Ημερομηνία δημοσίευσης: 18 Ιουνίου 2018
Καταρχάς, να δηλώσω ορθά κοφτά πως οι Battleroar είναι η αγαπημένη μου ελληνική μπάντα. Από τις πολύ πρώτες μέρες τους, τούς παρακολούθησα να διαμορφώνουν τον ήχο τους, να σχηματίζουν την προσωπικότητά τους και σταδιακά να εξελίσσονται, μέχρι το αποκορύφωμά τους, το “To Death and Beyond…”, το αγαπημένο μου ελληνικό άλμπουμ όλων των εποχών και ένα από τα σημαντικότερα για τη χιλιετία που διανύουμε, για το παγκόσμιο επικό metal. Αλλά όσο αχάριστοι, απαιτητικοί και με βραχεία μνήμη κι αν ακουστούμε εμείς οι οπαδοί, ο τίτλος που τους απέδωσα με την εισαγωγική μου φράση (και οι αντίστοιχοι), δεν είναι κάτι που χορηγείται εφ’ όρου ζωής και άνευ όρων. Ειδικά για εν ενεργεία σχήματα, ο τίτλος αυτός πρέπει να ανανεώνεται και να δικαιολογείται τακτικά. Και το γεγονός ότι ο συγκεκριμένος είναι ακόμα σε ισχύ, είναι ενδεικτικό της εκτίμησης που έχω ακόμα στην μπάντα, παρά τις όποιες ανακατατάξεις και αλλαγές.
Όπως είπαμε, το “To Death and Beyond…” μπορεί να θεωρηθεί η σημαντικότερη στιγμή στην ιστορία τους και όχι μόνο γιατί αποτέλεσε το επιστέγασμα μιας ξέφρενης ανοδικής πορείας και ένα (θεωρητικά) αξεπέραστο επίτευγμα, αλλά και διότι ήταν το τελευταίο άλμπουμ πριν τη διχοτόμηση του γκρουπ από την οποία προέκυψαν οι «νέοι» Battleroar και οι Dexter Ward. Για κάθε μπάντα που υφίσταται τέτοιες ριζικές αλλαγές και ραγδαίες ανακατατάξεις, το κρίσιμο τεστ έρχεται με το αμέσως επόμενο άλμπουμ, στην περίπτωση μας το “Blood of Legends”. Μ’ αυτό επαναπροσδιορίστηκε η ταυτότητα και ο ήχος των «νέων» Battleroar, και έγιναν προσπάθειες ομογενοποίησης και προσαρμογής των νέων μελών, με σημαντικότερη αυτή του τραγουδιστή Gerrit Mutz. Με δεδομένο ότι ο Marco Concoreggi υπήρξε ο ιδανικός τραγουδιστής για τους Battleroar, κάθε αντικατάστασή του θα έφερνε το συγκρότημα να ξεκινάει με ένα εξ ορισμού χάντικαπ. Πόσο μάλιστα όταν ο αντικαταστάτης του είχε εντελώς διαφορετικό και πολύ προσωπικό, «ιδιότροπο» ύφος, που εκ πρώτης όψεως έμοιαζε να μην ταιριάζει μ’ αυτό που χρειαζόταν η μπάντα. Παρ’ όλα αυτά, τα πήγε αρκετά καλά και οι Battleroar απέδειξαν ότι ήταν ακόμα ζωντανοί και πάντα προσηλωμένοί στον αρχικό τους στόχο, δηλαδή να αποτελέσουν το απόλυτο, απόλυτα επικό, metal συγκρότημα. Μάλιστα, μας προσέφεραν συνολικά ένα πολύ καλό άλμπουμ και τουλάχιστον δύο εκπληκτικές συνθέσεις.
Και ερχόμαστε στο παρόν, με το “Codex Epicus”. Οι προσδοκίες μας αυξήθηκαν σημαντικά, η όποια περίοδος χάριτος για την μπάντα να αφομοιώσει τις αλλαγές (αν και τελικά ελάχιστα την χρειάστηκε) έληξε, και οι οπαδοί αναμέναμε να κρίνουμε το αποτέλεσμα με ιδιαίτερη αγωνία και προσμονή. Την αισιοδοξία μας κορύφωσε το καταιγιστικό “Stronghold” ( από το split 7” με Omen, ένα χρόνο νωρίτερα ) όσο και - αρκετά αργότερα - το εντυπωσιακό εξώφυλλο του άλμπουμ.
Έχοντας πλέον όλες τις απαντήσεις στη διάθεσή μας, μπορούμε καταρχάς να ξεκαθαρίσουμε ότι έχουμε στα χέρια μας ένα 100% Battleroar άλμπουμ. Μάλιστα, συγκριτικά με το προηγούμενο που χαρακτηριζόταν από μια σχετική στροφή στο power metal, το “Codex Epicus” μπορεί να θεωρηθεί μια επιστροφή στις ρίζες και τον «Doomsword ήχο» του παρελθόντος, παρά την εμφανή του πρόοδο και εξέλιξη σε αρκετούς τομείς. Για να μην παρεξηγηθώ, η μουσική των Battleroar ήταν και είναι πολύ πιο πλούσια και ποικιλόμορφη από αυτή των Ιταλών, απλά αυτούς θα επέλεγα ως πρώτη μπάντα αναφοράς. Συγκεκριμένα, το “Codex Epicus” είναι το πιο πλούσιο και πολυεπίπεδο άλμπουμ που μας έχει προσφέρει ποτέ το συγκρότημα. Η γενική κατεύθυνση είναι πιο δραματική και doom από τον προκάτοχό του, αλλά το άλμπουμ απέχει σε μεγάλο βαθμό από το να χαρακτηριστεί μονοδιάστατο ή βαρετό, καθώς το συγκρότημα δανείζεται με τόλμη και άνεση από διάφορα παρακλάδια του ευρύτερου επικού metal. Η μπάντα μοιάζει να πιστεύει ότι φαινομενικά «αλλότριοι» επικοί ήχοι μπορούν να συνυπάρξουν για τη δημιουργία της μέγιστης επικής ατμόσφαιρας, και εκ του αποτελέσματος αναμφίβολα δικαιώνεται. Από επιβλητικά «εξωμεταλλικά» στοιχεία μέχρι ακραία πολεμοχαρή ξεσπάσματα, όλα τα στρατολογεί υπό τη σημαία ενός διευρυμένου επικού metal ήχου. Και αυτό το πράττει χωρίς στην ουσία να αλλοιωθεί η ταυτότητα των Battleroar, αλλά αντίθετα να αναδειχθεί.
Τώρα, στα επιμέρους στοιχεία του δίσκου, το “Codex Epicus” περιέχει μερικά από τα καλύτερα κιθαριστικά θέματα που έχουν γράψει ποτέ και συγκριτικά με το προηγούμενο, εμφανώς βελτιωμένα φωνητικά. Η πολύ καλή ερμηνεία του Gerrit Mutz είναι πλήρως προσαρμοσμένη στο ύφος της μπάντας, με αποτέλεσμα να ακούγεται πλέον και ουσιαστικά ως «ο τραγουδιστής των Battleroar» και όχι απλά σαν ένας guest τραγουδιστής που αναπαράγει το τραγουδιστικό στιλ των άλλων συγκροτημάτων που κατά καιρούς έχει περάσει. Στην ποικιλομορφία του άλμπουμ, από άποψη φωνητικών, συνεισφέρουν σημαντικά τα εκτεταμένα χορωδιακά και οι επιτυχημένες guest συμμετοχές από Mark Shelton και Ευθύμη Καραδήμα (ειδικά του πρώτου που ερμηνεύει εκπληκτικά το “Sword of the Flame”). Τέλος, αν και συνολικά υπερέχει σαφέστατα, συνθετικά, σε σχέση με το πολύ καλό “Blood of Legends”, δεν υπάρχουν κομμάτια που να ξεχωρίζουν εμφανώς (όπως συνέβαινε στο προηγούμενο με τους ΥΜΝΟΥΣ “Valkyries Upon Us” και “Poisoned Well” ) με αποτέλεσμα το άλμπουμ να λειτουργεί καλύτερα ως σύνολο.
Καταλήγοντας, να ξεκαθαρίσω ότι παρά την αδυναμία που έχω στο συγκρότημα, δεν έχω καμία πρόθεση να κρίνω τους Battleroar με ούτε μία σταγόνα «επιείκειας» ή μεροληψίας, καθώς κέρδισαν το δικαίωμα να συγκαταλέγονται στους μεγάλους του ήχου και δεν τους αρμόζει η συγκατάβαση ή οι κολακείες. Η εκτίμησή μου είναι ότι το “Codex Epicus” δύσκολα θα προκαλέσει στον ακροατή αντίκτυπο αντίστοιχο του “To Death and Beyond...” ή έστω του “Age of Chaos”, κι αυτό πιθανόν επειδή - όπως προανέφερα - το κενό του Marco δεν καλύφθηκε πλήρως, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του Mutz και την πολύ αξιόλογη απόδοσή του. Η ποιότητα, όμως, των συνθέσεων είναι ανάλογη των δύο προαναφερθέντων αριστουργημάτων, κι αυτό είναι που μας τροφοδοτεί με αισιοδοξία. Οι Battleroar πέρασαν από μύρια κύματα, με σημαντικότατες αλλαγές στο line-up τους, και το γεγονός ότι μπορούν να παράγουν έναν δίσκο τόσο εντυπωσιακό, ολοκληρωμένο και με ξεκάθαρο όραμα αποτελεί αξιοσημείωτο άθλο. Έναν δίσκο που τους διατηρεί με άνεση τη βασική μου ελπίδα για «καθαρόαιμο» επικό metal και καθιστά ακόμα πιο ρεαλιστική και κοντινή την επιστροφή τους στην κορυφή.
Βαθμολογία: 86/100
Για το Rock Overdose,
The Shadowcaster