Ημερομηνία δημοσίευσης: 1 Δεκεμβρίου 2017
Το ντεμπούτο των Witherfall, “Nocturnes and Requiems”, πέραν από έναν εντυπωσιακά λυρικό και ρομαντικό(στα πλαίσια του καλλιτεχνικού ρεύματος, βρε!) τίτλο, τράβηξε τα βλέμματα/αυτιά του metal κοινού για τους θεμέλιους λίθους και δημιουργούς του. Λόγος γίνεται για τον πρώην τραγουδιστή των White Wizard, Michael Joseph και νυν κιθαρίστα των Iced Earth, Jake Dreyer. Κάθε ξεκίνημα, πέραν των αυτονόητων δυσκολιών και της μαρτυρικής αγχώδους αναμονής για τα πρώτα δείγματα αναγνώρισης, έχει και μια άτυπη ιδιότητα στο να τυπώνει την ταυτότητα του κάθε νεογιλού σχήματος. Με ρίζες στο τεχνικό(αλλά πολύ τεχνικό!) prog-power metal και έντονη έμφαση στην έκταση λυρικού τενόρου, αφήνουμε σιγά-σιγά τις νότες να καθορίσουν το τι θα πουν οι λέξεις.
Το “Nocturnes and Requiems” είναι μια έκρηξη. Η μπάντα παίζει εντελώς άμεσα, ο ήχος βγάζει τα πάντα στη φόρα και ο μετρονόμος έχει δουλέψει τόσο καλά, που τα πάντα αναδεικνύονται. Rhythm section, leads, vocal lines(εκτενέστατα κιόλας σε range!), γέφυρες, κοψίματα, κάθε τι έχει δουλευτεί τρομερά στην παραγωγή και το tempo δεν υπέπεσε στην παγίδα της υπερβολής(που υπέπεσαν άλλες πτυχές του δίσκου). Οι Nevermore έχουν την τιμητική τους, τα κοψίματα στις κιθάρες, ο ελικοειδής σκληρός ήχος με τα μανιασμένα φωνητικά μιας σκοτεινής αλλά δυναμικής ατμόσφαιρας, έχει, ως φαίνεται, επηρεάσει ανεξίτηλα τη σκηνή. Την ίδια τιμητική έχουν οι Symphony X, αφού το tech-prog στοιχείο είναι παντού. Στα μέτρα, στις εναλλαγές, στο παίξιμο(κάθε οργάνου), για να αρχίσω λίγο να λακωνίζω, μιλάμε για ένα βιρτουόζικο δίσκο. Σε κάθε πτυχή, η επίδειξη δυνατοτήτων είναι παραπάνω από εμφανής, αλλά ο εξαίρετα δουλεμένος ήχος και η ποικιλότητα στα μουσικά μέρη, ανά τραγούδι, εντυπωσιάζουν, το δίχως άλλο.
Έχουμε το λαρύγγι του Joseph να καταπίνει τις οκτάβες σα να ‘ταν σφηνάκια, έχουμε τις γέφυρες ανάμεσα στα μέρη των “Portrait” και “Sacrifice ” να εμπεριέχουν σεμιναριακό παίξιμο κιθάρας- σε σημείο να ξεχνάς ότι ακούς το τραγούδι στο οποίο εντάσσονται-, έχουμε Opeth-ικά μέρη (πάρε παράδειγμα τη γέφυρα του “What Are We Dying For”, στο τέλος του τρίτου λεπτού ή ΟΛΟΚΛΗΡΟ το “The Great Awakening”), έχουμε λίγο flamenco( πάλι στο πολυακουσμένο στις τελευταίες γραμμές γεφύρι του “What Are We Dying For”, έχουμε λυρισμό να τιμάει δεόντως το artwork του album, έχουμε πάθος και σίγουρα λιωμένες χορδές και σπασμένες μπαγκέτες.
Πριν σηκωθείτε από τη θέση σας, το γκολ ακόμα δεν έχει μπει. Ο δίσκος ξεχειλίζει από άριστα παιξίματα, ερμηνείες σφυριά για κάθε νότα στο πεντάγραμμο, ποικιλότητα και εναλλαγές επιρροών all in one, αλλά δεν ξεχειλίζει από τραγούδια που θα μείνουν στο χρόνο(ασχέτως αν αποτελέσουν ασκήσεις για κάθε μουσικό βιρτουόζο), δεν ξεχειλίζει από ποικιλότητα και εναλλαγές συναισθημάτων και πάθους, συνοπτικά, πέραν συγκεκριμένων στιγμών, δεν ένιωσα να μπορώ να απολαύσω την ακρόαση του, όπως θα περίμενα. Μου λείπουν οι μελωδίες που κάνουν ένα τραγούδι κονκάρδα στην πλακέτα της σύμπραξης σύνθεσης και ανθρώπινου αυτιού, μου λείπει το ότι έλειπε η φειδώ από τον άκρατο τεχνικό παροξυσμό με αποτέλεσμα το ΜΑΓΙΚΟ“End Of Time” να έχει μέρη που πλατειάζουν, μου λείπει η ύπαρξη κι άλλων “Nobody Sleeps Here” επικών τραγουδιών. Σούπερ μπάντα, αλλά ενώ το μικρόβιο της σύνθεσης υπάρχει ολοζώντανο, η χρυσή τομή ανάμεσα στο τεχνικό παίξιμο και τη σύνθεση τραγουδιών ακόμα δεν έχει βρεθεί.
Μίλησα για χρυσή τομή, όχι για να κάνω τον καμπόσο, αλλά γιατί πιστεύω σ’ αυτό το σχήμα, το ντεμπούτο αυτό έδειξε καθαρά ότι μπορούν να φτάσουν άμεσα στο σημείο της προαναφερθείσας τομής και να εκτοξεύσουν το έργο τους ακόμα περισσότερο. Οι θείες μελωδίες του “End of Time”, το κρεσέντο (αν και μίνι, λόγο της όποιας φλυαρίας και του αχρείαστου πρελούδιου “Finale”) του κοσμήματος “Nobody Sleeps Here”, το ποικιλόμορφο “What Are We Dying For”, που πείθει και με το παραπάνω, τα Opeth ακούσματα( ασχέτως αν το “The Great Awakening” είναι μόνο ο πρόγονος ανώτερων συνθέσεων (βλέπετε, πάντα αισιόδοξος!), δεν είναι απλά οιωνοί, είναι αποδείξεις, ότι η αντίληψη και η αισθητική είναι υπαρκτή και έχει ήδη τεθεί σε λειτουργία. Οι ικανότητες ενός ή περισσότερων βιρτουόζων μπορεί να κρεμούν τα σαγόνια των θεατών σα μια Λερναία Ύδρα σε ζωολογικό κήπο, αλλά όταν γίνονται αυτοσκοπός, κατ’ εμέ, τουλάχιστον, η σύνθεση δεν κερδίζει σε δυναμική και κυρίως χάνει σε ουσία. Οι Dream Theater, οι Rush, οι Opeth, οι Aristocrats ακόμα(!!!), δεν υποκύπτουν στην τυφλή τεχνική επίδειξη. Οι τρεις πρώτοι μπήκαν στα χείλη χιλιάδων οπαδών ανά την υφήλιο (ο καθείς στο μέγεθός του, δεν πήγα να εξομοιώσω την απήχηση των Rush με αυτή των Opeth) και οι τέταρτοι παίζουν fusion με jazz άποψη. Γιατί κλείνω έτσι; Γιατί το σκοτεινά λυρικό σκληρό prog θέλει κυρίως ψυχή. Οι Witherfall την έχουν, την έδειξαν και με το End of Time(πάλι, το ξέρω, αλλά έρχονται Χριστούγεννα και το αγάπησα αμέσως) ανά «χείρας» αναμένω με ανυπομονησία να βάλω το άριστα στην επόμενη κυκλοφορία τους.
Βαθμολογία: 75/100
Για το Rock Overdose,
Θοδωρής Καλουδιώτης