Ο μύθος λέει ότι όταν το 1969, ο Jimi Hendrix, ρωτήθηκε λίγο μετά την εμφάνιση του στο Woodstock, πώς είναι να είσαι ο καλύτερος κιθαρίστας στον κόσμο, απάντησε: «Δεν ξέρω. Ρωτήστε τον Rory Gallagher».
«Χωρίς την παραμικρή υπερβολή, ήταν αυτός που με ενέπνευσε να γίνω μουσικός», δηλώνει ο Glen Tipton. «Ήταν σπουδαίος κιθαρίστας… Μπορούσε να κάνει την κιθάρα του να μιλάει… Ήταν ένας ακόμη κιθαρίστας που δεν πήρε ποτέ την αναγνώριση που του άξιζε», είναι τα λόγια του Ace Frehley.
Και πόσοι ακόμη δεν έχουν υποκλιθεί στο ταλέντο αυτού του απίστευτου μουσικού, του γιγαντιαίου blues / rock κιθαρίστα, που με τα ασύλληπτα σόλο του, στιγμάτισε το ιδίωμα, που με τις απίστευτες συνθέσεις του και το στυλ παιξίματός του, κέρδισε το θαυμασμό και την αγάπη, τόσο του κόσμου όσο και των συναδέλφων του, ενώ αποτέλεσε μεγάλη επιρροή και για μεταγενέστερες γενιές μουσικών. Με αφορμή την συμπλήρωση 28 χρόνων από το θάνατό του, σε ηλικία 47 ετών, θυμόμαστε τη ζωή και το έργο του μεγάλου Rory...
Έχουν περάσει 75 χρόνια από τη γέννηση του κορυφαίου κιθαρίστα και blues μουσικού, του ανθρώπου που αναμφίβολα ηγήθηκε και επηρέασε εκτός από αμέτρητους άλλους μουσικούς και ολόκληρο το ιρλανδικό ροκ κίνημα, του Rory Gallagher. Μάρτιος του 1948 λοιπόν και ο Daniel Gallagher, μουσικός που έπαιζε ακορντεόν με τη γυναίκα του, Monica Gallagher, μια τραγουδίστρια στο θέατρο του Ballyshannon το οποίο σήμερα ονομάζεται Rory Gallagher Theater, φέρνουν στον κόσμο το πρώτο απ’ τα δύο παιδία τους, τον Rory. Η οικογένεια μετακομίζει σύντομα από το Ballyshannon της Ιρλανδίας στο Cork και ο Rory από τα εννιά του χρόνια παίρνει την πρώτη του κιθάρα απ’ τους γονείς του και ξεκινά να παίζει ως αυτοδίδακτος. Όπως είχε δηλώσει σε συνέντευξή του, για κάποιο λόγο του άρεσε η ακουστική κιθάρα και ο μουσικός Lonnie Donnegan, ήταν ο πρώτος που τον επηρέασε, με τα folk και blues τραγούδια του. Υπήρξε ακόμα οπαδός των Buddy Holly και Eddie Cochran, όμως τα πρώτα χρόνια ενδιαφερόταν κυρίως για τα αμερικανική folk μουσική. Σταδιακά άκουγε στο ράδιο Muddy Waters, Jimmy Reed , Chuck Berry αλλά και πιο σύγχρονους όπως οι Rolling Stones και o John Mayall. Πού να φανταζόταν ότι με κάποιους απ’ αυτούς, θα κατάφερνε αργότερα να κάνει κοινές ηχογραφήσεις;
Αφού κέρδισε σε διαγωνισμό ταλέντων στην ηλικία των 12, άρχισε να παίζει τόσο με ακουστική όσο και με ηλεκτρική κιθάρα που αγόρασε απ’ τα χρήματα που κέρδισε. Η επιθυμία του γι’ αυτήν την αγορά προέκυψε βλέποντας τον Elvis Presley στην τηλεόραση. Eν τούτοις, η κιθάρα με την οποία συνδέθηκε περισσότερο στην πορεία της ζωής του ήταν μια Fender Stratocaster, που αρχικά προοριζόταν για άλλον μουσικό που την είχε παραγγείλει. Αυτός τελικά δεν την αγόρασε γιατί δεν του άρεσε το χρώμα και η κιθάρα κατέληξε στον Gallagher και μάλιστα μόνο με εκατό λίρες αντίτιμο. Όντας ανήσυχο μουσικό πνεύμα, έμαθε ακόμη να παίζει φυσαρμόνικα και έγινε ειδήμονας στο σαξόφωνο, το μπάσο και το μαντολίνο. Ενώ φοιτούσε ακόμα στο σχολείο, ο Rory, ξεκίνησε να παίζει με επαγγελματικά μουσικά συγκροτήματα σε όλη την Ιρλανδία, τα ρεπερτόρια των οποίων περιείχαν επιτυχίες την εποχής. Από το 1963 μέχρι το 1965 περιοδεύει με τους Fontana Show Band, ώσπου, το 1965, ο Ιρλανδός καλλιτέχνης αποφασίζει να περιορίσει τα μέλη σε έξι και να μετονομάσει το σχήμα σε Impact, με τους οποίους έπαιξε στη Γερμανία και την Ισπανία το 1965 – 1966.
Δεν είχε συμπληρώσει καν τα 20 χρόνια του, παρ’ όλα αυτά είχει καταφέρει να γίνει παγκοσμίως γνωστός με τους Taste, συγκρότημα που ίδρυσε ο ίδιος το 1966 με τους Richard McCracken και John Wilson και το οποίο είχε σύντομα αποδοχή. Αμέσως ταξίδεψαν στο Λονδίνο όπου εμφανίζονταν στο London Marquee Club όπου σημείωσαν επιτυχία και είχαν πολλούς φαν ανάμεσα τους και τον John Lennon. Οι Taste υπέγραψαν στην Polydor και ηχογράφησαν το live ομώνυμο ντεμπούτο τους το 1969 που περιλάμβανε κομμάτια όπως το «Same old story». Τόσο το ομώνυμο άλμπουμ τους όσο και το ακόλουθο “On the boards” που κυκλοφόρησε ένα χρόνο αργότερα, έγιναν δεκτά με ικανοποίηση απ’ το κοινό. Παρά την περιοδεία τους στην Αμερική μαζί με τους Blind Faith και τους Delaney and Bonnie αλλά και την εμφάνιση τους ως support γκρουπ των Cream στην αποχαιρετιστήρια συναυλία τους στο Royal Albert Hall, οι Taste αντιμετώπιζαν τόσο οικονομικά όσο και διαχειριστικά προβλήματα, με αποτέλεσμα να διαλυθούν το 1970. Οι McCracken και Wilson αποχώρησαν για να δημιουργήσουν τους Stuf ενώ ο Gallagher αποφάσισε ν’ ακολουθήσει solo καριέρα. Προσέλαβε τον Wilgar Campbell στα ντραμς και τον πρώην μπασίστα των Deep Joy, Gerry McAvoy με τον οποίο συνεργάστηκε στο μεγαλύτερο μέρος της καριέρας του. Έτσι κυκλοφόρησε το πρώτο άλμπουμ του, το οποίο έφερε το όνομα του “Rory Gallagher” και έφτασε στο νούμερο 40 των Βρετανικών chart. Παράλληλα άρχισε να περιοδεύει σε Ευρώπη και Αμερική κάτι που θα έκανε αδιάκοπα μέχρι το τέλος της ζωής του.
Οι ηχογραφήσεις απ’ την Ευρωπαϊκή του περιοδεία το 1972 «Live in Europe», γνώρισαν μεγάλη επιτυχία, θριαμβεύοντας στο βρετανικό Top 10 αλλά και παγκοσμίως. Κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης περιοδείας του, ψηφίστηκε ως ο μεγαλύτερος μουσικός της χρονιάς. Το 1973 – 1974, η περιοδεία του στην Ιρλανδία, ηχογραφήθηκε επίσης, κυκλοφόρησε σε άλμπουμ «Irish Tour ‘74» και έγινε ταινία με τον ίδιο τίτλο απ’ τον σκηνοθέτη Tony Palmer. Το 1973 ο Rory παρουσίασε δύο ακόμη επιτυχημένες συλλογές, το «Blueprint» και το «Tatoo». Αργότερα τον ίδιο χρόνο σημείωσε άλλη μια προσωπική επιτυχία, σαν φιλοξενούμενος του δίσκου του Muddy Waters “London Sessions” στο Chess. Το 1974 οι Rolling Stones τον κάλεσαν στην Ολλανδία για μια κοινή ηχογράφηση μετά την αποχώρηση του Mick Taylor. Από τους Stones έφυγε σχεδόν αμέσως, τηλεφωνώντας στον αδερφό του (tour manager) ότι η περιοδεία που είχαν κανονίσει στην Ιαπωνία, θα γίνει κανονικά... Τα αρχεία της ταινίας “Irish Tour 1974” παρουσιάστηκαν παράλληλα μ’ ένα διπλό live set με τον ίδιο τίτλο. Σύντομα έγινε το πιο επιτυχημένο προσωπικό του άλμπουμ στην Αγγλία, κερδίζοντας παγκόσμιο έπαινο και προτρέποντας τον να συνεχίσει με μια περιοδεία στην Ανατολή, αργότερα, τον ίδιο χρόνο.
Επιστρέφοντας, ο Rory, προσκλήθηκε να παίξει σ’ ένα άλμπουμ ενός ακόμη παιδικού του ήρωα, του Jerry Lee Lewis (ένα διπλό άλμπουμ ηχογραφημένο στο Λονδίνο), έπειτα στο φεστιβάλ Montreux Jazz ηχογραφώντας με τον Albert King καθώς και σε μια ηχογράφηση μαζί με τον γίγαντα των jazz/blues Chris Barber. Έχοντας συμπληρώσει το συμβόλαιό του με την Polydor, ο Rory, υπογράφει στην Chrysalis το 1975 και παρουσιάζει το «Against the grain». Το 1976, με παραγωγό τον Roger Glover των Deep Purple σε στούντιο του Μονάχου, κυκλοφορεί τον κορυφαίο δίσκο του Calling Card ο οποίος οδηγείται κατ’ ευθείαν στην κορυφή των chart παγκοσμίως.
Ο Rory, έγραψε ιστορία στην τηλεόραση σαν ο πρώτος καλλιτέχνης που εμφανίστηκε στο “Rockpalast” live σε 15 χώρες, με κοινό γύρω στα 50 εκατομμύρια. Το 1978 επέστρεψε στη Γερμανία όπου ηχογράφησε το πολύ πετυχημένο “Photo Finish”. Συνέχισε την παγκόσμια περιοδεία του και επανήλθε στο στούντιο για να ηχογραφήσει ένα χρόνο μετά τον εξίσου πετυχημένο δίσκο “Top Priority”. Λίγο αργότερα προέκυψαν κάποιες αλλαγές στο σχήμα και λιγο πριν το live της Ν.Φιλαδελφειας με την προσθήκη του Brendan O'Neill στα ντραμς.
Το Σάββατο 12 Σεπτέμβρη του 1981, ο Gallagher ήρθε στην Ελλάδα και για μια συναυλία στο γήπεδο της Νέας Φιλαδέλφειας. Η συναυλία, μια απ’ τις πρώτες ξένων καλλιτεχνών που γίνονταν στη χώρα, είχε 40.000 θεατές και συνοδεύτηκε από σοβαρά επεισόδια με την αστυνομία. Σύμφωνα με την περιγραφή του ίδιου του καλλιτέχνη: «Ήμασταν βρεγμένοι, τα μάτια μας δάκρυζαν κι όλοι φοβηθήκαμε. Η συναυλία από μόνη της ήταν καταπληκτική. Αλλά ήταν επικίνδυνη. Απλά δεν ήθελα να πεθάνω σ’ ένα γήπεδο ποδοσφαίρου στην Ελλάδα, χωρίς να ξέρω καν τι συνέβαινε….». Την επόμενη μέρα οι εφημερίδες κυκλοφόρησαν με πρωτοσέλιδα όπως: «Κάηκε η Ν. Φιλαδέλφεια απ’ τους ροκάδες», «Συγκρούσεις με δυνάμεις των ματ, κάψιμο περιπολικών, ρίψη δακρυγόνων, κυνηγητό γύρω απ’ το σταθμό του ηλεκτρικού στον Περισσό». Η συναυλία αργότερα κυκλοφόρησε σε bootleg με τίτλο Live in Athens”.
To 1982, o Rory, παρουσίασε το τελευταίο άλμπουμ του στη δισκογραφική Chrysalis, με τίτλο «Jinx», επέστρεψε στην Αγγλία και έκανε άλλη μια παγκόσμια περιοδεία. Το 1985, ίδρυσε τη δική του δισκογραφική εταιρεία, την Capo Records και ξεκίνησε να ηχογραφεί το «Defender» που παρουσιάστηκε το 1987 με επιτυχία σε πολλές χώρες. Το “Fresh Evidence”, το 1990 προσέλκυσε ακόμα μεγαλύτερο κοινό, όταν μαζί με τον Mark Feltham των Nine Below Zero και τη φυσαρμόνικα του, παρουσίασε ένα αναζωογονητικό blues προσανατολισμό, ο οποίος απομακρυνόταν απ’ τους πιο ροκ ήχους των προηγούμενων άλμπουμ του. Η πορεία των περιοδειών του συνέχισε μ’ ένα νέο συγκρότημα που δημιούργησε στις αρχές του 1993. Στις αρχές του ίδιου έτους, τα πρώτα σημάδια της επιρροής του αλκοόλ στην υγεία του φάνηκαν, κατά τη διάρκεια μιας ζωντανής εμφάνισης του στο London’s Town Country Club. Δυσαρεστημένοι οπαδοί του, τον ανάγκασαν να συντομεύει την εμφάνιση του, και ο ίδιος διακήρυξε ότι δε θα ξαναεμφανιζόταν στο Λονδίνο ποτέ ξανά.
Τα λόγια του θα αποδεικνύονταν προφητικά… Τα Χριστούγεννα του 1994 τα σχέδια του για περιοδείες έπρεπε να ματαιωθούν. Η τελευταία του εμφάνιση ήταν στην Ολλανδία στις 10 Ιανουαρίου 1995, στο Nighttown – theatre. Τον Απρίλιο υποβλήθηκε στο Λονδίνο σε μεταμόσχευση ήπατος λόγων των χρόνιων προβλημάτων του με το αλκοόλ και χτυπημένος από πνευμονικό οίδημα, κατέληξε στις 14 Ιουνίου 1995, σε ηλικία μόλις 47 ετών.
Ακολουθώντας την παράδοση των blues, είχε προβλέψει τον θάνατό του 20 χρόνια νωρίτερα, στο άλμπουμ “Irish Tour”, όταν τραγούδησε το «Too much alcohol». Είναι θαμμένος στο νεκροταφείο Saint Oliver, στο Κορκ της Ιρλανδίας. Ο τάφος του στολίζεται από πέντε χρυσές ακτίνες. Το 2007 στο Δουβλίνο τα εγκαίνια αφιερωμένου μνημείου αποκάλυψαν μια κιθάρα, στερεωμένη ψηλά, στην πλατεία του Temple Bar της πόλης.
28 χρόνια μετά τον πρόωρο θάνατό του, ο Rory Gallagher χαίρει βαθιάς εκτίμησης σύσσωμης της rock κοινότητας, ενώ η μουσική του είναι τόσο δημοφιλής όσο ποτέ, έχοντας χιλιάδες πιστούς οπαδούς.