά τη σόλο καριέρα του. Κατά τα άλλα ο δημοφιλής ντράμερ έχει ανά περιόδους συνεργαστεί με διάφορα γνωστά ονόματα όπως: Iced Earth, Fates Warning, Sebastian Bach, Rob Rock, κ.α.
Πριν από 52 χρόνια τέλος, ήρθε στη ζωή ένας σημαντικός κιθαρίστας του χώρου, ο Αμερικανός, Kim Thayil, κυρίως γνωστός ως ιδρυτής και lead κιθαρίστας των Soundgarden. Οι γονείς του έχουν καταγωγή από την Ινδία και ο ίδιος μολονότι γεννήθηκε στο Seattle, μεγάλωσε στο Chicago. Στο σχολείο γνωρίστηκε με τον Hiro Yamamoto, φιλία που συνεχίστηκε και μετά την αποφοίτηση τους, όταν μετακόμισαν στην Ουάσιγκτον, όπου ο Thayil σπούδαζε φιλοσοφία. Στην παρέα τους προστέθηκε και ο συγκάτοικος τους, Chris Cornell και έτσι οι τρεις τους σχημάτισαν τους Soundgarden. Μέσα από πέντε επιτυχημένες κυκλοφορίες, ο κιθαρίστας διακρίθηκε για τις ικανότητες του και τον τρόπο παιξίματός του και μάλιστα θεωρείται από τους πρωτοπόρους grunge κιθαρίστες που έχουν ασκήσει επιρροές στον ήχο του Seattle. Μετά τη διάλυση των Soundgarden, πέρασε από τους Pigeonhead και τους Presidents of the United States of America. Συνέχισε με διάφορες συνεργασίες και το 1999 σχημάτισε τους No WTO Combo, με τους οποίους έκαναν μία συναυλία που κυκλοφόρησε ως άλμπουμ υπό τον τίτλο: “Live from the battle in Seattle”. Από το 2010 που οι Soundgarden επανενώθηκαν είναι ξανά μέλος της σύνθεσής τους.
ALBUM ANNIVERSARY
Στην αυγή της δεκαετίας του ’90 γεννιέται το τέταρτο άλμπουμ των Queensrÿche, το πλέον εμπορικό της καριέρας τους, με το οποίο η αυτοκρατορία που χτίστηκε δύο χρόνια νωρίτερα παίρνει γιγαντιαίες διαστάσεις. Περί Empire ο λόγος λοιπόν, μια δουλειά με την οποία οι Αμερικανοί έχασαν μια μερίδα φανατικών οπαδών τους και κέρδισαν μια μεγαλύτερη, νέων. Όπως και να το κάνουμε, με ένα έπος ονόματι “Operation: Mindcrime” να έχει προηγηθεί, το Empire μοιάζει καταδικασμένο να ζει στη σκιά του. Η εμπορική στροφή στον ήχο τους και ο προσανατολισμός τους σε μια κυρίως rock παρά metal κατεύθυνση, προκάλεσε μπόλικη δυσαρέσκεια σε πολύ κόσμο, (δεν είναι λίγοι αυτοί που το συγκρίνουν με το “Black Album”), για πάρα πολλούς άλλους όμως και ιδιαίτερα για ένα νέο μουσικό ακροατήριο στο οποίο απευθύνθηκαν, ο συγκεκριμένος δίσκος, ήταν ένα σπουδαίο κατόρθωμα. Ποιοτικά το άλμπουμ δεν υστερεί, δεδομένου ότι υπάρχουν αρκετά καλά κομμάτια, χωρίς αυτό να σημαίνει πως απουσιάζουν αυτά που απλά έχουν συμπληρωματικό ρόλο. Η μουσικότητα του είναι εμφανής και οι ερμηνείες του Tate σφύζουν κυριολεκτικά από συναίσθημα. Όσον αφορά τα θέματα που διαπραγματεύεται υπάρχει επίσης σημαντική διαφοροποίηση από τον προκάτοχό του, αφού πλέον οι στίχοι κινούνται γύρω από τις ανθρώπινες σχέσεις και καθημερινά ζητήματα. Διαγράφοντας μια εντυπωσιακή πορεία, έγινε τρεις φορές πλατινένιο, έξι από τα έντεκα κομμάτια του μπήκαν στα chart, ενώ το “Silent Lucidity” έφτασε στην ένατη θέση του Billboard 100 έχοντας και δύο υποψηφιότητες για βραβείο Grammy. Είτε για κάποιους το Empire αποτελεί μια εκπληκτική δουλειά είτε όχι, αναμφίβολα μας παραπέμπει στις γραμμένες με χρυσά γράμματα σελίδες των Queensrÿche, τότε που με το όνομα τους γέμιζαν ολόκληρα στάδια, εποχή που απέχει μίλια φωτός μακριά από όλο αυτό «πανηγύρι» που έχει στηθεί στις μέρες μας γύρω από αυτούς.
Έντεκα χρόνια πριν, χωρίς καλά – καλά να έχει κοπάσει ακόμα ο ντόρος γύρω από το όνομά τους, οι System of a down εξαπολύουν τη δεύτερη τους βόμβα, που αυτή τη φορά ακούει στο όνομα Toxicity. Οι Αρμένιοι, αφήνουν τρία χρόνια να περάσουν για το δεύτερο δισκογραφικό τους βήμα, γεγονός που μόνο τυχαίο δεν χαρακτηρίζεται. Εμφανίζονται πιο ώριμοι, ο ήχος και οι συνθέσεις τους πιο βελτιωμένες, το νόημα των κομματιών πιο βαθύ. Καταφέρνουν έτσι να ξεπεράσουν επιτυχώς τον σκόπελο που λέγεται συνέχεια ενός πολύ πετυχημένου ντεμπούτου άλμπουμ, αφού ο κόσμος το υποδέχεται με ανοιχτές αγκάλες. Μέσα από το Toxicity αναδεικνύεται για άλλη μία φορά η ευφυΐα της τετράδας των SOAD. Οι στίχοι του είναι ευρηματικοί και καταγγελτικοί κατά του πολέμου, των ναρκωτικών , των κυβερνόντων και γενικότερα των πολιτικών. Το σημαντικότερο όμως είναι πως πετυχαίνουν να διατηρούν τον δικό τους, ανορθόδοξο, πρωτότυπο ήχο, που ακούγεται τελικά όμως τόσο οικείος στα αυτιά σε βαθμό που σε κάνει να τον αγαπήσεις. Το Toxicity συγκαταλέγεται εύκολα στα σημαντικότερα άλμπουμ της δεκαετίας και είναι από τα καλύτερα για το 2001. Έκανε την αρχή του από την κορυφή των Αμερικανικών και Καναδικών chart, έχει πουλήσει 12 εκατομμύρια δίσκους παγκοσμίως και μέχρι σήμερα θεωρείται η κορυφαία δουλειά της μπάντας.
Για το RockOverdose.gr: Χαρά Νέτη