Την τιμητική της έχει σήμερα μια πανίσχυρη, μοναδική και με τεράστιο εύρος φωνή, μια φωνή που έγραψε ιστορία με χρυσά γράμματα και μεσουράνησε ειδικά κατά τη δεκαετία του ’70, η θρυλική φωνή του Robert Plant. Ήρθε στον κόσμο 72 χρόνια πριν, στο Staffordshire της Αγγλίας και σε νεαρή ηλικία, έδειξε έντονο ενδιαφέρον για το τραγούδι, αντλώντας την έμπνευσή του από τη rock n roll μουσική και κυρίως τον Elvis Presley. Του άρεσε ως παιδί να κρύβεται πίσω απ’ τις κουρτίνες και να προσπαθεί να μιμηθεί τον μεγάλο καλλιτέχνη. Ασυγκράτητος όντας, εγκατέλειψε το σχολείο το 1966, προκειμένου να ξεκινήσει την καριέρα του στη μουσική. Έπαιξε με διάφορα γκρουπ, δείχνοντας το ταλέντο του στην ερμηνεία blues κομματιών, έχοντας επιρροές από ονόματα της εν λόγω σκηνής, όπως οι Johnson, Bukka White, Skip James, Jerry Miller και Sleepy John Estes. Σε κάποιο από τα γκρουπ που συμμετείχε, γνωρίστηκε με τον John Bonham και οι δυο τους, προχώρησαν στο σχηματισμό των Band of Joy. Καθοριστική στιγμή για την μετέπειτα πορεία του, αποτέλεσε η ανακάλυψη του από τον κιθαρίστα Jimmy Page που τον προσέλαβε στους New Yardbirds. Ο Plant με τη σειρά του, σύστησε στον Page τον Bohnam και με την προσθήκη του John Paul Jones, το συγκρότημα μετά από μια σύντομη περιοδεία, μετονομάστηκε σεLed Zeppelin. Η ασύλληπτη φωνή του, ήταν προφανώς ένας ζωτικός παράγοντας στην καθιέρωση της μπάντας και στην ανάδειξή της ως μια από της θρυλικότερες που πέρασαν ποτέ από τον πλανήτη. Από το 1969, είχε αναλάβει παράλληλα και στιχουργικά καθήκοντα, γράφοντας στίχους μυστικιστική, φιλοσοφικής και πνευματικής θεματολογίας. Μεταξύ άλλων, κέρδιζε την έμπνευσή του από τα βιβλία του J. R. R. Tolkien καθώς και από την ουαλική μυθολογία. Το πάθος του για την ανακάλυψη ποικίλων μουσικών εμπειριών τον ώθησε στην εξερεύνηση της Αφρικής και ειδικότερα στο Μαρακές του Μαρόκο, όπου συνάντησε την τραγουδίστρια Umm Kulthum, γεγονός που αποτυπώθηκε στο κομμάτι “Kashmir”.
Ο καλλιτέχνης γεύτηκε την παγκόσμια καταξίωση με τους Led Zeppelin σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’70 και κατάφερε να διαμορφώσει μια ασύγκριτη εικόνα ως ένα ιδιαίτερα χαρισματικός frontman του είδους. Με την εξίσου πολύ ενεργή και λαμπερή σκηνική του παρουσία και την άκρως αναγνωρίσιμη εικόνα του επί σκηνής, κατάφερε να δημιουργήσει μια μορφή που παρέπεμπε σε έναν «θεό του ροκ». Κι ενώ όλα κυλούσαν ιδανικά για τον Plant, μια προσωπική τραγωδία ήρθε να επισκιάσει την υπέρμετρη επιτυχία για εκείνον, αφού το 1977, ο εξάχρονος γιος του, πέθανε αιφνιδίως από ιογενή λοίμωξη, κάτι που κατακεραύνωσε ολόκληρη την οικογένεια και που οδήγησε σε ακύρωση των υπόλοιπων συναυλιών του γκρουπ και σε επακόλουθη παύση εργασιών για τον ενάμιση χρόνο που ακολούθησε. Επιστρέφοντας στο στούντιο στα τέλη του 1978, μαζί με τους συνεργάτες του, ξεκίνησαν τις ηχογραφήσεις για το “In through the out door”, που έμελε να είναι ο τελευταίος δίσκος των Βρετανών, αφού ενώ ετοιμάζονταν για την επερχόμενη περιοδεία τους, ο Bonham βρέθηκε νεκρός από αναρρόφηση λόγω κατάχρησης αλκοόλ, το Σεπτέμβρη του 1980. Έτσι οι Zeppelin, αποφάσισαν πως ήταν αδύνατο να συνεχίσουν χωρίς τον ντράμερ τους, οπότε ο Plant ξεκίνησε τη σόλο καριέρα του, με το “Pictures at Eleven”, του 1982, που είχε αρκετή απήχηση στα chart. Μετά από μια δεύτερη δουλειά, ένωσε τις δυνάμεις του με τους Jimmy Page, Jeff Beck και Nile Rodgers, στα πλαίσια ενός βραχύβιου project, των Honeydrippers, από τους οποίους προέκυψαν δύο single, που βρήκαν την ανταπόκριση του κόσμου. Το 1985, έζησε και πάλι μέρες Led Zeppelin, παίζοντας στο Live Aid, παρέα με τους Page και Jones, ενώ την ίδια χρονιά ανέβηκε στα ράφια των δισκοπωλείων καινούριο άλμπουμ του σε πειραματικό hip-hop στυλ. Η συνεργασία του ερμηνευτή με τον Page συνεχίστηκε τόσο στην πρώτο σόλο προσπάθεια του κιθαρίστα το 1988, όσο και στο “Now and Zen” του Plant καθώς και στην special συναυλία που έγινε προς τιμήν της Atlantic Records.
Το ξεκίνημα της δεκαετίας του ’90, τον βρήκε να διευρύνει τον ήχο προς πιο folk μονοπάτια, με το “For Fate of Nations”, του 1993. Ακολούθησε άλλη μια επανένωση του με τον Page για τον δίσκο “Unledded”.Οι δυο τους, ανέτρεξαν στις κλασσικές στιγμές των Led Zeppelin, ξαναδουλεύοντας κάποια κομμάτια με πρόσμιξη έντονων Μαροκινών και Αραβικών επιρροών. Για το ίδιο project, ηχογράφησαν και κάποια νέα κομμάτια και έκαναν περιοδείες. Το δίδυμο εντυπωσίασε για μια ακόμη φορά, όταν η δουλειά τους “Walking Into Clarksdale” απέσπασε διθυραμβικές κριτικές, χαρίζοντας το βραβείο Grammy στην κατηγορία “Best hard rock performance” για το κομμάτι “Most High”. Μετά από μια τριετή παύση, ο Plant επέστρεψε στα δισκογραφικά δρώμενα με νέα μπάντα, τους Strange Sensation, κυκλοφορώντας το άλμπουμ “Dreamland” το 2002. Μία από τις κορυφαίες στιγμές της προσωπικής του καριέρας, σημειώθηκε το 2005, με το “Mighty Rearranger”, στο οποίο ωθούμενος από το πάντα ανήσυχο μουσικό του πνεύμα, ενσωμάτωσε αφρικανικούς ρυθμούς, blues, ψυχεδελικό ροκ και κέλτικες μπαλάντες, με τους κριτικούς να μιλούν με εγκωμιαστικά λόγια. Ο Βρετανός, είδε την καριέρα του να φτάνει σε νέα ύψη μέσα από έναν νέο μουσικό πειραματισμό, τη συνεργασία του με την Alison Krauss, στο country – folk άλμπουμ, “Raising Sand”, που έγινε κορυφαίο σε πωλήσεις στη Αμερική και απέφερε πέντε βραβεία Grammy, μεταξύ των οποίων και αυτό για το άλμπουμ της χρονιάς. Η επανένωση του με τα εν ζωή μέλη των Led Zeppelin για μια συναυλία φιλανθρωπικού χαρακτήρα το 2007, πυροδότησε τις φήμες για πιθανό reunion της μπάντας με περιοδείες και άλμπουμ. Ο Plant παρ’ όλα αυτά, εξέδωσε μια ανακοίνωσε την επόμενη χρονιά πως δεν ενδιαφερόταν για κάτι τέτοιο, παρά το γεγονός ότι οι υπόλοιποι συζήτησαν το ενδεχόμενο να συνεχίσουν χωρίς αυτόν. Το 2009, ο τραγουδιστής έλαβε ειδική τιμητική διάκριση, αφού ονομάστηκε “Commander of the Order of the British Empire” (Στρατιωτικός διοικητής του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας) για τις υπηρεσίες του στο χώρο της μουσικής. Όπως και να’ χει πρόκειται για έναν καλλιτέχνη που έχει αποτελέσει πηγή έμπνευσης για πολλές γενιές τραγουδιστών και είναι πολλά τα δημοψηφίσματα που τον έχουν αναδείξει έναν από τους σπουδαιότερους τραγουδιστές όλων των εποχών. Στην προσωπική του ζωή, υπήρξε παντρεμένος από το 1969 ως το 1983 με την Maureen Wilson, με την οποία απέκτησαν μία κόρη και δύο γιους.
Από τη στήλη του Rock Overdose "Σαν σήμερα" .