Ημερομηνία δημοσίευσης: 21 Δεκεμβρίου 2017
Ο ήχος δεν απομονώνεται ποτέ από την εικόνα. Κάθε τι που φτάνει στα αυτιά, κάπως θα έρθει να κουμπώσει με την αίσθηση της οράσεως, ακόμα κι αν αυτό μεταφράζεται με τις ματιές που ρίχνει το μυαλό στις αναμνήσεις ή στις αποτυπωμένες σκηνές, που ως δια μαγείας ζωντανεύουν με το ερέθισμα κάποιου ήχου. Τα υπόλοιπα τα λέει καλύτερα από ‘μένα ο Σοπενάουερ, απλώς με το δίσκο “Life” των (ή πρέπει να πω του;) Jono, η αύρα rock όπερας, η musical-ίζουσα χροιά και οι αλλεπάλληλες σκέψεις για το πόσο η ίδια ακριβώς σειρά συνθέσεων θα αναδεικνυόταν πολύ περισσότερο με τη συνοδεία ενός στρωτού οπτικού story, καθιστούν απαραίτητη την καταγραφή του παραπάνω συνειρμού για την παρούσα κριτική.
Νέο album για τους Jono και το ξεδίπλωμα μιας επικολυρικής συμφωνικής ιστορίας ξεκινάει από τα πρώτα ακόρντα του “Sailors”. Έξυπνο hook, λίγο rock, λίγο εισαγωγικός μονόλογος ξεχασμένου ήρωα σε νέες περιπέτειες, λίγο συγκρατημένες δυνάμεις προλόγου και αρκετά προσεγμένη παραγωγή. Τίποτα δε θάβεται, η φωνή αναδεικνύεται. Η επέμβαση πέτυχε, ο ασθενής… Επιβίωσε!
Το εγχείρημα πράγματι πέτυχε, αλλά η επιβίωση συνοδεύτηκε από «κουσούρια». Αναλυτικότερα: Μπορεί η αρχή να μην εντυπωσιάζει, αλλά όταν η μουσική έχει το ρόλο εξιστόρησης, κρεσέντο από την αρχή δεν κάνεις. Από το “No Return” ο Jono ξεμουδιάζει και δίνει ένα φωνητικό ρεσιτάλ, γεμάτο υποκριτική, στηριγμένα vibrato, δουλεμένες μελωδίες και πολύ συναίσθημα. Εκεί είναι και ο άξονας του δίσκου, άλλωστε. Στο πως μια φωνή κυριαρχεί σε ένα σύμπαν με φανταχτερό (αλά Queen, “Death on Two Legs”) πιάνο, ορεξάτες κιθάρες( που συχνά «πέφτουν» στην παραγωγή, για χάρη της προηγούμενης διαπίστωσης) και πληθώρα θεμάτων, που ξεπερνούν έννοιες όπως «κουπλέ», «ρεφρέν» κλπ. Η κλασικίζουσα προσέγγιση και η επίδραση των Queen γίνεται σημαία στα “On The Otherside” και “Downside” (εντυπωσιακά μέρη και εντυπωσιακότερη προσέγγιση songwriting) και συνάμα γίνεται πλέον απτή πραγματικότητα ότι οι συνθέσεις διψούν για τη συνοδεία εικόνων. Νομίζω ότι το ηχητικό αποτέλεσμα, με την ποικιλότητα στα θέματα, τη φοβερή ερμηνεία, την εξαιρετική και λεπτομερή δουλειά στην παραγωγή και το ξέχειλο συναίσθημα, παλεύει να συνδεθεί με κάτι άλλο για να εκτιναχθεί. Παλεύει να πει κάτι, που ενώ το ακούς δεν μπορείς να το δεις. Όταν ο τρόπος ερμηνείας αλλάζει μανδύες και οι δυναμικές στην ενορχήστρωση δε φτάνουν για να νιώσεις τι τελικά θέλει να πει η σύνθεση, ενώ γουστάρεις, σημαίνει ότι κάπου υπήρξε ένα τέλμα.
Το τελευταίο τμήμα του δίσκου, πιστό στο σκεπτικό της διήγησης μιας πολύπλευρης ιστορίας, κάνει το σχετικό κρεσέντο. Το “The Magician” ξεσηκώνει, το “Trust” είναι τραγουδάρα (η κορυφή του album και η άβολη στιγμή της κατανόησης του πώς θα μπορούσες να κάνεις το ίδιο εγχείρημα χωρίς να χρειάζεσαι την υποστήριξη της εικόνας!) και το “The March” είχε αυτό το κάτι, το στίγμα της μελαγχολικής δημιουργικότητας στο songwriting. Αν σας φαίνεται αφηρημένο, δηλώνω ότι προσπαθώ να αφήσω απ έξω τις εικόνες και να ασχοληθώ αποκλειστικά με τον ήχο- εγχείρημα διόλου εύκολο στην εν λόγω κυκλοφορία. Το να γράφεις αυτόνομες rock όπερες δεν είναι παίξε γέλασε. Ακόμα και τα αριστουργηματικά soundtracks, μπορεί να ταυτίζονται με την οπτική ένωση, αλλά μένουν στην ιστορία ως ήχοι. Το “Life” δεν αισθάνομαι (πέραν στιγμών) ότι θα μείνει, παρά την τρομερή δουλειά και τις τρομερότερες δυνατότητες των μετεχόντων.
Το μουσικό αποτέλεσμα, αν το εξετάσει κανείς σαν πτυχιακή εργασία ή έκθεση ενορχήστρωσης και ήχου, παίρνει άριστα. Οι συνθέσεις είναι καλές, είναι διάχυτο το πάθος στα θεμέλιά τους και σίγουρα κάποιοι θα βρουν ένα νέο εθιστικό τονωτικό στις ανάγκες υβριδίων συμφωνικής και μεταλλικής mid tempo διασταύρωσης. Αλλά από την άλλη, λίγο η έλλειψη ενθουσιασμού κατά τις ακροάσεις, λίγο το επιτηδευμένο πομπώδες ύφος, που μετά τους Savatage (είδατε, δεν αναφέρων ξανά τους Queen) δεν ξεγελάει αν η σύνθεση δεν είναι τουλάχιστον ανατριχιαστική, λίγο η ντε καυλέ γυαλάδα, που δε θα ήταν ντε καυλέ αν βλέπαμε παράλληλα μια ταινία της Disney και αυτό ήταν το OST(αν και πάλι δε θα θριάμβευε), λίγο το ότι σκέφτηκα παραπάνω από δέκα φορές τη φράση “mid tempo Rhapsody” για τις ερμηνείες( τις σωστότατες και άρτιες τεχνικά), λίγο κάποιες μέτριες στιγμές (π.χ “My Love”), όλα έπαιξαν το ρόλο τους για να μείνει το “Life” σε ένα ράφι ισχυρού σκεπτικισμού. Πλησιάζουν και Χριστούγεννα, βέβαια, οπότε το timing μπορεί να του δώσει ακόμα περισσότερες ευκαιρίες ακροάσεων, αλλά, σίγουρα, ο τελευταίος συνειρμός ενισχύει την ανάγκη που γεννά το ηχητικό αποτέλεσμα για τον όποιο ατμοσφαιρικό συνδετικό κρίκο με κάτι «άλλο».
Βαθμολογία: 60/100
Για το Rock Overdose,
Θοδωρής Καλουδιώτης