Ανταπόκριση: JELLO BIAFRA & The GSM – Stress @ Gagarin 205, Αθήνα (24/8/2016)

Σε σχετικές συζητήσεις με εκλεκτούς συνδαιτημόνες τις εβδομάδες που προηγήθηκαν της εμφάνισης του Jello Biafra, απολύτως αναμενόμενα έπεσε στο τραπέζι το δίλλημα του εάν τελικά θα δίναμε ή όχι το παρόν. Οι υποστηρικτές του “Όχι” εδώ που τα λέμε είχαν τα δίκια τους. Τρίτη φόρα ήταν που ο Jello θα μας επισκεπτόταν την τελευταία εξαετία και -ok δε λέω- κομματάρες τα “California Über Alles”, “Holiday In Cambodia”, “Nazi Punks Fuck Off” και “Too Drunk To Fuck” τα οποία παίζει κάθε μα κάθε φορά, αλλά μήπως να ακούγαμε και κάτι άλλο;

Σύμφωνοι, όμως σε μια συναυλία του Jello Biafra δεν πας μόνο για τα παραπάνω. Τουλάχιστον εμένα προσωπικά, με ενδιέφερε να ακούσω και πέντε πραγματάκια από τον σεβάσμιο -σχεδόν-γέροντα Jello για τη σύγχρονη κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά και τον υπόλοιπο κόσμο. Μη λησμονούμε ότι τη δεδομένη στιγμή η Trump-ιάδα είναι στα χάι της και μαζί της γνωρίζουν ισόποση άνοδο ο ρατσισμός και η μισαλλοδοξία, σε μια κοινωνία η οποία ήδη γυρεύει απαντήσεις σε “καυτές πατάτες” όπως η ύφεση, η ανεργία, η αστυνομική βία και η τρομοκρατία επιχειρώντας ριψοκίνδυνες ακροβασίες στα όρια του διχασμού. Εξού και η ανάσυρση του “Riot” -ίσως της κορυφαίας στιγμής της βραδιάς- από το χρονοντούλαπο της δισκογραφίας των Dead Kennedys.



Υπό αυτό το πρίσμα, κομμάτια όπως τα προαναφερθέντα, χρησιμοποιήθηκαν για να ξαναθέσουν ερωτήματα του παρελθόντος, προσαρμοσμένα στις σημερινές προκλήσεις. Κάπως έτσι το “Nazi Punks Fuck Off” ξαναβαφτίστηκε “Nazi Trumps Fuck Off”, το “Forkboy” των industrial rockers Lard νεκραναστήθηκε ως punk rock δυναμίτης, ενώ ακόμα και το “Too Drunk To Fuck” ενδύθηκε σοβαροφανούς υπόστασης, εν είδει σάτυρας των ολοφάνερων κόμπλεξ του περί ου ο λόγος ανδρός.



Η προσφυγική κρίση, η κλιματική αλλαγή, η διαφθορά και το αδυσώπητο πρόσωπο του καπιταλισμού παραλλαγμένου πλέον ως σύγχρονη φεουδαρχία, όλα πέρασαν από το μύλο της σκέψης του Eric Reed Boucher, ο οποίος στα 58 του χρόνια απέδειξε ότι διατηρεί το αισθητήριο του αλάνθαστο. Όπως κι ότι το λέει ακόμα η καρδούλα του, παραμένοντας αεικίνητος επί σκηνής κι εκτελώντας όλες τις σήμα-κατατεθέν φιγούρες και γκριμάτσες του, ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που βούτηξε κατευθείαν στο κοινό κι αφέθηκε στα χέρια του αδηφάγου πλήθους.



Όσον αφορά τους μουσικούς που τον συνόδευαν, απείχαν παρασάγγας από το να χαρακτηριστούν κομπάρσοι. Επιδιδόμενοι σε ένα ρεσιτάλ βερσατιλιτέ, γκρούβαραν διαολεμένα όποτε χρειάστηκε, πάτησαν στρωμένα “γκάζια” σε μεγάλο μέρος του σετ, αλλά εκεί που κέρδισαν με κατεβασμένα χέρια την παρτίδα ήταν στα surf σημεία, τα οποία και απέδωσαν με απαράμιλλη μαεστρία.



Του Jello Biafra και των Guantanamo School Of Medicine είχαν προηγηθεί οι βετεράνοι Stress, τους οποίους δύσκολα κανείς θα χαρακτήριζε ως το πιο δεμένο σχήμα στον κόσμο. Ο drummer τους δεν είναι ακριβώς κι ο Dave Weckl, ο τόνος του μπάσου ήταν εύκολα ο αθλιότερος που έχω ακούσει ποτέ σε επαγγελματικό live, ενώ τον γενικότερο ήχο τους τον έλεγες άνετα και καταληψιακό. Παρόλα αυτά, τη δουλειά την έκαναν και με το παραπάνω. Θες ότι ο “Ο Ήχος Της Ανασφάλειας” είναι πλέον θρυλικός, θες ότι είναι cult, θες ότι το punk κοινό είναι πιο δεκτικό σε “χύμα” καταστάσεις, θες κάτι που εγώ μάλλον αδυνατώ να καταλάβω, το μισό και πλέον Gagarin συμμετείχε με θέρμη και τα σχετικά sing alongs από το πρώτο μέχρι το τελευταίο κομμάτι του set τους και σε τελική ανάλυση αυτό είναι που μετράει.

Κρίνοντας από τη σπουδαία -όσο κι ανέλπιστη- ανταπόκριση του κοινού που κατέκλυσε το Gagarin, το “Ναι” που συζητούσαμε στην αρχή επικράτησε πανηγυρικά. Δόξα τω θεώ, ο Jello δεν είναι πολιτικός και παρέμεινε “Ναι” κι επί σκηνής. Κανείς μας δε μπορεί να ξέρει τι ξημερώνει αύριο, αλλά yesterday it was a blast, το δίχως άλλο.