Ημερομηνία δημοσίευσης: 9 Μαΐου 2017
Επιτέλους η σιωπή εφτά σχεδόν χρόνων, έβαλε τέλος για τους αγαπημένους μου sludge/doomsters Unearthly Trance και με μεγάλη χαρά είμαι στην ευχάριστη θέση να μπορώ να μιλήσω για το νέο έκτο τους άλμπουμ με τίτλο ''Stalking The Ghost'', το οποίο ήδη έχει κερδίσει πολλές ακροάσεις στα ηχεία μου και φυσικά ανέλαβα με χαρά την κριτική του. Ήταν το 2010, όταν το 5ο τους άλμπουμ πήρε εύκολα τον τίτλο ''V'' και ήταν και η τελευταία φορά που είχαμε κάτι ολοκληρωμένο από το καμάρι του Brooklyn.
Στο διάστημα που μεσολάβησε, ο εγκέφαλος / τραγουδιστής / κιθαρίστας Ryan Lipynsky ως πολυπράγμων, συγκεντρώθηκε κυρίως στο να δημιουργεί μαυρίλα με τους καταπληκτικούς The Howling Wind, ή να προσθέτει όγκο και πώρωση με τους Serpentine Path, οι οποίοι στην ουσία ήταν η μετεξέλιξη των Unearthly Trance στο λίγο πιο ακραίο. Εκεί φυσικά και τον συνόδευσαν οι συνοδοιπόροι του από το 2000, Jay Newman στο μπάσο και Darren Verni, ενώ όταν πάρθηκε η απόφαση για την επαναδραστηριοποίηση των Unearthly Trance, το τρίο επέστρεψε με διάθεση να κάνει σαφές ότι το διάλειμμα δε σήμαινε απαραίτητα ότι μέσα τους ηρέμησαν σαν ανήσυχα πνεύματα που πάντοτε ήταν, αλλά μάλλον περισσότερο καλό τους έκανε και ερχόμενη η ώρα να επιστρέψουν μετά το ''V'', το κάνουνε πειστικά και με απαράμιλλο στυλ.
Το ξεκίνημα του δίσκου με το μικρότερο και χαρακτηριστικό κομμάτι του δίσκου ''Into The Spiral'' κάνει σαφές το νόημα αυτής της κυκλοφορίας από τα πολύ πρώτα δευτερόλεπτα.''Εδώ είμαστε, επιστρέψαμε για όλους εσάς που μας στηρίξατε και για όσους δε μας ξέρατε πιο πριν, θα σας κάνουμε να χτυπάτε το κεφάλι που δε χτυπιέται με κάθε ριφφ και σκάσιμο των τυμπάνων''. Ναι φίλοι μου, τίποτα δεν έχει αλλάξει από την ατμόσφαιρα και την αισθητική των... Μπρούκληδων που θα έλεγε και μία ψυχή από τα παλιά, βάρος ασήκωτο που κάνει ακόμα και τους Neurosis, τους Crowbar, τους Eyehategod και τους Zoroaster να μοιάζουν σαν light κασέρι μπροστά τους. Τα δε ριφφ του Lipynsky παραμένουν όχι απλά βαριά, απλουστευμένα και μέσα στην ουσία, αλλά και μέσα στην καλώς εννοούμενη βρωμιά, ο δίσκος έχει μία γρετζάτη χροιά που τον ανεβάζει στα αυτιά του ακροατή που γουστάρει το υλικό του βαρύ και αργό, με 8 κομμάτια σύνολο και 52' διάρκεια, θα πάρετε όσοι το ακούσετε μία άκρως χορταστική δόση στ' αυτιά σας, ενώ το τρίο συνεχίζει το σερί των δίσκων με διάρκεια άνω των 50', μετά το 3ο τους άλμπουμ ''The Trident'' που οι διάρκειες άρχισαν να μεγαλώνουν. Και είναι μόνο η αρχή, καθώς έπεται και άκρως ενδιαφέρουσα συνέχεια η οποία κρατάει το ενδιαφέρον αμείωτο ως το τέλος αυτής της κυκλοφορίας.
Το ''Dream State Arsenal'' είναι το κομμάτι που έγινε διαθέσιμο για το δίσκο δείχνει ότι οι της Relapse είναι μεγάλα γατόνια. Σίγουρα ένα κομμάτι από τα καλύτερα που έχουν γράψει ποτέ και ένα από τα κορυφαία της χρονιάς που θα διανύσουμε ως το τέλος της, κρατάει τον ακροατή καθηλωμένο με τον αργό επιβλητικό ρυθμό του και ''χτίζει'' σιγά-σιγά ένα αόρατο τείχος στο οποίο προστατεύει ή και κλειδώνει αν θέλετε το ενδιαφέρον και την προσοχή σας, και σας οδηγεί στο περαιτέρω ''σκάψιμο'' στα βάθη του δίσκου, τα οποία όσο ανακαλύπτετε, τόσο περισσότερο γουστάρετε και δεν θέλετε να σταματήσετε την έρευνα. Ο Lipynsky πέρα από τα ριφφ του, ακούγεται και ωριμότερος από ποτέ σαν τραγουδιστής, συνεχίζει βέβαια να σκίζει τη φωνή του όσο μπορεί κι όσο πρέπει για να θυμίζει το ένδοξο παρελθόν, αλλά στα τραγουδιστά μέρη, η φωνή του έρπεται μαζί με τις κιθάρες του και δημιουργούν φοβερό αποτέλεσμα, ο Newman προσφέρει υποστηρικτικό όγκο με τις μπασογραμμές του, οι οποίες ακούγονται σε σημεία σαν έξτρα ρυθμική κιθάρα, ενώ ο Verni μπορεί να μην μπλαστάρει και να σκίζει τα δέρματα, αλλά βαράει δυνατά, πολύ δυνατά, με συνέπεια κάθε κομμάτι να μεγαλώνει σε όγκο και επίδραση μέσα σας με κάθε του ακρόαση και με το δίσκο να δείχνει τα δόντια του από πολύ νωρίς και να αποδεικνύει γιατί ήταν και γιατί παραμένουν σπουδαίοι μέχρι σήμερα.
Δίχως να χρειάζεται απαραίτητα να σταθούμε σε κομμάτια, καθότι το ''Stalking The Ghost'' αποτελεί ξεκάθαρα κυκλοφορία που στηρίζεται στο σύνολο, παρά σε ατομικές μονάδες, δε μπορούμε να μην τονίσουμε το φοβερό σπάσιμο ρυθμού μετά τα 2/3 του ''Famine'', που ανεβάζουν το τέμπο του και προσφέρουν ένα από τα καλύτερα σημεία του δίσκου, με τα ''Lion Strength'' και ''Invisible Butchery'' να ανοίγουν τον ήχο των Unearthly Trance προς αποδοχή κι από πιο post metal κοινό ενδεχομένως, με τη γλυκιά βαρύτητα να εμπλουτίζεται από έξυπνα πιασάρικα περασματάκια (ουδόλως εμπορικά όμως, σε καμία των περιπτώσεων) και το ''τέρας'' του δίσκου από πλευράς διάρκειας να είναι το ''The Great Cauldron'', το οποίο διαρκεί πάνω από 9' και σίγουρα αποτελεί μία ισχυρή γροθιά κοντά στο στομάχι, δύσπεπτο και πειθήνιο ταυτόχρονα, σε κάνει να τους βγάλεις το καπέλο και να τους παραδεχτείς για όσα σου προσφέρουν εκ νέου. Το κλείσιμο με το ορχηστρικό -σχεδόν ψυχεδελικό και ονειρικό- ''In The Forest's Keep'', κάνει το δίσκο ακόμα πιό χαρακτηριστικό, ορισμός του ''η ηρεμία μετά την καταιγίδα'', κι ας μην έχεις δεχτεί καταιγισμό από χτυπήματα των τυμπάνων ή ξέσκισμα των χορδών, δεν το έχουν ανάγκη για να γίνουν κολλητικοί κι αποδεκτοί, δεν χρειάζεται καν να προσπαθήσουν να σε πείσουν για την αξία τους, συμβαίνει από μόνο του.
Εντελώς φυσικά και με άκρως πετυχημένο τρόπο, οι Unearthly Trance βρίσκονται ξανά ανάμεσα μας, πράγμα που από μόνο του αποτελεί σημαντικότερο γεγονός κι από αυτή καθαυτή την κυκλοφορία του ''Stalking The Ghost''. Το μεγάλο συν όμως του δίσκου είναι ότι εκτός του να τιμάει τον σχεδόν αψεγάδιαστο κατάλογο του συγκροτήματος, μπορεί να κάνει οπαδούς που δεν τους ξέρουν να τους ψάξουν και να κολλήσουν περαιτέρω με την πάρτη τους, κάτι που πιστέψτε με, αξίζουν όσο πολύ λίγοι εκεί έξω. Ο Lipynsky είναι για μένα από τα μεγαλύτερα παλικάρια εκεί έξω, προσφέρει συνεχώς στο μεταλλικό ήχο, όσοι εκτός από τους προαναφερθέντες με τους οποίους καταπιάστηκε, έχετε τσεκάρει παλιότερα και τους Thralldom, τότε κατανοείτε κι από μόνοι σας για τι άτομο μιλάμε. Ότι κι αν έχει κάνει όμως, κινητήριο του όχημα ήταν και πάντα θα είναι η μπαντάρα αυτή και σίγουρα η αναγέννηση τους έχει πολλά να προσφέρει στο μεταλλικό ήχο γενικότερα. Με τέτοια συγκροτήματα γύρω μας και με τέτοιους δίσκους εν έτει 2017, μπορούμε να ελπίζουμε ότι τα πράγματα θα πάνε πολύ καλύτερα για τον βαρύ ήχο και ότι ποτέ δεν είναι αργά να ανακαλύψετε κάτι που ενδεχομένως να αγνοούσατε για τον χ, ψ λόγο. Δίσκος που τιμάει ένα συγκρότημα που έδειξε αυταπάρνηση τόσα χρόνια και τη σκηνή μίας πόλης όπως η Νέα Υόρκη που πάντα τόνιζε τον όγκο και το βάρος σε ότι κι αν προσέφερε στην ακραία μουσική.
Bαθμολογία: 81/100
Για το Rock Overdose,
Δημήτρης Αλόρας