Ημερομηνία δημοσίευσης: 6 Δεκεμβρίου 2017
Οι Γερμανοί Evertale ξαναχτυπούν δισκογραφικά με το “The Great Brotherwar” και φέρουν το (επονομαζόμενο) fantasy power metal στα ακούσματα του 2017. Έχοντας κλασικό power line up, εξώφυλλο πιστό στις αξίες του ιδιώματος και μια ισορροπία μεταξύ της υπαρκτής μεσαιωνικής παράνοιας στα ζητήματα “Brotherwars” και της δικής τους φαντασιακής κατασκευής, προσπαθούν με το δεύτερο( full length) album τους να μπουν δυναμικά στο ρεύμα των ηρώων του ήχου.
Η ατμόσφαιρα του δίσκου χτίζεται απότομα, αφού οι προθέσεις της μπάντας γίνονται απτές από την αρχή. Μάχη, δυνατές κιθάρες, ακόμα δυνατότερα τύμπανα, μελωδίες, ρεφρέν, ξανά ρεφρέν(το προηγούμενο ήταν γέφυρα), backing vocals για την απαραίτητη μαχητική χροιά στο παράλληλο ρεύμα λυρικής αφήγησης των πολεμικών κατορθωμάτων, γρήγορα riffs, από τα ειδικά στα γενικά, ας καταλήξουμε ότι απ’ όλα έχει ο μπαξές. Τα συστατικά αναφέρθηκαν, ο δίσκος είναι power με τη βούλα, η σύνθεση έχει επικεντρωθεί (δικαίως) στις μελωδίες και στο χτίσιμο της (απαραίτητα) επικής ατμόσφαιρας, κάθε μέλος παίζει με στόμφο και μεράκι, η φωνή δείχνει ακούραστη, μπολιασμένη με την ικανότητα τραγουδιστικής αφήγησης, το φίλτρο δεν μπορεί παρά να δέσει. Εκτός αν…
Εκτός αν τα προβλήματα έχουν πέσει κι αυτά στη μίξη των προαναφερθέντων συστατικών. Και τα προβλήματα ξεκινούν από τη ρίζα της δημιουργίας, αφού ο ήχος παραγυαλισμένος καθώς είναι, προβάλει τόσο μοντέρνα τη σύνθεση, που χάνεται η μαγεία του power λυρισμού. Η παραγωγή τονίζει τόσο τα (υπερβολικά στο παίξιμο) τύμπανα, που σε σημεία το αυτί χάνει τις υπόλοιπες πτυχές, ενώ οι κοκαλωμένες στο θεό δυναμικές του drumming, χέρι- χέρι με την επιτήδευση στο παίξιμο και τον ήχο, καθιστούν έως και κουραστικό μεγάλο μέρος του album. Στα leads παρατηρείται ακόμα μια επιτήδευση με το ατυχές αποτέλεσμα (για το είδος) ταχύτητας > έμπνευσης ( με εξαιρέσεις τύπου “All Hail the Crimson King”που η lead γραμμή σκοτώνει), αλλά κυρίως μιας απουσίας της απαραίτητης σχέσης της βασικής ιδέας του τραγουδιού με κάθε lead μέρος. Το άκυρο λιώσιμο χορδών, όταν μιλάμε για power metal που εξιστορεί κατορθώματα και ηρωισμούς, δεν αγγίζει, εδώ το solo πρέπει να ναι βέλος, σπαθί, κραυγή, ουράνιο τόξο, πρέπει να δένει με το ύφος του τραγουδιού. Τα φωνητικά, αν και ικανά, στα επίπεδα χροιάς δεν κατάφεραν να δώσουν αυτό το κάτι που θα έβαζε θεμέλια για σοβαρή υποψηφιότητα των Evertale στην αίθουσα των μεγάλων του είδους. Η φωνή είναι όργανο, κυρίες και κύριοι, δεν είναι μόνο το range η τα κρατήματα, ο ήχος καθορίζεται και από τη χροιά. Εν ολίγοις, πολλές αδυναμίες, στα βασικά συστατικά, ξέχωρα των δυνατοτήτων, που προαναφέρθηκαν.
Τα τραγούδια, πάντως, ξεχειλίζουν από πάθος, φαίνεται στη άρθρωση του Graf, στις διάρκειες- που δεν σφύζουν από επαναλήψεις μερών), στην ποικιλότητα των μελωδιών και στην πίστη στο ηχόχρωμα μιας ατμόσφαιρας, που ήρθε για να μείνει. Η μπάντα παίζει σα ζωγράφος, που εκθέτει τα έργα μιας μεμονωμένης περιόδου. Το αποτέλεσμα δυνάμωσε το κύρος των τραγουδιών και η συνοχή της αρμονικής και υφολογικής προσέγγισης λειτούργησε περισσότερο υποστηρικτικά, παρά φορτικά. Παρατηρήθηκαν ποικίλες ομοιότητες με Blind Guardian (σκανδαλώδεις σε σημεία, π.χ “The Swarm”) και επιτηδευμένες μελωδικές απλωτές, με vocal lines να μεταπηδούν από τη μία αδύναμη μελωδία στην άλλη, με νοοτροπία improvise, «όλο και κάπου θα κάτσει ένα hook part». Κάτι τέτοιο ένιωσα στο ομότιτλο, που διαδέχεται μία από τις κορυφές του δίσκου( “All Hail the Crimson King”).
Το ψάξιμο στις μελωδίες σε μια εποχή που ο ρυθμός γοητεύει περισσότερο όλο και περισσότερους καλλιτέχνες, μου φαίνεται υγιές και αξιέπαινο. Αλλά η σύνθεση που βασίζεται στη μελωδία και το λυρισμό (το ίδιο το Power Metal δηλαδή) πρέπει αφενός να μην πλατειάζει και κυρίως να μη θάβεται από την ηχητική προσέγγιση και τα υπερβολικά παιξίματα. Το “The Great Brotherwar” χάνει και από το ζήτημα των επιτηδευμένων πλατειασμών και (κυρίως) από το γυαλισμένο ήχο και το κουραστικό drumming που μονοπωλεί το αυτί, ακόμα και στα σημεία που οι φωνές ξεφεύγουν από τα στεγανά και αποκτούν ενδιαφέρον. Το πάθος της μπάντας φαίνεται (ή μάλλον ακούγεται), τα “The Journey to Iskendria”, “And the Dragons Return”, “All Hail the Crimson King” είναι πολύ καλά τραγούδια, η ακρόαση δίνει πράγματα φορά με τη φορά (αρκεί να συνηθίσει κανείς στην υπερβολή του ήχου) και η ψυχαγωγία βρίσκεται, χωρίς όμως να καταφέρνει να γίνει ο μαγνήτης της κυκλοφορίας αυτής κατά τις στιγμές που θα θέλει κανείς να πατήσει το play για να τη βρει.
Βαθμολογία: 60/100
Για το Rock Overdose,
Θοδωρής Καλουδιώτης