Ημερομηνία δημοσίευσης: 2 Ιουνίου 2017
Η πρώτη μου επαφή με το frontman των Inglorious, Nathan James, ήταν η συνεργασία με τους Trans Siberian Orchestra. Ακούγοντάς τον να ερμηνεύει το “Someday” σε κάποιο βίντεο, είχα μείνει άναυδος. Ογκώδης, λυρικός και κυρίως τραγουδιστής που γνωρίζει καλά το χειρισμό της φωνής και τοποθετείται εντυπωσιακά ανάλογα με τις απαιτήσεις της εκάστοτε ερμηνείας. Φανερά δουλευταράς, διψασμένος για μουσικές διαδρομές και ψημένος στη θέση πίσω από το μικρόφωνο, αποτελεί ένα σίγουρο χαρτί για το μέλλον του σκληρού ήχου. Αυτή η παρατήρηση δεν είναι μόνο δική μου, η επιλογή του από τους TSO και τον Uli Jon Roth δεν μπορεί παρά να σημαίνει ότι το λαρύγγι του James αφορά σοβαρά το rock/metal σύμπαν.
Μαθαίνοντας, κατά συνέπεια, για το προσωπικό του σχήμα, τους Βρετανούς Inglorious, έχω μπροστά μου το LP με τίτλο “II”, το δεύτερο πόνημα της μπάντας, και πατώντας το play, περιμένω αγωνιωδώς το μουσικό αποτέλεσμά. Οι πρώτες νότες του “I Don’t Need your Loving” (so rock n’ roll τίτλος!!!) ξεκινούν ατμοσφαιρικά τη διαδρομή, παραπέμποντας σε διαφορετικά μονοπάτια, μέχρι που το main intro riff σκάει από την πίσω πόρτα και το μοντέρνο hard rock ζει μεγάλες στιγμές! Το κεφάλι πάει πάνω κάτω, η παραγωγή δε θάβει τίποτα, οι κιθάρες και το rhythm section groove-άρουν ασύστολα και τα vocal lines, με κορύφωση το (made for sing along) ρεφρέν προκαλούν rock ντελίριο.
Ο δίσκος συνεχίζει πολύ δυναμικά, σε hard rock δρόμους, με φανερές επιρροές από την αντίπερα όχθη του Ατλαντικού (Bad Company, Whitesnake) και σε σημεία, πιο συγκεκριμένα, τη southern μεριά της εν λόγω σκηνής (αμέσως σκέφτηκα το “God and Guns” των Lynyrd Skynyrd). Ο ήχος μπάζει με τη μία τον ακροατή στο νόημα, θα ακούσει hard rock, χωρίς έκπτωση στα γκάζια, στα ρεφρέν, στη στιχομυθία, όλα είναι κομμένα και ραμμένα για τους απανταχού λάτρεις αυτή της μουσικής, που αν και δισκογραφικά σε καμία περίπτωση δεν ανθεί στις μέρες μας, οι καλές κυκλοφορίες δείχνουν να αναγνωρίζονται. Και ναι, κυρίες και κύριοι, από την πρώτη κιόλας ακρόαση, μπορώ να πω ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με μια πολύ καλή κυκλοφορία.
Ο Nathan James πατάει σε κάθε συλλαβή που τραγουδάει, δίνει υπόσταση και δύναμη, δείχνει (ίσως και υπέρ του δέοντος) τις τεράστιες φωνητικές του ικανότητες, όπως και τη μεγάλη επιρροή του David Coverdale πάνω του. Η άρτια τεχνική του στην ψηλή φωνητική τοποθέτηση, αισθάνομαι ότι ίσως φορτώνει περισσότερο απ’ όσο πρέπει ορισμένες στιγμές του δίσκου, μιας και στα ανέμελα rock αφηγήματα, πολλές φορές ο αυθορμητισμός και ο τσαμπουκάς τονίζονται καλύτερα με οικονομία στα υψίφωνα ξεσπάσματα (καλή ώρα η δουλειά του μεγάλου Coverdale). Κατά τη διάρκεια του δίσκου, βέβαια, δεν μπορούμε παρά να εστιάσουμε στο ότι βιώνει τους στίχους του και μπορεί να ξεσηκώσει εύκολα τον ακροατή. Ωστόσο, δε μου βγάζει τίποτα από το μυαλό, ότι το ταλέντο και το χρώμα της φωνής αυτής, μπορούν να αξιοποιηθούν και να αναδείξουν –παράλληλα με το να αναδειχθούν- και σε/από διαφορετικά ιδιώματα του σκληρού ήχου.
Είναι ολοφάνερο ότι η μπάντα παίζει δεμένα, η χημεία στη σύνθεση φαίνεται στην άνεση που έχει ο James να γράφει εκτενή vocal lines, ενώ παράλληλα οι κύριοι Eriksson και Lowe, παίζουν, αφήνοντας ελεύθερο το Phil Beaver να τονίζει τις άρσεις, να οδηγεί τα verses με γυρίσματα σε όλο το drum kit και χωρίς πολυλογία στα solos. Αξιοσημείωτες λεπτομέρειες συνθετικού χαρακτήρα, αλλά σίγουρα και ενδοεπικοινωνίας του σχήματος, θεωρώ τις πιο heavy metal στιγμές (π.χ στο “Read all About it”) και τα Wilson-ικά σημεία του “Faraway”, που δείχνουν ότι η μπάντα γράφει συνειδητοποιημένα hard rock, αλλά τα διαφορετικά ακούσματα υπάρχουν και το συνθετικό μέλλον προμηνύεται ευοίωνο.
Αυτό το συναίσθημα που σου προκαλούν τα καλά τραγούδια του απέραντου rock χάρτη και εκδηλώνεται με ένα απαλό ξέσπασμα εσωτερικής χαράς, ενώ κουνάς ρυθμικά το πόδι και χαμογελάς ικανοποιημένα, λες και οι δημιουργοί είναι δικοί σου άνθρωποι και σου κλείνουν συνωμοτικά το μάτι, το στα όρια του ξαφνιασμένου ύφος «έλα ρε, μπράβο», είναι λίγο πολύ γνωστό σε κάθε άτομο που δίνει προσοχή στους δίσκους που ακούει. Δεν το σκέφτομαι ποτέ, αλλά όποτε συμβαίνει το συνειδητοποιώ και δεν ξεχνάω ποιες δημιουργίες μου το προξένησαν. Με τούτο δω το άλμπουμ, μετράω αρκετές τέτοιες στιγμές, γεγονός διόλου ευκαταφρόνητο, αν και παρατηρώ ότι υπάρχουν κομμάτια τα οποία δεν έχουν αυτό το κάτι για να μείνουν στα αυτιά, αλλά ούτε και να προκαλέσουν την όρεξη επανάληψης, ανεξάρτητα του πόσο cool ηχούν ενσωματωμένα στην ατμόσφαιρα του δίσκου. Ναι, ο δίσκος παρουσιάζει ορισμένα συνθετικά σκαμπανεβάσματα, καθώς ακρόαση με την ακρόαση αισθάνομαι ότι η ζυγαριά γέρνει προς συγκεκριμένα τραγούδια, χωρίς, όμως, να θεωρώ ότι υπάρχουν fillers. Επαναλαμβάνω, ακούγεται ευχάριστα από την αρχή ως το τέλος, αλλά παράλληλα θεωρώ ότι δεν είναι σε καμία περίπτωση μια κυκλοφορία που θα καθιερωθεί αυτούσια. Θεωρώ ότι το πρώτο μέρος (μιλώντας με βινυλιακούς όρους!) είναι πιο δυνατό από το δεύτερο, ωστόσο σε κομμάτια όπως το “No Good for You”, οι τύποι σε κολλάνε στον τοίχο. Μεγάλη σημασία, όπως και να ‘χει, έχει η αίσθηση με την οποία ξεκίνησα την παράγραφο. Δεν είναι αυτονόητο, σε καμία περίπτωση, ένα rock σχήμα να βγάζει αυτή την ιδιαίτερη ευεξία, απλώς επειδή είναι rock.
Η όρεξη της μπάντας είναι ξέχειλη και ας μου επιτραπεί να δηλώσω ότι αυτό είναι ένας εκ των άσσων που το κουιντέτο κρύβει στα μανίκια του. Παρασέρνει, πείθει και σε σημεία εντυπωσιάζει κιόλας. Οι συνθέσεις παραπέμπουν στις επιρροές του σχήματος και υπό αυτό το πρίσμα, ίσως κάποιοι ακροατές ξενίσουν λίγο, μιας και η φρεσκάδα και η όρεξη δεν μπορούν και ως δια μαγείας να προσφέρουν τη μετεξέλιξη του hard rock, αλλά αυτό δεν μπορεί να θεωρείται αυτοσκοπός. Όταν ο ηλεκτρισμός τινάζει τον ακροατή, τι σημασία έχει το να καινοτομήσεις ριζικά; Έκαστος στο είδος του άλλωστε. Η φιλοσοφία των δώδεκα αυτών δημιουργιών κρύβει μια live προοπτική, κάτι που δεν είναι καθόλου κακό. Τραγούδια φτιαγμένα για φώτα, κόσμο, μπύρες και μια σκηνή να καταβροχθίζεται λαίμαργα από ένα frontman για τον οποίο πιστεύω πως μπορεί να επιβληθεί σε κάθε κοινό και να κερδίσει την προσοχή ακόμα και «εξωσχολικών».
Οι Inglorious έχουν την υποδομή να γράψουν πολύ δυνατά τραγούδια( ήδη το κάνουν σε μεγάλο βαθμό με το αποτέλεσμα που έφτασε στα αυτιά μου με το “II”), η ποιότητα του δυναμικού είναι πολύ υψηλή, και χρόνος υπάρχει για να γίνει ακόμα περισσότερη δουλειά. Κρατάνε με σοβαρότητα τα μπόσικα της σκηνής με μια κυκλοφορία της οποίας ο ηλεκτρισμός δεν είναι αμελητέας δύναμης. Φορτωμένοι ακούσματα και θέληση, σίγουρα περνούν μέσα από τα ηχεία ένα vibe που θα κάνει αρκετά χαμογελαστά κεφάλια να πάνε πέρα δώθε και ακόμα περισσότερα να κρατήσουν στο σκληρό δίσκο με τις ουσιώδεις κυκλοφορίες της χρονιάς το εν λόγω πόνημα, περιμένοντας το επόμενο. Το ερώτημα είναι αν μπορούν να κυκλοφορήσουν αυτό το κάτι που θα τους στείλει στα μεγάλα σαλόνια. Σίγουρα από άποψη ικανοτήτων παίζουν εκεί, από άποψη συμμετοχών επίσης (δεν είναι μεγάλα σαλόνια ο Uli Jon Roth και οι ΤSO;;;), ωστόσο χρειάζεται και μια κυκλοφορία που θα κάνει τον κόσμο να προχωράει στο δρόμο και να σιγοτραγουδάει πραγματικά εξαρτημένος από το συνθετικό αποτέλεσμα ή (μιας και μιλάμε για ροκ ιστορίες) να το βροντοφωνάζει περήφανα τσουγκρίζοντας ποτήρια.
Βαθμολογία: 75/100
Για το Rock Overdose,
Θοδωρής Καλουδιώτης