ALBUM ANNIVERSARY
Δεκατέσσερα χρόνια πριν, οι Death, βάζουν τον επίλογο στο μεγαλειώδες έργο τους, με την κυκλοφορία του έβδομου και τελευταίου άλμπουμ τους, του The Sound of Perseverance, ενός από τα καλύτερα metal άλμπουμ όλων των εποχών. Η μεγάλη προσωπικότητα που ακούει στο όνομα Chuck Schuldiner, άνθρωπος στον οποίο χρωστάει την ύπαρξη του ολόκληρο το ιδίωμα της death metal, μεγαλουργεί, κατορθώντονας να αναμείξει τα καλύτερα στοιχεία των τριων προηγούμενων δίσκων της μπάντας και να τα εξελίξει ακόμη περισσότερο, φτιάχνοντας ένα άλμπουμ ακόμη πιο επιθετικό, πιο progressive και μελωδικό από πριν. Οι ταχύτητες, η υψηλή τεχνική και η πολυπλοκότητα των συνθέσεων έχουν την τιμητική τους. Τα κομμάτια είναι πρωτότυπα, ξεχυλίζουν από ένταση, ποικιλία και μελωδία ενώ το γεγονός ότι τίποτα δεν είναι προβλέψιμο στη δομή τους, κρατά το ενδιαφέρον αμείωτο. Η προσθήκη του Richard Christy στα ντραμς είναι ένα από τα πλέον σημαντικά στοιχεία του άλμπουμ αφού τα παίξιμο του είναι αστραπιαίο και εντυπωσιακά ακριβές. Αν υπάρχει κάτι που επισκιάζει την εκτελεστική του δεινότητα δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο από την κορυφαία κιθαριστική δουλειά του Schuldiner ο οποίος δημιούργησε έναν αριστουργηματικό metal δίσκο με κομμάτια των οποίων τα σόλο σε συνεπαίρνουν, μαζί δε με τον Shannon Hamm, συνθέτουν ένα λαμπρό κιθαριστικό ντουέτο με μελωδικό και σκληρό παίξιμο. Οι στίχοι είναι επίσης εξαιρετικοί, καλογραμμένοι και εύκολα κατανοητοί. Η απόδοση του κιθαρίστα όσον αφορά τα φωνητικά είναι καθοριστικής σημασίας, με τη φωνή του να ξεχυλίζει από συναίσθημα και επιθετικότητα, προκαλώντας μεγάλη ένταση και αγωνία ανά στιγμές. Ακούγοντας αυτό το υπέρτατο άλμπουμ δύο συναισθήματα σου γεννούνται. Αφενός η έκσταση και το δέος για τις ανυπέρβλητες δημιουργίες του αφετέρου ο θυμός και η απογοήτευση για τον άδικο χαμό του τεράστιου Shculdiner που τόσα ακόμα θα είχε να προσφέρει στο χώρο.
1. Scavenger of Human Sorrow
2. Bite the Pain
3. Spirit Crusher
4. Story to Tell
5. Flesh and the Power It Holds
6. Voice of the Soul
7. To Forgive Is to Suffer
8. A Moment of Clarity
9. Painkiller
Το 1971 οι Deep Purple κυκλοφορούν το πέμπτο άλμπουμ τους, ένα ακόμη κλασσικό του συγκροτήματος, το Fireball. Ένα χρόνο μετά το άλμπουμ σταθμός της μπάντας, “In Rock”, η κλασσική σύνθεση Mark II, κάνει τη δεύτερη δισκογραφική της απόπειρα, η οποία η ιστορία θα δείξει πως αν και πολύ καλή, υστερεί των άλλων τριών (βλ. In Rock, Machine Head και Burn). Σε αυτό το θαυμάσιο κατά τα άλλα άλμπουμ, υπερέχουν τα riff που έχουν hard rock προσανατολισμό, περισσότερο σκληρά από πριν, οι Βρετανοί όμως παίρνουν και στοιχεία από προηγούμενες δουλειές τους υιοθετώντας και κάποια blues και country στοιχεία. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ο ήχος να ακούγεται φρέσκος και ανανεωμένος και το συγκρότημα να μένει συνεπές ως προς την ποιότητα των άλμπουμ του. Πολύ σημαντικό είναι και το γεγονός ότι στο Fireball αναπτύσσονται μεταξύ άλλων και μεγάλες ταχύτητες, και δε θα ήταν υπερβολή να ισχυριστεί κανείς ότι η speed metal βρίσκει ρίζες της κάπου εδώ, ενώ αν ακούσει κανείς το υπέροχο ορχηστρικό “The Mule”, θα εντοπίσει και τον πειραματισμό των Purple με τον progressive ήχο. Το συγκεκριμένο άλμπουμ μπορεί από τους οπαδούς και τους κριτικούς, να συγκαταλέγεται στα κλασσικά της μπάντας, από τα μέλη τους όμως, μόνο ο Ian Gillan είναι σύμφωνος με αυτήν την άποψη. Σίγουρα πολλοί μουσικοί του χώρου πάντως έχουν εκτιμήσει την αξία του, με τον Yngwie Malmsteen να έχει δηλώσει ότι ήταν οκτώ ετών όταν του το έκανε δώρο η αδερφή του και από τότε όλα άλλαξαν γι αυτόν, ενώ ο King Diamond έχει δηλώσει πως το Fireball ήταν το πρώτο άλμπουμ που αγόρασε ο ίδιος όταν ήταν έφηβος και ο ήχος του τον επηρέασε έντονα στην καριέρα του.
1. Fireball
2. No No No
3. Demon's Eye
4. Anyone's Daughter
5. The Mule
6. Fools
7. No One Came
A STAR FALLS
Τέσσερα χρόνια συμπληρώνονται από το θάνατο του Richard Wright, Βρετανού πληκτρά και συνθέτη που διακρίθηκε από την καριέρα του με τους Pink Floyd. Ήρθε στη ζωή στις 28 Ιουλίου του 1943 και μεγάλωσε στο Βόρειο Λονδίνο. Σε ηλικία 12 ετών άρχισε να μαθαίνει μόνος του κιθάρα, τρομπέτα και πιάνο και έκανε κάποια ιδιαίτερα θεωρητικά μαθήματα στο Eric Gilder School of Music. Γράφτηκε στο Πολυτεχνείο το 1962 και εκεί γνωρίστηκε με τους Roger Waters και Nick Mason με τους οποίους έπαιζαν παρέα μουσική. Μη βρίσκοντας ενδιαφέρον στην αρχιτεκτονική, παράτησε τις σπουδές του ένα χρόνο μετά και μπήκε στο London College of Music. Τον πρώτο καιρό ζωής των Pink Floyd , αποτέλεσε εξέχουσα μουσική δύναμη για την μπάντα αφού ειδικά το διάστημα 1967 – 1968 πιστώνεται τη σύνθεση πολλών κομματιών. Στη συνέχεια συνέβαλε σημαντικά στη δημιουργία επικών κομματιών του συγκροτήματος. Το Σεπτέμβρη του 1978, κυκλοφόρησε το πρώτο σόλο project του, με τίτλο “Wet Dream” σημειώνοντας πολύ μικρή εμπορική επιτυχία. Λόγω τόσο προσωπικών του προβλημάτων όσο και δυσκολιών στη σχέση του με τον Waters, αναγκάστηκε να παραιτηθεί από τους Pink Floyd κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων για το “The Wall”. Συμμετείχε παρ όλα αυτά στις εμφανίσεις της μπάντας για την προώθηση του δίσκου. Το “The Final Cut”, του 1983, είναι το μοναδικό άλμπουμ στο οποίο ο Wright δεν εμφανίζεται. Ένα χρόνο μετά μαζί με τον Dave Harris των Fashion, σχημάτισαν ένα μουσικό δίδυμο τους Zee, κυκλοφορώντας το “Identity”, ένα αποτυχημένο άλμπουμ τόσο από άποψη κριτικών όσο και εμπορικά. Το 1996, ήρθε η επιτυχημένη αυτή τη φορά δεύτερη σόλο δουλειά του μουσικού, με συμμετοχές και άλλων ονομάτων. Επίσης, συμμετείχε στη σόλο δουλειά του Gilmour, “On an Island” με πλήκτρα και δεύτερα φωνητικά. Το 2007 συμμετείχε και σε μια συναυλία για τη μνήμη του Syd Barrett. Στην προσωπική του ζωή παντρεύτηκε την πρώτη του γυναίκα το 1965, απέκτησε δύο παιδιά και χώρισε το 1982. Δύο χρόνια μετά ενώθηκε με τα δεσμά του γάμου με τη δεύτερη γυναίκα του αλλά το διαζύγιο ήρθε έξι χρόνια αργότερα. Ο μουσικός έκανε και τρίτη απόπειρα και παντρεύτηκε το 1995, αποκτώντας ένα γιο αλλά δεν και πάλι δεν του βγήκε, αφού χώρισε το 2007. Ο Wright άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 65 ετών, πάσχοντας από άγνωστη μορφή καρκίνου. Το διάστημα εκείνο, δούλευε πάνω σε ένα νέο σόλο άλμπουμ που λέγεται ότι θα περιλάμβανε μια σειρά από ορχηστρικά κομμάτια.
Σαν σήμερα, στις 15 Σεπτεμβρίου του 2004, απεβίωσε ο Johnny Ramone, γνωστός κιθαρίστας από τη θητεία του στους Ramones. Γεννημένος στις 8 Οκτωβρίου του 1948, με το πραγματικό του όνομα, John William Cummings , μεγάλωσε στη γειτονιά του Forest Hills της Νέας Υόρκης και έδειξε από πολύ μικρός έντονο ενδιαφέρον για τη ροκ μουσική. Στα εφηβικά του χρόνια, έπαιζε σε μια μπάντα, τους Tangerine Puppets και ήταν και μέλος και των “greaser” ενός νεανικού «κινήματος» που αποτελούνταν κυρίως από συμμορίες του δρόμου. Δούλεψε για κάποιο διάστημα ως υδραυλικός με τον πατέρα του και έκανε σύντομο πέρασμα από το κολλέγιο της Florida. Στις αρχές της δεκαετίας του ’70 γνωρίστηκε με τον Douglas Colvin (αργότερα Dee Dee Ramone) με τον οποίο είχαν κοινή την αγάπη τους για μπάντες όπως οι Τhe Stooges και MC5. Αποφάσισαν και αγόρασαν ο John μια κιθάρα και ο Colvin ένα μπάσο. Με τον Jeffry Hyman (αργότερα Joey Ramone) να προστίθεται στην παρέα τους, σχημάτισαν τους Ramones, με τον κιθαρίστα να αποτελεί καθοριστικό παράγοντα στη διαμόρφωση του ήχου τους, μέσα από το στυλ παιξίματός του. Ο ίδιος ήταν υπεύθυνος για τη δημιουργία μεγάλης έχθρας στους κόλπους του γκρουπ, όταν ξεκίνησε να βγαίνει με την πρώην φίλη του Joey την οποία τελικά παντρεύτηκε. Παρά το γεγονός ότι οι Ramones συνέχισαν για πολλά χρόνια, οι σχέσεις μεταξύ των δύο μουσικών ήταν ανύπαρκτες. Πέρα από τη μουσική, ο Johnny Ramone, έχει εμφανιστεί αρκετές ταινίες, ντοκιμαντέρ, έχοντας στο ενεργητικό του κι άλλες τηλεοπτικές εμφανίσεις. Ήταν ακόμη γνωστός στην punk rock σκηνή ως υποστηρικτής του συντηρητικού χώρου και θερμός υποστηρικτής του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Σε ηλικία 55 ετών έχασε τη μάχη με το θάνατο, πάσχοντας για πέντε χρόνια από καρκίνο του προστάτη.
Για το RockOverdose.gr: Χαρά Νέτη