Ημερομηνία δημοσίευσης: 8 Ιουλίου 2017
“New Wave Of Folk Rock, with a Bite”
Ξεκινάω με μία προειδοποίηση. Ετοιμάστε κάτι προς πόσην γιατί το σημερινό κείμενο θα τραβήξει περισσότερο από ότι συνήθως. Πριν από ένα χρόνο περίπου, οι Ελβετοί Eluveitie ανακοινώνουν ότι οι δρόμοι τους με τους Anna Murphy (φωνητικά & χάρντι γκάρντι), Ivo Henzi (κιθάρα) και Merlin Sutter (τύμπανα) χωρίζουν, μιας και οι τρείς αποχωρήσαντες θέλουν να εξερευνήσουν νέα μουσικά μονοπάτια. Το τρίο μην χάνοντας χρόνο, κυκλοφορεί ένα single με δύο κομμάτια τα οποία μετά και την θετικότατη κριτική που απέσπασαν ώθησαν την Nuclear Blast να τους συμπεριλάβει στο ρόστερ της. Στην αρχή ομολογώ ότι έφαγα μία μικρή ξενέρα, διότι όποια μπάντα περνάει από εκεί μέσα χάνει ένα κομμάτι της. Οι παραγωγές είναι ενοχλητικά ίδιες, ενώ χάριν των πωλήσεων μαλακώνουν και τον ήχο τους.
Τι είναι όμως αυτό το μουσικό τρίο από την Ελβετία που θέλει τόσο μεγάλο πρόλογο; Πρόκειται για τους Cellar Darling, και θα έλεγα ότι δικαιούνται τον πρόλογο αν αναλογιστεί κανείς το μεγαλείο που χτίσανε στην Ελβετία, αλλά και στην παγκόσμια σκηνή γενικότερα, φέρνοντας στο προσκήνιο μία ξεχασμένη παράδοση και κάνοντας mainstream έναν «δύσκολο» ήχο. Για όσους γνωρίζατε τους Eluveitie, πρέπει να σας προειδοποιήσω ότι έπονται αλλαγές που ούτε καν φαντάζεστε. Οι υπόλοιποι, απλά απολαύστε το ταξίδι!
Καταρχάς, θα πρέπει να εξετάσουμε τι είναι folk ήχος, πώς παντρεύεται με τη μέταλ μουσική, πότε κάποιος χαρακτηρίζεται ως αμιγώς folk metal καλλιτέχνης και πότε θα λέγαμε ότι έχει απλά κάποιες επιρροές. Συνηθίζεται στην πρώτη κατηγορία να μπαίνουν μπάντες που έχουν μία πληθώρα οργάνων, ενώ στην δε δεύτερη, συναντάμε κυρίως περάσματα από παραδοσιακούς ήχους, χωρίς να αποτελούν τον κορμό της μουσικής. Και πού βρίσκονται οι Cellar Darling; Θα λέγαμε ότι κινούνται με πολύ μεγάλη μαεστρία μεταξύ των δύο αυτών δρόμων. Ο μεν κορμός τους είναι η παραδοσιακή μουσική, με την οποία τους ξέραμε εδώ και πολλά χρόνια. Παραδοσιακά όργανα δεν υπάρχουν, με εξαίρεση το hurdy gurdy της Murphy και ένα φλάουτο σε ορισμένα σημεία, όπως για παράδειγμά στο ”Six Days”. Από την άλλη έχουμε μία κιθάρα η οποία ακούγεται πολύ μοντέρνα, με βαρύ ήχο, αλλά όχι και τόσο σκληρά riffs.
Περισσότερο λοιπόν θυμίζει ροκ συγκροτήματα της τελευταίας δεκαετίας, παρά το μέταλ παρελθόν του Henzi. Σας μπέρδεψα; Ελπίζω πως όχι. Και πέραν αυτής της ιδιάζουσας παλέτας ήχων, έχουν και πολύ ενδιαφέροντες στίχους, αφηγούμενοι ιστορίες. Μπορεί να μην μας έχουν κοινοποιήσει ακόμη το κοινό σημείο αυτών, αλλά οι πιο παλιοί θα αναγνωρίσουν θέματα από την παγανιστική περίοδο της Γαλλίας, είτε άμεσα, είτε έμμεσα, ήτοι με την δημιουργία σχετικών εικόνων.
Καταλήγουμε λοιπόν από το πουθενά να έχουμε ένα μουσικό σχήμα το οποίο ουσιαστικά ιδρύει ένα νέο μουσικό είδος, πάντα με τις ανάλογες επιρροές και πάντα με το ανάλογο ρίσκο να δημιουργήσει τόσους εχθρούς, όσους και οπαδούς. Πώς μπορεί να προκύψει αυτό; Ο παλιός οπαδός θα πει ότι πάει χάλασε η μπάντα, αφού όπως και να το κάνουμε έχουν μία πολύ πιο pop προσέγγιση. Ο νέος ή ο ανοιχτόμυαλος θα περάσει καλά με αυτό τον ήχο, ο οποίος εκτός του ότι ταιριάζει πάρα πολύ με τα αφηγήματα και την φωνή της Murphy, είναι αρκετά πρωτόγνωρος. Προσωπικά μιλώντας, από την πρώτη νότα του “Avalanche”, ερωτεύτηκα αυτόν τον ιδιόμορφο ήχο, ο οποίος μόνο όμορφες αναμνήσεις μπορούσε να μου δημιουργήσει.
Δυστυχώς όμως, σχεδόν πάντα υπάρχει ένα αλλά. Μπορεί η μουσική να είναι μοναδική, μαγική και όλα να δένουν με αρμονία. Μπορεί το κάθε τραγούδι να έχει κι από μία ιστορία να σου πει, δημιουργώντας σου και τις ανάλογες εικόνες. Στο τέλος όμως διαπιστώνεις ότι πολλά τραγούδια μοιάζουν τόσο μεταξύ τους, που ίσως να έπρεπε να περιοριστεί ο αριθμός τους. Μιλάμε για 14 κομμάτια που όλα μαζί διαρκούν μία ώρα. Όταν λοιπόν ακούς ολόκληρο τον δίσκο μετά το πρώτο μισάωρο επέρχεται μία κόπωση. Λογικό θα πει κάποιος. Με μία πιο προσεκτική ματιά όμως, παρατηρούμε ότι τα χιτάκια του δίσκου βρίσκονται κατά κύριο λόγο στην αρχή του. Υπάρχουν και ορισμένα ακόμη προς το τέλος, αλλά δεν παύει να κουράζει. Οπότε θα έλεγα ότι έχουμε να κάνουμε με τραγούδια που θα έσκιζαν ως singles, αλλά όχι μαζεμένα σε μία συλλογή. Επίσης, σε ορισμένα σημεία όπως στο “Rebels”, είναι τόσο ίδιος ο ήχος με αυτόν των Eluveitie που ίσως κάποιοι να δυσανασχετήσουν. Παρόλα αυτά θα έλεγα ότι το ισοζύγιο είναι θετικό και δεν αφήνει πικρή γεύση μετά και το φινάλε του ”Redemption”. Είναι κλασσική περίπτωση δίσκου δηλαδή, όπου έχουμε μέσα πολλά χιτάκια διάσπαρτα, τα οποία σίγουρα θα σπείρουν τον πανικό στην επικείμενη περιοδεία, αλλά επισκιάζουν σε πολύ μεγάλο βαθμό όλα τα υπόλοιπα. Πάντως, για να πω την αλήθεια, δεν έχω καταλήξει μέσα μου αν έχουμε να κάνουμε με fillers ή όχι. Σε κάθε περίπτωση πάντως, έχουμε να κάνουμε με ένα πολύ δυνατό ντεμπούτο, το οποίο προβλέπεται να γράψει την δικιά του ιστορία στην ιστορία του σκληρού ήχου. Δεν είναι μόνο τα πιασιάρικα μουσικά θέματα, είναι και η φρεσκάδα του όλου θέματος. Καιρό είχαμε να ακούσουμε κάτι τόσο καινοτόμο χωρίς πολλές φλυαρίες ( σε αντίθεση με την κριτική) και ουσιώδες. Ανεξάρτητα από τις όποιες αδυναμίες έχει, πιστεύω ακράδαντα ότι θα αποζημιώσει όλους όσους το ακούσουν, ανεξαιρέτως γούστων και μουσικού υπόβαθρου. Τα υπόλοιπα θα τα βρείτε στην ακρόαση.
Βαθμολογία: 80/100
Για το Rock Overdose,
Ηλίας Ιακωβόπουλος