Γενέθλια για τον πρεσβευτή του ελληνικού metal, Σάκη Τόλη (ROTTING CHRIST)!

 

Στα 52 του χρόνια μπαίνει ο ηγέτης της ιστορικότερης εγχώριας μπάντας, κυρίως όσον  αφορά τον ακραίο ήχο, αλλά και ένας από τους σπουδαιότερους πρεσβευτές του ελληνικού metal, ένας άνθρωπος που μας έχει κάνει περήφανους με όσα έχει καταφέρει με τον κόπο και το πάθος του, ο Σάκης Τόλης!

 


Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα, στη Νέα Ιωνία, αποκτώντας έναν έντονο εθισμό για την metal μουσική, ένας εθισμός από τον οποίο μοιάζει δύσκολο ν’ απαλλαγεί. Ξεκίνησε με κλασσικά heavy metal συγκροτήματα, όπως  Iron Maiden (Το Live EP “Maiden Japan”, μάλιστα είναι ο πρώτος δίσκος που αγόρασε), Black Sabbath και Motörhead, για να συνεχίσει σε πιο σκοτεινά μονοπάτια του death και του Black ήχου, λατρεύοντας μπάντες όπως οι Venom, Bathory, Celtic Frost και Possessed. Η επιθυμία του να μοιάσει στα είδωλα του, τον οδήγησε περίπου στα 16 του χρόνια, ν’ αγοράσει μια κιθάρα και να προσπαθήσει μόνος του να παίξει τα τραγούδια που άκουγε. Σε παλιότερη συνέντευξή του, έχει αναφέρει μάλιστα, πως επειδή η οικογένεια του ήταν φτωχή, αναγκάστηκε να κλέψει χρήματα από τη μητέρα του προκειμένου να πάρει την πρώτη του κιθάρα, με αποτέλεσμα να βάλει τους γονείς του να μαλώσουν, αφού εκείνη νόμιζε ότι είχε πάρει τα λεφτά ο πατέρας του. Ήταν όμως τέτοιο το πάθος του και ο πόθος του, που τίποτα δεν έμοιαζε ικανό να τον εμποδίσει. Δεν πήγε ποτέ του σε ωδείο, ούτε έκανε μαθήματα, είτε κιθαριστικά, είτε φωνητικά.  Έχει δηλώσει άλλωστε πως ποτέ του δεν είχε κάποια ιδιαίτερη μουσική παιδεία και πως κατά βάση δούλευε και δουλεύει με το αυτί. Σύντομα άρχισε να παίζει με τον αδερφό του, τον Θέμη και κάποια άλλα άτομα και το 1985, σχημάτισαν οι δυο τους μαζί με έναν κολλητό τους, ένα τρίο προκειμένου να μπορούν ν’ ακούγονται όπως οι «Θεοί» τους.


rc old days


Από την αρχή επέλεξαν το όνομα Rotting Christ, όνομα που μπορούσε να εκφράσει την τότε ακραία στάση ζωής τους, κι ας ενοχλούσε, κι ας μην μπορούσαν να προβλέψουν τον αντίκτυπο που θα είχε μελλοντικά επαγγελματικά.  Έγραψαν ένα ντέμο και ήρθαν σ’ επαφή με άλλες μπάντες του underground χώρου μέσω ταχυδρομείου, βρίσκοντας τις διευθύνσεις τους σε διάφορα fanzine της Αγγλίας. «Βάζαμε λεφτά μέσα σ’ έναν φάκελο -«κλεμμένα» συνήθως κι αυτά- και τα στέλναμε στη διεύθυνση του περιοδικού. Κι αυτοί μας το έστελναν. Είχε φτιαχτεί έτσι ένα ολόκληρο κύκλωμα -ένα πρώιμο Myspace!- από μπάντες που ανταλλάσσανε ντέμο», θυμάται ο ίδιος. Τελικά το 1990, οι Rotting Christ, κυκλοφόρησαν τον πρώτο τους δίσκο, που μπορεί να μην είχε απήχηση τότε, λόγω του ότι στην Ελλάδα δεν υπήρχε κανένα ανάλογο μουσικό υπόβαθρο, κατάφεραν όμως να εξασφαλίσουν δύο χρόνια μετά, συμβόλαιο με γαλλική εταιρεία, φοβερό κατόρθωμα εκείνη την εποχή.

 

Για πρώτη φορά έκαναν περιοδεία στην Ευρώπη και από κει το ένα έφερε το άλλο, για να φτάσουμε σήμερα να μιλάμε για δώδεκα στούντιο άλμπουμ, καταξίωση και αναγνώριση σε παγκόσμιο επίπεδο. Το συγκρότημα και ο ίδιος προσωπικά, πέρασαν ουκ ολίγα ζόρια προκειμένου να φτάσουν στον επιθυμητό στόχο. «Μπορεί να είχα βοήθεια απ’ τους γονείς μου, αλλά δούλευα και γω. Έχω δουλέψει σε εργοστάσιο, σε οικοδομή ως σοβατζής. Αλλά ήξερα ότι όλα αυτά είναι περιστασιακά. Το όνειρό μου ήταν να κάνω τη μουσική τρόπο ζωής, το οποίο ήταν μεγάλο ρίσκο. Θυμάμαι να μαλώνω με τη μητέρα μου, γιατί δεν έπιανα μια σταθερή δουλειά και δεν μπορούσε να καταλάβει πως εγώ είχα κόλλημα. Περάσαμε και πείνες, αλλά είμαι πολύ ευχαριστημένος, γιατί έκανα αυτό που γούσταρα», έχει πει, για να συμπληρώσει πως μπόρεσε να ζει με τη μουσική, μετά το 2000, όταν είχε φτάσει πια τα 28. Στους Rotting Christ, παίζει κιθάρα και τραγουδάει,χωρίς όπως λέει να έχει κάποια τεχνική ή να έχει κάνει μαθήματα, δρώντας απλά αυθόρμητα, τραγουδώντας όπως αισθάνεται και κάνοντας το καλύτερο που μπορεί. Επίσης είναι ο μοναδικός συνθέτης τους καθώς και ο στιχουργός τους, αντλώντας την έμπνευσή του από τα βάθη της ψυχής του και εκφράζοντας την σκοτεινή πλευρά του εαυτού του, ενώ γράφει μόνο όταν είναι σε κακή διάθεση. Επιπλέον, εκτελεί χρέη μάνατζερ και παραγωγού για το συγκρότημα.

 


thu art lord


 

Από το 1993, o Necromayhem, διατηρεί και δεύτερο γκρουπ, τους Thou Art Lord, ένα project  σε black metal ύφος. Ο ίδιος τους θεωρεί πιο πολύ ως μια μπάντα – χόμπι, καθότι δισκογραφούν όποτε υπάρχει χρόνος, δηλάδή κάθε πέντε χρόνια περίπου. Μέχρι σήμερα, έχουν στο ενεργητικό τους πέντε στούντιο δουλειές. Στην προσωπική του ζωή, λόγω των αδιάκοπων περιοδειών με τους Christ και των γενικότερα διαφόρων μουσικών του δραστηριοτήτων, δεν καταφέρνει να βρίσκει χρόνο για να κάνει χόμπι ή πράγματα εκτός μουσικής, προσπαθεί όμως να κάνει έστω τα βασικά για να διατηρείται σε καλή φυσική κατάσταση. Μουσική ακούει, αρκεί όμως να βρίσκεται σε φάση σύνθεσης κομματιών, ώστε να μην επηρεάζεται. Του αρέσει το black metal σαφώς, βρίσκει όμως ενδιαφέρον και σε άλλα είδη όπως το Industrial και το Gothic, ενώ από σύγχρονα ονόματα του metal ξεχωρίζει τους Cradle of Filth, Dimmu Borgir, Marduk καθώς και τους In Flames.

 

Το 2018 κυκλοφόρησε η πρώτη προσπάθεια να αποτυπωθεί η αυτοβιογραφία των Rotting Christ και κατ' επέκταση του ίδιου, με το  βιβλίο "Non Serviam: The Official Story Of Rotting Christ", που έγραψε ο ίδιος μαζί με τον Dyal Patterson της Cult Never Dies.

 

Επίσης, το  2022 κυκλοφόρησε το πρώτο του solo album με τίτλο "Among The Fires Of Hell" σε συνθέσεις του ίδιου, το οποίο αντικατοπτρίζει τις προσωπικές του μουσικές επιρροές και συναισθήματα.

 

Τέλος, εξακολουθεί να δηλώνει Αεκτζής από καρδιάς, υποστηρίζοντας πως κάποια πράγματα δεν μπορούν ν’ αλλάξουν σ’ αυτή τη ζωή!

 

 

Comments