Ημερομηνία δημοσίευσης: 3 Ιουλίου 2017
Ο Νορβηγός Bjørn Riis, γνωστός στους progressive rock (και σίγουρα όχι μόνο) κύκλους για τις δουλειές του με τους Airbag, κυκλοφορεί νέο άλμπουμ και προκαλεί κυριολεκτικά ενθουσιασμό. Ο ενθουσιασμός, μάλιστα, είναι τόσο μεγάλος, που ήθελα να καρφιτσωθεί στον πρόλογο της κριτικής του δίσκου «Forever Comes to an End», πριν καν μιλήσω για τον ίδιο το δίσκο! Ξετυλίγοντας το κουβάρι των απανωτών ακροάσεων, πατάω για άλλη μια φορά το play και προσπαθώ να αφήσω στην άκρη την άκρατη αυτή πληρότητα, εστιάζοντας στις πτυχές που έστειλαν το εν λόγω δημιούργημα στην κορυφή της εκτίμησής μου.
Κάθε τραγούδι έχει χαρίσματα ικανά να κάνουν όποιον αγάπησε έστω και ένα δίσκο των Pink Floyd, των Anathema, ή τέλος πάντων, για να μη μας φάνε το χώρο τα ονόματα, του ευρύτερου τόξου, που ξεκινάει από τις ψυχεδελικές, πειραματικές δουλειές των late 60’s μέχρι τη σύγχρονη prog προσέγγιση των Opeth, να βρει τη δική του μουσική ουσία. Το «Forever Comes to an End» ανοίγει το δίσκο και οριοθετεί ένα ταξίδι στη δίνη της κληρονομιάς τεράστιων καλλιτεχνών, υπό το πολύ προσωπικό, όμως, πρίσμα του συνθέτη. Κάθε καλπασμός του rhythm section με τη συνοδεία κιθαριστικών θεμάτων χτίζουν ένα παράλληλο σύμπαν ως προς τις φωνητικές γραμμές, οι οποίες σε κατευθύνουν στα τυφλά μέχρι ένα ρεφρέν, που θα κάνει περήφανο το Steven Wilson. Αυτές οι νότες στο «out of my life», βαλμένες δίπλα- δίπλα περιγράφουν μια φόρτιση ψυχής, αλλά ταυτόχρονα εκπέμπουν τόσο άμεση μουσικότητα, που νομίζω, ότι πρώτα εδραιώνεται η μελωδική φράση αυτή κάθε αυτή και μετά ο στίχος.
Συνειδητά επιλέγω να βαφτίζω τέτοιες δημιουργίες «ταξίδια». Δεν είναι κλισέ, παρομοίωση ή ποιητική αδεία. Όταν κάποιος κλείνει τα μάτια, αφήνεται τόσο στον ήχο (και στο στίχο), που ένα μέρος του μυαλού του μεταφέρεται στην πηγή της ίδιας της δημιουργίας. Η πηγή που γέννησε το Absence είναι πολύ βαθιά, αλλά και πολύ προσιτή. Μια μελωδία, βγαλμένη από μέσα του, ναι, εδώ ο συνθέτης προβάλει τον εαυτό του. Η ατμόσφαιρα γίνεται ζοφερή αλλά ταυτόχρονα υπάρχει μια λύτρωση, εκεί, πάνω στην ένωση μπάσου και πιάνου, εκεί που ακόμα κι οι τραγουδιστές θεωρούν αχρείαστη την ανθρώπινη φωνή, εκεί που μιλάει μόνο η ανυπόστατη πηγή έμπνευσης της κληρονομιάς στην οποία αναφέρθηκα προηγουμένως. Λίγα δευτερόλεπτα παιγμένα με τόση αυτοπεποίθηση, παιγμένα με όραμα. Κάπως έτσι πρέπει να έγραφαν όλοι αυτοί οι τεράστιοι συνθέτες, ανά τις δεκαετίες και τους αιώνες.
Μπορεί να συνεχίζω να επιμένω να ακούω μέχρι και στον ύπνο μου το «Absence», αλλά έρχονται στη συνέχεια ένα μπουκέτο αριστουργήματα, τα οποία θα άξιζαν μια κριτική για το καθένα. Δε θέλω να μακρηγορήσω, διότι ίσως το έχω ήδη κάνει, αλλά ο ακροατής, ανακαλύπτοντας κάτι τόσο ιδιαίτερο, προσπαθεί να αποδώσει τη συνταγή αυτή, σε ένα βαθμό μάταια, διότι δεν ξέρω πως το «The Waves» καταφέρνει να κάνει την τρίχα κάγκελο, δεν ξέρω πως δέκα σχεδόν λεπτά φεύγουν λες και δεν υπήρξαν ποτέ, ξέρω όμως από την άλλη, ότι κάθε δευτερόλεπτο σ΄αυτό το έργο είναι ποτισμένο με ιδρώτα δουλειάς. Η παραγωγή κεντάει, κάθε υπόκωφος ήχος, κάθε πρελούδιο που ντύνει το λιτά ντυμένο μουσικό κορμό, δίνει στην ατμόσφαιρα χρώμα. Οι στίχοι, η κάθε μία λέξη, πατούν εκεί που πρέπει, άλλοτε δειλά κι άλλοτε σίγουρα, τα γυρίσματα στα τύμπανα ακούγονται να συμπάσχουν στην απόγνωση, ακούγονται σαν τα κύματα για τα οποία μιλάει το τραγούδι.
Instrumental σεντόνια για τους φετιχιστές, solos με σεμνά αλλά εντυπωσιακά εφέ, τραγούδια για να τραγουδηθούν και φώτα για να φέγγουν θαμπά. Μέχρι και το φετιχισμό της ατμοσφαιρικής πτυχής της ακρόασης ενός δίσκου σου ξυπνάει το αποτέλεσμα. Μουσική μελέτη για παίχτες και ακροατές. Μουσική για soundtrack καταστάσεων, για ταμπλό επιρροών, για συντροφιά δημιουργικών ωρών. Η ροή των τραγουδιών αποπνέει μια αίσθηση πικρίας, μια ενέργεια, ρίζα της οποίας φαίνεται να είναι τα επίπονα αναπάντητα ερωτήματα. Οι μελωδίες τους, όμως, ενώ κρατούν την ατμόσφαιρα μιας σκοτεινής δίνης σκέψεων, στέκουν τόσο σίγουρα και περήφανα, που κάπου ανάμεσα στου στίχους, διακρίνει κανείς μια λύτρωση. Θυμάμαι ότι το ίδιο συναίσθημα μου είχε προκαλέσει ο Steven Wilson με το «Raven that refused to sing». Δυσβάσταχτη ψυχολογική φόρτιση, επιθυμία για απελευθέρωση- λύτρωση από την ομίχλη της ανθρώπινης απόγνωσης και ταυτόχρονα μια ηχητική δύναμη, που εν τέλει ξεδιαλύνει τα πάντα.
Η prog πανδαισία στο δέσιμο των τραγουδιών, η στοχευμένη ενορχήστρωση και τα vocal lines, που κορυφώνουν ακριβώς εκεί που πρέπει τις εξάρσεις των ήχων, δημιουργούν το φίλτρο μιας δημιουργίας ανώτερης κατηγορίας. Δουλεμένο songwriting, ο συνθέτης δεν ενδιαφέρεται ούτε να μας δείξει πόσο παιχταράδες μουσικούς μπορεί να έχει στο δίσκο του, ούτε πόσο τεχνίτης έγινε ο ίδιος. Που και τα δύο ισχύουν σε τεράστιο βαθμό! Αλλά ο κύριος Bjørn, ενδιαφέρεται να παρασύρει όσα περισσότερα ζευγάρια αυτιών και όσες περισσότερες ψυχές μπορεί στην αχανέστατη πηγή δημιουργίας, την οποία δείχνει να έχει εξερευνήσει πολύ καλά. Rock επιρροές, που εκρήγνυνται ποικιλοτρόπως, high voltage ρυθμοί, μελωδίες πολυταξιδεμένων επιδράσεων, από το Liverpool μέχρι το βορρά, Νορβηγικός παγωμένος αέρας (κάπου βρήκα την ambient αισθητική, που ακούω στις νέες δημιουργίες του Varg Vikernes!), που δεν τρομάζει, αλλά αντίθετα εμπνέει. Με τέτοιο πιάνο, με τη λιτή ειλικρίνεια της κιθάρας, το μπάσο να χαϊδεύει και τα τύμπανα να μεταμορφώνονται σε φυσικούς ήχους, εμπνέει ένα όραμα για ένα τέλος, που δε θα έρθει ποτέ.
Η μπάντα σέβεται το υλικό της, δείχνουν να παίζουν για το επόμενο prog αριστούργημα. Ή απλώς για τις δικές τους υψηλές απαιτήσεις, για τη δική τους ηδονή, για το δικό τους όραμα. Φίλτρο αριστουργημάτων αυτό το όραμα. Ο δίσκος αυτός πρέπει να ακουστεί. Κλείνει με χειμωνιάτικη ατμόσφαιρα, που μπήκε από τα ηχεία μου και εκτόπισε τους 38 βαθμούς που μπαίνουν εδώ και ώρες από το παράθυρο. «Winter», «Where are you now», και η αυλαία μιας εκ των καλύτερων κυκλοφοριών της χρονιάς κλείνει θριαμβευτικά.
Ο δίσκος έπαιζε, απελευθερώνοντας καθαρές νότες, μυστηριώδεις μελωδίες, γλυκά παράπονα, περήφανες αποκαρδιωτικές παραδοχές, συναίσθημα και αισθητική. Είδα ανάμεσα στις γραμμές του όποιου πενταγράμμου γράφτηκε τούτο το έργο, τους Pink Floyd, τους Genesis, τους Anathema, το Steven Wilson, αλλά κυρίως τον ίδιο το Bjørn και η πληρότητα μέσα μου χειροκρότησε συγκινημένα. Η χρήση του ρήματος «είδα» δεν αντικαθιστά το «άκουσα». Είναι, απλώς, η επιβεβαίωση εκείνης της ρήσης, που υπογραμμίζει ότι συχνά μόνο η μουσική μπορεί να κάνει έναν άνθρωπο να κατανοήσει το βαθύ νόημα, την ουσία, αν θέλετε, μιας εικόνας. Οι εικόνες του μουσικού έργου της prog δυναστείας συνεχίζουν να λάμπουν με έργα, όπως αυτό, δείχνοντας ότι, ίσως το «για πάντα» να μην τελειώνει ποτέ και αποκτούν μία ακόμη υπόσταση, ένα ακόμη θεμέλιο για την ακούραστη, από το βάρος καλλιτεχνικών θριάμβων, πορεία τους προς τα εμπρός.
Βαθμολογία: 90/100
Για το RockOverdose,
Θοδωρής Καλουδιώτης