Ημερομηνία δημοσίευσης: 26 Οκτωβρίου 2017
Εκ πρώτης όψεως, οι πανάγνωστοι Niviane μοιάζουν να είναι μια μέση πρωτοεμφανιζόμενη μπάντα με ελάχιστα χιλιόμετρα στο ενεργητικό της. Αν τσεκάρει, όμως, κάποιος το βιογραφικό τού τραγουδιστή της, Norman Skinner, θα αντιληφθεί ότι μόνο νέος και άπειρος δεν είναι, καθώς συμμετείχε και συμμετέχει μέχρι σήμερα σε ένα «σκασμό» underground metal μπάντες, με γνωστότερη ίσως τους Imagika. Η δική μου πρώτη επαφή μαζί του ήταν με τους underground ήρωες Tramontane και αυτός ήταν αρχικά ο λόγος που ασχολήθηκα με το συγκρότημα (όπως και η εμπλοκή της δικιάς μας Pitch Black records) και τολμώ να πω ότι δεν το μετάνιωσα καθόλου.
Είναι, μάλλον, κοινώς αποδεκτό ότι το power metal ως είδος (είτε ευρωπαϊκό, είτε αμερικάνικο) βρίσκεται σε μια σχετική κάμψη. Το ευτύχημα είναι ότι κανείς δεν ενημέρωσε γι’ αυτό τους Niviane (!!) και έτσι το συγκρότημα, έχοντας άγνοια κινδύνου, επιδίδεται με ιδιαίτερη επιτυχία στο άθλημα, γεφυρώνοντας τις δύο προαναφερθείσες σχολές. Με ανάλογη επιτυχία ενώνει και εναλλάσσει την μελωδία και τον δυναμισμό, την τραχύτητα με το εκλεπτυσμένο. Το επικό στοιχείο είναι επίσης παρόν, αλλά όχι τόσο έντονο όσο υποδηλώνουν το εξώφυλλο και οι τίτλοι.
Τώρα συνθετικά... Από το πιασάρικο εναρκτήριο “The Berserker” μέχρι το έβδομο κομμάτι, το λυρικό “Elegy”, ο δίσκος φεύγει «νεράκι» υποβοηθούμενος από τα ευκολομνημόνευτα ρεφραίν και τη μεταδοτική ζωντάνια και ενεργητικότητα τής μπάντας, καθώς αυτή εξερευνεί με άνεση τα διάφορα μονοπάτια του σύγχρονου power metal. Αν και οι Iced Earth και οι Mystic Prophecy έχουν το προβάδισμα για τον άτυπο τίτλο της «συγγενέστερης μπάντας», τα θεμέλια της μουσικής τους εντοπίζονται μάλλον στο «φιλό-Priestικό» metal τύπου Cage (αν και λιγότερο «τσιτωμένοι») και Primal Fear. Παράλληλα, το παρελθόν του Skinner με τους Imagika αναδύεται ουκ ολίγες φορές (σε πιο ήπια και πολύμορφη εκδοχή), χωρίς όμως να μπορούν βάσιμα οι Niviane να θεωρηθούν η συνέχειά τους ή έστω τα πνευματικά τους τέκνα. Από την άλλη, δεν απουσιάζει ο λυρισμός και η «κομψότητα» συγκροτημάτων όπως οι πρώιμοι Human Fortress από την Ευρώπη και αντίστοιχα από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, σε διαφορετικό ύφος, οι Jacobs Dream.
Όπως προανέφερα, το ξεκίνημα και η εξέλιξη του άλμπουμ μοιάζουν ιδανικά, αλλά στο αρκετά βαρετό “March of The Jötunn” που ακολουθεί το “Elegy”, κάνουν το πρώτο στραβοπάτημα τους, με το απλοϊκό, ρυθμικό ρεφραίν του να μη βοηθάει ιδιαίτερα. Ευτυχώς η κατάσταση διορθώνεται άμεσα με την κομματάρα που έπεται, το “War of Immortals”. Στη συνέχεια το “Heaven Overflow”, το οποίο θυμίζει ελαφρά το “I’ll See the Light Tonight” (Y. J. Malmsteen), είναι συμπαθητικό αλλά τίποτα ξεχωριστό, ενώ το ομώνυμο που κλείνει το άλμπουμ, με τα aggressive σημεία και τις euro power μελωδίες να εναλλάσσονται, είναι πολύ καλό αν και ελαφρώς κατώτερο των προσδοκιών και του ορίου των διακριθέντων.
Κάνοντας τη συνολική αποτίμηση του άλμπουμ, το “The Druid King” δείχνει ένα συγκρότημα επαγγελματικό, φιλόδοξο και ορεξάτο, ένα βήμα πριν την είσοδό του στην ελίτ του είδους. Θα αναμένουμε με αγωνία το επόμενό τους άλμπουμ, με την ελπίδα να εκπληρώσουν τις υποσχέσεις που αφήνουν με το ντεμπούτο τους και να επιβεβαιώσουν πανηγυρικά τις θετικές προβλέψεις μας.
Βαθμολογία: 81/100
Για το Rock Overdose,
The Shadowcaster