MORBID ANGEL – Kingdoms Disdained”

Ημερομηνία δημοσίευσης: 30 Νοεμβρίου 2017

 

Ο νέος δίσκος των Morbid Angel πυροδοτεί συζητήσεις και αντιδράσεις, μονοπωλώντας μεγάλο μέρος των μουσικών συζητήσεων των απανταχού φίλων του Death (ή και όχι μόνο) Metal, διότι η ίδια η μπάντα κέρδισε αυτή την αφοσίωση με τις ίδιες της δημιουργίες της. Η ιστορία δεν αγιοποιεί κανέναν, αλλά διαμορφώνει σε μεγάλο βαθμό συνειδήσεις, συνεπώς το παρελθόν των Morbid Angel χτυπάει την πόρτα σε κάθε συζήτηση του παρόντος. Μετά από σωρεία ανακατατάξεων και αλλαγών( με αποκορύφωμα την αποχώρηση του ΤΕΡΑΣΤΙΟΥ Pete Sandoval) έρχεται το «κάτω από τη βάση» Illud Divinum Insanus και λίγα χρόνια μετά η αποχώρηση του Vincent. Το συγκρότημα έχει την ανάγκη αυτοπροσδιορισμού, όχι για ‘μας, αλλά για τους ίδιους.  Η νέα κυκλοφορία καλείται, εκτός από την ισχυρή κληρονομιά, να ξεπεράσει και το κομφούζιο αυτοπροσδιορισμού του προκατόχου της.

 

 

Ο λόγος της εισαγωγής, έγκειται στην αναγκαία θέσπιση πλαισίου υπεράσπισης των επιχειρημάτων της παρούσας κριτικής, αφού οι μεγάλες μπάντες είναι αφημένες σε ακόμα μεγαλύτερη κρίση υποκειμενικότητας(λόγο διευρυμένου κύκλου φίλων). Το Kingdoms Disdained, λοιπόν από την αρχή προσπαθεί να ξορκίσει κάθε δαίμονα των παλαιότερων αδιεξόδων. Ο ήχος είναι Morbid Angel( κατ’ εμέ όσο προχωράει ο δίσκος αυτό γίνεται όλο και περισσότερο εμφανές), το death πνεύμα είναι πανταχού παρόν, οι ταχύτητες χτυπούν αλύπητα τα ηχεία, το drum kit δε διαφέρει από οπλοπολυβόλο, η φωνή κατεβαίνει με ευκολία στα γνώριμα λημέρια των ταρτάρων, στις δοξασμένες, δηλαδή φόρμες αυτής της μουσικής, ο Trey έρχεται να sol- άρει και να riff- άρει στην τιμημένη περπατημένη(από τις δικές του αρβύλες) και έχοντας περιγράψει συνοπτικά το αποτέλεσμα από ηχητικής πλευράς, απαντώ στο ερώτημα για το αν το αδιέξοδο του 2011 και των απανωτών αλλαγών ξεπεράστηκε. Ναι, η απάντηση είναι θετική, με την πρώτη ακρόαση γίνεται σαφές το ότι η μπάντα ξέρει γιατί γράφει το υλικό που ηχογραφεί και η σιγουριά σε κάθε σύνθεση είναι ολοφάνερη.

 

 

Τα τραγούδια του Kingdoms Disdained έχουν ταυτότητα και περήφανο ύφος,   που γίνεται όλο και πιο απτό όσο μεστώνει το αποτέλεσμα στα αυτιά του ακροατή. Η έναρξη, γεμάτη υπερβολή και λύσσα, δίνει ποικίλους λόγους για headbanging και δεν κρύβει ούτε τις τεράστιες ικανότητες του νέου drummer, Scott Fuller,  ούτε το λαρύγγι του Steve Tucker , ούτε την ικανότητα του σχήματος να παίξει ακραία και γρήγορα. Μέχρι το “Gardens of Disdained”, στα “Piles of Little Arms” και “D.E.A.D.”( πόσο πιο Death μπάσιμο;) η υπερβολή και η ανάγκη για απόδειξη( ίσως και στους ίδιους) είναι παντού, με την αύρα του «να τι μπορώ να κάνω!» να υπερτερεί της ίδιας της σύνθεσης. Τα, πάντα εύστοχα και αναγκαία, Morbid Angel κιθαριστικά parts έρχονται να πρωταγωνιστήσουν στο “Gardens of Disdained” και από το σημείο που η επιτηδευμένες σφαίρες των μποτών γίνονται στοχευμένες ομοβροντίες, η κιθάρα είναι παντού οδηγός( αν και σε σημεία θάφτηκε από την παραγωγή).

 

 

Η συνέχεια είναι μια εδραιωμένη επιστροφή. “The Righteous Voice”, “Architect and Iconoclast”( κορυφή του album για το γράφοντα), “Paradigms Warped”, “The Pillars Crumbling”, όλα τους γεμάτα στιβαρό rhythm section, φλογερό κιθαριστικό παίξιμο( το outro του “The Pillars Crumbling” θερίζει), κοψίματα, γεμίσματα, διπέταλο με άποψη και όχι επιτήδευση ψυχαναγκαστικού αυτοσκοπού, μέτρα ποικίλων αρμονιών να εναλλάσσονται και φωνητικά με πίστη στο έως τώρα οικοδόμημα, αλλά στόμφο πίστης στη νέα πολύτιμη προσφορά ανανέωσης. Στο “For No Master”, τα μουσικά μέρη δίνουν την ευχέρεια σε κάθε μέλος να αναδείξει τις ικανότητές του, με τόση όμως μαεστρία, που όλα γίνονται με τρομερό δέσιμο και μόλις σε τριάμισι λεπτά. “Declaring New Law” για το απαραίτητο βαλτώδες death τεχνικό σύρσιμο στα χαρακώματα της επιστροφής, “From the Hand of Kings” για το νέο μεγάλο drumming εντός μιας κλασικής Morbid Angel σύνθεσης, “The Fall of Idols” για το σημασιολογικό κλείσιμο μιας κυκλοφορίας που από τίτλους μέχρι παιξίματα ήταν η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα του κειμένου για τον αυτοπροσδιορισμό. Δεύτερη θετική απάντηση και συνεχίζουμε.

 

 

Το “Kingdoms Disdained είχε μεγάλες στιγμές. Είχε τις δέουσες απαντήσεις στο αν η μπάντα ξεπέρασε τα όποια αδιέξοδα(συνθετικά και μη) και στο αν γράφει με τη σιγουριά της κοινής ταυτότητας. Δεν είμαι δογματικός, οι άνθρωποι ας παίξουν ότι θέλουν, αλλά ας περάσει στον ακροατή η πυγμή, η σιγουριά και η άποψη του αποτελέσματος. Εδώ αυτό συμβαίνει, χωρίς αμφιβολία. Η μέση του δίσκου για μένα είναι το κρεσέντο, με τις κομματάρες “Architect and Iconoclast”, “Paradigms Warped”, “The Pillars Crumbling”, “Declaring New Law”να υμνούν το είδος, αλλά ταυτόχρονα να έχουν κάτι νέο να του προσφέρουν. Όχι από την άποψη της προσθήκης ήχου και καινοτομίας, αλλά από αυτήν της φρεσκάδας νέων καλών τραγουδιών. Αν ο δίσκος κάπου χάνει, για μένα είναι στην αρχή, από ένα σημείο και μετά ρέει ασταμάτητα σα λάβα, γεμάτος με τις τεχνικές πινελιές που χαρακτήριζαν ανέκαθεν τους  Morbid Angel, γεμίσματα τζαμαρίσματος βιρτουόζων, μουσική και με άποψη και με skills. Δε θεωρώ ότι ξεπέρασαν τους εαυτούς τους, αλλά τους δαίμονες και τις ανασφάλειες τα έστειλαν στο παρελθόν.

 

 

Οι αρετές των Morbid Angel δεν είναι μόνο όλα αυτά τα όμορφα, που το δίχως άλλο ήταν συστατικά στα πρώτα death metal αριστουργήματά τους, οι αρετές τους βρίσκονταν και στην ουσία των τραγουδιών, στο εσωτερικό λιθαράκι που έδιναν με τις συνθέσεις τους σε όλο το metal οικοδόμημα. Το “Immortal Rites” έχει κάτι που δεν βγήκε από τραγούδι άλλης death metal μπάντας, το “Maze of Torment” το ίδιο, το “Chapel of Ghouls” και το “God of Emptiness” δεν εντυπωσίαζαν μόνο για τις ταχύτητες και το σαρδόνιο brutal της αφήγησης. Ούτε μπήκαν στην ελίτ για το καλύτερο λόγκο στο είδος(που το έχουν!). Μπήκαν και έμειναν για αυτό το κάτι που είχαν οι συνθέσεις, αυτό το απροσδιόριστο που δένει τον κόσμο με το δημιουργό, αυτό που λείπει από αυτή την κυκλοφορία. Ο δίσκος είναι πολύ καλός, είναι μια επιστροφή και θα αρέσει πολύ. Ο λόγος όμως που ακούμε με τόση ανυπομονησία το Kingdoms Disdained είναι κρυμμένος κάπου στις πρώτες κυκλοφορίες, όπως κι άλλα πολλά, τα οποία τα ξαναβρήκαμε σε τούτο το πόνημα σαν κάποιο χαμένο θησαυρό. Αυτό το κάτι, όμως, αυτός ο λόγος που πάντα το νέο Morbid Angel θα είναι must   είναι ίσως το μόνο από τις αρετές των θρύλων από τη Φλόριντα, που δεν βρέθηκε εδώ, χωρίς όμως κάτι τέτοιο να μειώσει το πόση death metal απόλαυση μας πρόσφερε.


Βαθμολογία: 80/100

 

Για το Rock Overdose,

Θοδωρής Καλουδιώτης

 


 

Πολύ σωστή, στοχευμένη και εμπεριστατωμένη η ανάλυση του συνάδελφου από πάνω, σε σημείο να μην έχω να προσθέσω κάτι διαφορετικό στο θέμα του υπόβαθρου, της μουσική ανάλυσης και της ανάγκης του επαναπροσδιορισμού του συγκροτήματος. Και τότε ρε μεγάλε γιατί στην ευχή χρειάζεται ένα κείμενο σαν το δικό σου και σε τι εξυπηρετεί θα με ρωτήσετε. Λοιπόν, το θέμα είναι ότι διαφωνώ πλήρως με την ποιότητα και την αξία του δίσκου.

 

 

Από την πρώτη ακρόαση κάτι μου είχε κάτσει στραβά, ένιωθα πως έλειπε πλήρως η ουσία, αλλά είπα πριν βεβαιωθώ, να ακούσω όσο περισσότερο μπορώ το δίσκο, γιατί συνήθως σε ακροάσεις με βάθος χρόνου ο ακροατής προσαρμόζεται πιο εύκολα, αντιλαμβάνεται περισσότερα πράγματα στις συνθέσεις και μπαίνει μέσα στο πετσί τους. Το πρόβλημα όμως είναι πως όσο περισσότερο επαναλάμβανα τις ακροάσεις, τόσο περισσότερα προβλήματα προέκυπταν στην ακρόαση, σε σημείο τα ελαττώματά του να γίνονται όλο και περισσότερο προφανή. Οι ρυθμοί δεν κατεβάζουν καθόλου ταχύτητες, όμως το drumming είναι τόσο προβλέψιμο και στεγνό που αφαιρεί αμέσως πόντους από τις συνθέσεις, συν το γεγονός ότι βρίσκεται πολύ ψηλά στη μίξη και είναι αδύνατον να περάσει στα ψιλά. Πολλές φορές, όταν το drumming είναι αδιάφορο, η ακρόαση μπαίνει στον αυτόματο και δεν ενοχλεί η αχρωμία του drumming. Εδώ όμως, ο ήχος του είναι τόσο ψηλά που η έλλειψη εμπνευσμένου παιξίματος ενοχλεί συνέχεια.

 

 

Ένα άλλο στοιχείο, είναι το χαμηλοκουρδισμένο παίξιμο. Αυτό από μόνο του δεν είναι ενοχλητικό, γιατί τυπικά θέλει να προσθέσει στην νοσηρή ατμόσφαιρα στην οποία μας έχουν συνηθίσει. Το μεγαλύτερο πρόβλημα του δίσκου όμως, είναι πως αυτή η ατμόσφαιρα εδώ δεν υπάρχει καν, και η παραγωγή είναι αδύνατον να υποστηρίξει κάτι που δεν υπάρχει καθόλου, με αποτέλεσμα όλη η κιθαριστική δουλειά να μένει ακάλυπτη και γυμνή, χωρίς να είναι απαραίτητα κακή, δεν διεκδικεί και δάφνες ποιότητας όμως, με αποτέλεσμα οι όποιες αδυναμίες να γίνονται εύκολα χτυπητές, κι ας προσπαθούν να κρυφτούν πίσω από την παραγωγή. Έτσι, σαν αποτέλεσμα έχουμε έναν δίσκο με πολύ μεγάλο όγκο στον ήχο του, αλλά χωρίς ουσία και βάθος μέσα του. Και ένας δἰσκος χωρίς ουσία και βάθος, δεν καλύπτεται, όσο μακιγιάζ και επιτηδευμένες απόπειρες κάλυψης και να του προσθέσεις.

 

 

Το γεγονός ότι όσο συνεχίζονται οι ακροάσεις τόσο αδυνατώ να συγκρατήσω μία έστω σύνθεση που να ξεχωρίζει, είναι χαρακτηριστικό της ποιότητας του δίσκου. Το αποτέλεσμα θυμίζει νεόκοπο συγκρότημα που προσπαθεί αποτυχημένα να αντιγράψει την ατμόσφαιρα και τη φόρμα των Αμερικάνων, και όχι το συγκρότημα που μας χάρισε τόσες ανατριχίλες και δημιούργησε τη μισή extreme metal σκηνή. Αν το “Illud Divinum Insanus” ήταν διαφορετικής προσέγγισης, αυτό εδώ είναι απλά ανέμπνευστο και προχειροκατασκευή. Είναι τόσο αιχμηρό όσο οι πλαστικές σφαίρες. Σου αφήνει ένα πολύ μικρό σημάδι, αλλά πολύ γρήγορα το ξεχνάς.


Βαθμολογία: 60/100

 

Για το Rock Overdose,

Σταύρος Πισσάνος

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


Comments