Σαν σήμερα 30/11…33 χρόνια για το πιο επίκαιρο concept άλμπουμ! Ακόμη:Κρίμα γιατί ο Chuck θα μπορούσε να κατακτήσει και το progressive και… 67 για ένα μεγάλο Κύριο της ροκ και 57 για τον τεμπέλη Billy

 

 

 

 

 

 

 

 

ALBUM ANNIVERSARY

 

 

Ένα από τα σπουδαιότερα concept άλμπουμ στην ιστορία της μουσικής, το The Wall, συμπληρώνει 33 χρόνια από την κυκλοφορία του. Η δημιουργικότητα των Pink Floyd, φτάνει σε πολύ υψηλά δημιουργικά επίπεδα σε μια πραγματικά δύσκολη περίοδο για το συγκρότημα. Η ιστορία θέλει τον Roger Waters, να παρουσιάζει στα υπόλοιπα μέλη δύο νέες ιδέες, τον Ιούλιο του 1977. Η πρώτη είναι το “The pros and cons of hitch hiking”, που τελικά έγινε το πρώτο σόλο άλμπουμ του ίδιου και η δεύτερη, ένα εννιάλεπτο ντέμο με τον προσωρινό τίτλο “Bricks in the Wall”. Παρά την επιφυλακτικότητα των Mason και Gilmour, γίνεται δεκτό να μετουσιωθεί η δεύτερη ιδέα του σε άλμπουμ. Κάπως έτσι ξεκινούν να δουλεύουν πάνω στο ενδέκατο άλμπουμ τους, έχοντας όμως να αντιμετωπίσουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα και μεγάλες προστριβές μεταξύ τους. Είναι σπάνιο πλέον να βρίσκονται όλοι μαζί στο στούντιο ενώ η σχέση του Wright με τον Waters, τελματώνει εντελώς. Παρ’ όλα αυτά όχι απλά καταφέρνουν να δημιουργήσουν την επόμενη δουλειά τους, αλλά αυτή να είναι τόσο καλή που να θεωρείται από τις κορυφαίες της μακρόχρονης πορείας τους. Η ιστορία, εμπνευσμένη από παιδικά βιώματα του Waters, περιστρέφεται γύρο από κεντρικό χαρακτήρα, τον Pink που χάνει τον πατέρα του στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτό είναι το πρώτο τούβλο στον τοίχο για να ακολουθήσουν και άλλα, που ξεκινούν από την καταπίεση της μητέρας του και των καθηγητών του, με τον ήρωα να καταλήγει ναρκομανής, ενώ φθαρμένος από την μουσική βιομηχανία να  μεταμορφώνεται σε έναν καταθλιπτικό μεγαλομανή ροκ σταρ. Στο τέλος του άλμπουμ, το ολοένα και πιο φασιστικό ακροατήριο απλώς παρακολουθεί τον Pink να «κατεδαφίζει τον τοίχο» και να μετατρέπεται και πάλι σε ένα νορμάλ άτομο. To “The Wall” έρχεται με το δικό του δημιουργικό, καλυμμένο τρόπο, να αντιτεθεί στην κοινωνική καταπίεση, να κοντραριστεί με το σύστημα και τα αφυπνίσει τη γενιά της εποχής του. Πρόκειται για ένα εξαιρετικό έργο, δομημένο γερά, με αξιομνημόνευτη συνοχή και συνθέσεις που περιλαμβάνουν αρκετό πειραματισμό, μέσα από χρήση ηχητικών εφέ ή αποσπασμάτων από λόγους. Κομμάτια ανεκτίμητης αξίας περιλαμβάνονται μέσα καθώς και το μνημειώδες “Comfortably Numb”, με τον Dave Gilmour να συνθέτει και να εκτελεί ένα από τα καλύτερα σόλο της καριέρας του. Εδώ πρέπει να τονιστεί πως μπορεί ο Waters να πιστώνεται τη σύλληψη της ιδέας του άλμπουμ, όμως το αποτέλεσμα δε θα ήταν αυτό αν δεν είχαν συμβάλλει τα μέγιστα και τα υπόλοιπα μέλη της μπάντας. Ο δίσκος έμεινε στην κορυφή των Billboard chart για δεκαπέντε εβδομάδες. Έφτασε στην 4η θέση του Top 100 albums όλων των εποχών, με 23 εκατομμύρια πωλήσεις μόνο στην Αμερική. Το “The Wall” μας υπνωτίζει, καλωσορίζοντας μας σε έναν κόσμο τρέλας, εκεί που το τοίχος έχει υψωθεί τόσο ψηλά που δεν αφήνει καμία δυνατότητα εξόδου. Η μαγεία του εντοπίζεται στο ότι είναι αριστουργηματικό μουσικά, καθηλωτικό και κυρίως, πάντα επίκαιρο! 

 

 

Ο Chuck  Schuldiner ήταν ένας μεγάλος μουσικός νους και όπως φάνηκε από το έργο του, είχε αρκετές δημιουργικές ανησυχίες. Μία από αυτές ήταν και οι Control Denied, ένα συγκρότημα που σχημάτισε το 1996, πέντε χρόνια πριν το θάνατό του. Επιθυμία του ήταν να επικεντρωθεί σε ένα μελωδικότερο στυλ από αυτό των Death και κυρίως να αφοσιωθεί στη σύνθεση πολυπλοκότερων συνθέσεων με όπλο την κιθάρα του.  Το The Fragile Art of Existence, είδε το φως το 1999 και είναι το πρώτο και μοναδικό ολοκληρωμένο δείγμα της νέας του αναζήτησης μέσα από την οποία αποδεικνύει για άλλη μια φορά το απαράμιλλο ταλέντο του. Βασική κατευθυντήρια γραμμή του άλμπουμ είναι το progressive είδος. Μέσα σε αυτό όμως συγχωνεύονται με εκπληκτικό τρόπο τόσο death στοιχεία, όσο και power επιρροές με πολλά ορχηστρικά μέρη. Οι κιθάρες αλλάζουν συνέχεια ταχύτητα φέροντας πάντα τη σφραγίδα του ήχου του Schuldiner, ενώ υπάρχουν και ακουστικά κομμάτια. Αυτή τη φορά ο Αμερικανός αποχωρίζεται τα ερμηνευτικά του καθήκοντα για χάρη των συνθετικών και δίνει τη θέση του στον Tim Aymar, η φωνή του οποίου έχει μεγάλο εύρος και είναι η κατάλληλη για τις καθαρές ερμηνείες που επιθυμούσε ο δημιουργός. Το άλμπουμ ξεχωρίζει για τα αρκετά ατμοσφαιρικά στοιχεία και την αύρα που αποπνέει, ενώ και οι ανθρωποκεντρικοί του στίχοι ταιριάζουν απόλυτα με τη μουσική. Τα κομμάτια είναι καλογραμμένα, πολυσύνθετα και τεχνικά με ένα πεντακάθαρο ήχο, πλούσιο και δυνατό. Όλοι οι μουσικοί δίνουν το 100% των δυνατοτήτων τους και συντελούν τα μέγιστα. Φυσιολογικά λοιπόν, το “The Fragile Art of Existence”, θεωρείται ένα ακόμα έργο ανεκτίμητης αξίας στην ανεξίτηλη κληρονομιά που άφησε πίσω του ο Schuldiner.

 

 

A STAR IS BORN

 

 

67 ετών γίνεται ο Roger Glover, Ουαλός μπασίστας, συνθέτης και παραγωγός, γνωστός από τη συμμετοχή του στους Deep Purple. Γεννήθηκε στο Brecon της Ουαλίας και μέχρι τα δέκα του, είχε μετακομίσει με τους γονείς του στο Λονδίνο. Την πρώτη του γεύση από μουσική την πήρε κυρίως από τοπικές μπάντες που έπαιζαν στην pub της οικογένειας του. Στα δεκατρία του ξεκίνησε να παίζει κιθάρα και όταν εγκαταστάθηκαν στο Pinner του Βόρειου Λονδίνου, πήγε σε σχολείο αρρένων, όπου σχημάτισε την πρώτη του μπάντα μαζί με φίλους του, τους Madisons. Αργότερα συγχωνεύτηκαν με ένα αντίπαλο συγκρότημα, και μετονομάστηκαν σε Episode Six, με τον Ian Gillan να ενσωματώνεται στη σύνθεσή τους το 1965. Τέσσερα χρόνια αργότερα, οι δυο τους αποχώρησαν από την μπάντα για να προσχωρήσουν στους Deep Purple. Έχοντας αφήσει την κιθάρα για το μπάσο από την εποχή των Episode Six, κάτι που προέκυψε κατά λάθος σύμφωνα με τον ίδιο, πέρασε τέσσερα χρόνια στους Deep Purple συμμετέχοντας στα άκρως πετυχημένα άλμπουμ “in Rock” και “Machine Head”. Μετά τη δεύτερη περιοδεία του συγκροτήματος, ο μπασίστας αποχώρησε. Καθ 'όλη τη δεκαετία του 1970, ανέλαβε το ρόλο του παραγωγού για ονόματα όπως οι Judas Priest, Nazareth, Elf,  Ian Gillan Band, και David Coverdale. Το 1974, κυκλοφόρησε το πρώτο σόλο άλμπουμ του, με τίτλο “Butterfly Ball”, και το 1978, ένα δεύτερο, το “Elements”. Από το 1979 έως το 1984, συμμετείχε ως μπασίστας, στιχουργός και παραγωγός στη σόλο μπάντα του Ritchie Blackmore, Rainbow, ηχογραφώντας σε τέσσερα στούντιο άλμπουμ της μπάντας. Αφού προχώρησε και σε τρίτη προσωπική προσπάθεια, επέστρεψε στους ανασχηματισμένους Deep Purple το 1984 και έχει παραμείνει στις τάξεις τους μέχρι σήμερα. Μαζί με τον Ian Gillan ηχογράφησαν και το project άλμπουμ “ Accidentally on Purpose”, το 1988.  Μέχρι το 2011, ο μουσικός κυκλοφόρησε δύο ακόμα άλμπουμ. Κατοικεί στην Ελβετία με τη σύντροφο του και έχουν μια κόρη. Στο παρελθόν έχει παντρευτεί δύο φορές και έχει ακόμα μια κόρη από τον πρώτο του γάμο.

 

 

 

Μια γνωστή φυσιογνωμία της ροκ, κλείνει σήμερα 57 χρόνια ζωής. Ο William Michael Albert Broad, γνωστός με το σκηνικό του όνομα, Billy Idol, έχει σήμερα την τιμητική του. Γεννήθηκε στο Middlesex της Αγγλίας, αλλά σε ηλικία δύο ετών μετακόμισε με την οικογένεια του στο Long Island της Νέας Υόρκης. Τέσσερα χρόνια μετά, η οικογένεια μαζί με την μικρότερη αδερφή του, Jane, που γεννήθηκε στην Αμερική, επέστρεψε στο Dorking του Λονδίνου. Το 1971, μετακόμισαν στο Bromley, όπου ο Idol φοίτησε στο Ravensbourne School for Boys. Όντας γόνος συντηρητικής οικογένειας, πήγαινε συχνά στην εκκλησία, ενώ σε ηλικία 10 ετών οι γονείς του τον έγραψαν στους Προσκόπους, απ’ όπου αποβλήθηκε, ένα χρόνο αργότερα, γιατί φιλήθηκε μ’ ένα κορίτσι. Αν και καλός μαθητής, έπληττε αφόρητα απ’ τη μονοτονία της καθημερινότητας και το διάβασμα. Μάλιστα λόγω του κλειστού και αντιδραστικού χαρακτήρα του, ένας απ’ τους καθηγητές του έγραψε στον έλεγχο «Billy is idle – ο Billy είναι τεμπέλης» δίνοντας του, χωρίς να το γνωρίζει, την ιδέα για το όνομα με το οποίο θα διακρινόταν στην μετέπειτα λαμπρή του καριέρα. Billy Idol. Η μεσοαστική ζωή της οικογένειας του τον καταπίεζε πολύ. Μάλιστα ο ίδιος έχει δηλώσει: «Ο πατέρας μου ήταν ένας απ’ τους λόγους που ασχολήθηκα με το rock and roll. Δούλευα στην επιχείρηση του πουλώντας εργαλεία και αναρωτιόμουν: «Πού είναι η διασκέδαση; Που είναι η πλάκα;»  Τον Οκτώβριο του 1975, ο Idol πήγε στο Sussex University όπου έμενε στο κολλέγιο, αλλά έφυγε μετά από ένα χρόνο. Η έκρηξη της punk στην Αγγλία, ήταν η αφορμή για να ξεφύγει απ’ την καταπίεση. Μπήκε  στους Bromley Contingent μια ομάδα φαν των Sex Pistols. Αρχικά ενσωματώθηκε στην punk rock μπάντα, Siouxsie and the Banshees, το 1976, αλλά γρήγορα έφυγε για να ενσωματωθεί στους Chelsea ως κιθαρίστας. Εντούτοις, εκείνος και ο μπασίστας του γκρουπ, Tony James, παραιτήθηκαν γρήγορα και ίδρυσαν τους Generation X, με τον Idol να αναλαμβάνει φωνητικά καθήκοντα. Οι Generation X, υπέγραψαν συμβόλαιο με την Chrysalis Records και κυκλοφόρησαν τρία άλμπουμ. Επίσης έπαιξαν στην ταινία “D.O.A.”, πριν διαλυθούν λόγω διαφωνιών σχετικά με τη μουσική κατεύθυνση που θα ακλουθούσε το συγκρότημα. Απογοητευμένος απ’ τις εξελίξεις, ο καλλιτέχνης επιστρέφει στη Νέα Υόρκη το 1981 και αρχίζει να δουλεύει πάνω στη σόλο καριέρα του, δουλεύοντας με τους Steve Stevens, Phil Feit και Steve Missal, για το ντεμπούτο άλμπουμ του, “Billy Idol”, που κυκλοφόρησε τον Ιούλιο του 1982. Η καθιέρωση του ως σούπερ σταρ στην Αμερική, έρχεται ένα χρόνο μετά, με τη δεύτερη δουλειά του, το “Rebel Yell”. Το Φεβρουάριο του 1990, ο τραγουδιστής ενεπλάκη σε ατύχημα με τη μηχανή του στο Hollywood, που του κόστισε σχεδόν το πόδι του. Καθώς πέρναγε από STOP, τον χτύπησε αυτοκίνητο ενώ κατευθυνόταν σπίτι του από το στούντιο. Χρειάστηκε να του τοποθετηθεί σίδερο στο πόδι. Λίγο πριν απ’ το ατύχημα, ο σκηνοθέτης James Cameron είχε διαλέξει τον Idol να παίξει τον χαρακτήρα Τ-100 στην ταινία “Terminator 2: Judgment Day”, κάτι που λόγω του ατυχήματος όμως δεν έγινε τελικά. Η δεκαετία του ’90 γενικά δεν ήταν η καλύτερη για τον τραγουδιστή, που βίωσε μια κάμψη στην καριέρα του και έμεινε αρκετά πίσω από τα μουσικά δρώμενα. Η αναβίωση του ενδιαφέροντος στο πρόσωπο του, ήρθε από το 2001 και μετά, κυρίως μέσα από την επανένωση του με τον Steve Stevens και την ακουστική περιοδεία τους που ακολούθησε.  Κατά τα άλλα ο Βρετανός, έχει συμμετάσχει σε αρκετές ταινίες και έχει συνεργαστεί ως guest με διάφορους μουσικούς. Στην προσωπική του ζωή δεν έχει παντρευτεί ποτέ, έχει ένα γιο, τον Willen (γεννημένος το 1988) απ’ την πρώην σύντροφο του Perri Lister και μια κόρη, τη Bonnie (γεννημένη το 1989).

 

 

 

Τα 39 του χρόνια κλείνει ο μπασίστας των Disturbed και Adrenaline Mob, John Moyer. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Texas και ξεκίνησε να παίζει περίπου στα δεκάξι του. Μεγάλωσε ακούγοντας Black Sabbath, Metallica, Faith No More και Guns N Roses, συγκροτήματα που αποτελούν και τις σημαντικότερες επιρροές του. Πρωτοξεκίνησε να παίζει από τους Soak μια δημοφιλή μπάντα του Texas και συνέχισε στους The Union Underground, ένα hard rock, επίσης τοπικό σχήμα. Το 2003, κλήθηκε να αντικαταστήσει τον Steve Kmak στους Disturbed και από τότε βρίσκεται σταθερά στη σύνθεσή τους. Λόγω του ότι οι Disturbed διανύουν μια μεγάλη περίοδο παύσης και ο μπασίστας ήθελε να συνεχίσει να παίζει και να μείνει δημιουργικός, δέχτηκε με χαρά την πρόταση του Mike Portnoy να συμμετέχει στο supergroup Adrenaline Mob. Η επίσημη ανακοίνωση της ένταξης του στην μπάντα έγινε τον Φλεβάρη του 2012. Ο Moyer εδώ και δώδεκα χρόνια διδάσκει μουσική σε ένα σχολείο, το Natural Ear Music School στο Austin, του Texas το οποίο έχει περάσει στην ιδιοκτησία του.  Μέσα από μια μη – συμβατική εκπαιδευτική μέθοδο, μαθαίνει στα παιδιά πώς να παίζουν ροκ μουσική με το αυτί. Τέλος να σημειώσουμε, ότι ο μπασίστας παίζει μπάσο με τα δάχτυλα ώστε να πετυχαίνει έναν πιο επιθετικό ήχο.

 

Για το RockOverdose.gr:  Χαρά Νέτη & The Unknown Force

Comments