Τι εισαγωγή να κάνεις όταν έρχεται η στιγμή να γράψεις κριτική για την τελευταία κυκλοφορία της πιο αγαπημένης σου μπάντας. Για μένα οι Dream Theater είναι από αυτές τις μπάντες που χτίζεις σχέση αγάπης μαζί της. Δεν είναι έρωτας από την πρώτη ματιά, εντυπωσιάζεσαι, το επεξεργάζεσαι, επιστρέφεις ξανά και ξανά, μέχρι που σου γίνεται απαραίτητη. Έτσι ξεκίνησε κι εμένα η σχέση μου μαζί τους η οποία μετράει πάνω από 22 χρόνια. Θυμάμαι είχα ακούσει στο ραδιόφωνο πρώτη φορά το “Peruvian Skies” (το λες και μη αντιπροσωπευτικό κομμάτι τους) όταν είχε κυκλοφορήσει το 1997 το “Falling into Infinity”. Σκάλωσα πραγματικά και άρχισα να τους ψάχνω. Ένας φίλος μου έφερε να ακούσω το “A Change of Seasons” που είχαν κυκλοφορήσει 2 χρόνια πριν ώστε να πάρω μια ιδέα…και αυτό ήταν. Τσεκάροντας και τα παλιότερα “Images and Words” και “Awake” (μακράν ο αγαπημένος μου δίσκος τους) έπαθα την πλάκα μου, ήταν σαν να ανακαλύπτω έναν νέο μουσικό κόσμο. Από τότε κάθε νέα τους κυκλοφορία ήταν μια ιεροτελεστία ανακάλυψης νέων ήχων και συναισθημάτων. Σίγουρα είχαμε τα πάνω και τα κάτω μας αλλά είχε ήδη χτιστεί μια αγάπη που θα κράταγε γερά μέσα στα χρόνια. Ομολογώ πως τους έχασα λίγο με το “The Astonishing” (αν και τους χάρηκα που πειραματίστηκαν και έκαναν το κάτι διαφορετικό – το λες και rock όπερα) για να ξαναβρεθώ μαζί τους στο σήμερα με το “Distance Over Time” που αναμένεται να κυκλοφορήσει στις 22 Φεβρουαρίου από την InsideOut Music.
Όλοι είχαμε πάρει ήδη μία πρόγευση με τα 3 singles που είχαν κυκλοφορήσει αλλά περίμενα με ανυπομονησία να πάρω όλο το album στα χέρια μου για να δω περί τίνος πρόκειται. Από εκείνη τη στιγμή τα αυτιά μου δεν έχουν ακούσει κάτι άλλο. Παίζει στο repeat παντού. Αυτό που παθαίνω σχεδόν πάντα με τους Dream Theater είναι πως με την πρώτη ακρόαση δεν μπορώ να τους καταλάβω, ούτε να βγάλω συμπέρασμα για το αν μου αρέσει σίγουρα αυτό που ακούω. Για να καταλάβεις την μαγεία τους χρειάζεται χρόνος και να τους αφιερώσεις πολλές ακροάσεις γιατί κάθε φορά σου ξεδιπλώνεται και κάτι νέο. Αυτό έγινε και σε αυτή την περίπτωση ώστε να μπορώ έστω με μια μικρή ασφάλεια παραπάνω να πω αν τελικά μου άρεσε ή όχι.
Εντύπωση μου έκανε πως αυτός εδώ ο δίσκος είναι ο πιο σύντομος σε διάρκεια που έχουν βγάλει μετά το “When Dream and Day Unite” του 1989. Τα 9 κομμάτια (plus 1 bonus track) που περιλαμβάνει είναι σχετικά μικρά σε διάρκεια (για τα δεδομένα τους βέβαια) χωρίς κανένα να ξεπερνά τα 10 λεπτά. Είναι αρκετά συμπαγή όμως, χωρίς πολλά περιττά. Δεμένα μεταξύ τους, με ωραία ροή σαν να λένε όλα μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος.
Η αρχή έρχεται με το “Untethered Angel” με το οποίο πήραμε και την πρώτη γεύση για το τι θα περιλαμβάνει ο δίσκος. Μου ταιριάζει για εναρκτήριο κομμάτι. Έχει catchy μελωδία και refrain που σου μένει εύκολα. Έχει και τα σολαρίσματα του από την μαγική τετράδα. Τα φωνητικά του LaBrie που έχουν μια παραμόρφωση ταιριάζουν γάντι στο ύφος του κομματιού. Γενικά ξυπνάει πολύ μνήμες από “Train of Thought”.
Συνέχεια με την 3η «πρόγευση» του δίσκου, το “Paralyzed”. Ξεκινά αρχικά με παραμόρφωση στην κιθάρα και σιγά σιγά drums, μπάσο και πλήκτρα αρχίζουν να χτίζουν τον ήχο πάνω στο αρχικό riff. Θυμίζει στο ύφος του λίγο “Forsaken” και “Constant Motion”. Μαγεία το σόλο που μπαίνει λίγο μετά τα 2,5 λεπτά. Όταν το είχα ακούσει πρώτη φορά δεν είχα ξετρελαθεί αλλά πλέον νομίζω πως ο ρυθμός του μου έχει κολλήσει στο μυαλό. Εκτιμώ πως αυτή τη σκοπιμότητα έχει και το συγκεκριμένο κομμάτι: αποτελεί το εμπορικό και πιασάρικο τραγούδι του δίσκου. Το 3ο κομμάτι αποτελεί και τη 2η (και καλύτερη κατά την ταπεινή μου άποψη) «πρόγευση» του δίσκου, το “Fall Into the Light”. Μου φέρνει μνήμες από το “Breaking All Illusions” με το αξεπέραστο σόλο του. Η μαγεία αυτού του κομματιού για μένα ξεκινά μετά το 3:20. Υπέροχη εναλλαγή με το μελωδικό παίξιμο του Petrucci.
Συνεχίζουμε με το “Barstool Warrior” το οποίο σε σημεία θα λέγαμε πως το “In The Presence Of Enemies Pt.1” συναντά το “Six Degrees of Inner Turbulence”. Έχει αρκετές εναλλαγές στον ρυθμό του και εδώ φαίνεται πως Myung και Mangini έχουν έναν πιο ενεργό ρόλο. Επόμενο κομμάτι το “Room 137”, το riff του οποίου μοιάζει με αυτό από το “Beautiful People” του Marilyn Manson. Η δε συνέχεια του φέρνει μια ατμόσφαιρα από την ψυχεδέλεια των Beatles. Πολύ δυναμικό κομμάτι με ωραίες εναλλαγές και διαφορετικά συνδυασμένα στοιχεία μεταξύ τους. Το “SRN” (ή αλλιώς Signal to Noise) ξεκινά με το μπάσο του Myung να κάνει τα μαγικά του. Το κομμάτι εκτός refrain θυμίζει “Lines in the Sand”. Έχει ωραίο groove σε όλη τη διάρκεια του και προς τα μισά του κομματιού το σολάρισμα από τον Rudess δίνει άλλη πνοή στο κομμάτι, χωρίς υπερβολές. Μετά το 2ο refrain δίνει πόνο ο Petrucci μαζί με Myung και Mangini.
Το “At Wit’s End” για μένα είναι μακράν το καλύτερο κομμάτι και έπος του δίσκου (αποτελεί το μεγαλύτερο, με διάρκεια 9:20 λεπτά). Είναι πραγματικά πολυδιάστατο από όλες τις απόψεις. Στιχουργικά αναφέρεται στον σύντροφο μιας γυναίκας που την καθησυχάζει πως μαζί θα τα ξεπεράσουν όλα και θα καταφέρουν να πολεμήσουν τα τραύματα από το δικό της παρελθόν που τη βασανίζουν. Ξεκινά με ένα riff τύπου bubble bee και εκεί που νομίζεις πως το πράγμα θα εξελιχθεί ανάλαφρα αρχίζει και χτίζεται η σκοτεινή ατμόσφαιρα. Έχει απίστευτες εναλλαγές αυτό το κομμάτι που πραγματικά σε ανατριχιάζει. Και ενώ έχει χτιστεί η ένταση, κοντά στα 5 λεπτά ρίχνει ρυθμούς και μπαίνει το απόλυτο συναίσθημα στιχουργικά και μουσικά γυρνώντας το ύφος σε μπαλάντα με πλήκτρα. Το κλείσιμο του μαγικό: εκεί που νομίζεις πως τελείωσε στα 8 και κάτι λεπτά με fade out, το κομμάτι επανέρχεται μετά από λίγο με τον ήχο του πιάνου να ακούγεται απόκοσμο σαν μια μακρινή ανάμνηση. Ενδεχομένως με αυτό το ηχητικό τέχνασμα να θέλουν να δημιουργήσουν την αίσθηση της επιστροφής των φαντασμάτων του παρελθόντος. Τη σκυτάλη παίρνει η μπαλάντα “Out of Reach” που με τον ήχο των πλήκτρων δένει απόλυτα με την ατμόσφαιρα που δημιούργησε το κλείσιμο του προηγούμενου κομματιού. Ωραία μπαλάντα στο κλασικό Dream Theater ύφος.
Το κλείσιμο έρχεται όπως πρέπει με το «διαστημικό» “Pale Blue Dot” (κοινώς την γη): ξεκινά με τον ήχο ασυρμάτου και συσκευής οξυγόνου, σαν να επικοινωνεί κάποιος από διαστημόπλοιο. Πολύ δυναμικό κομμάτι, ειδικά από τα μισά και μετά που δίνουν όλοι τα ρέστα τους με την instrumental φρενίτιδα που ακολουθεί. Στον δίσκο υπάρχει και ένα bonus track, το “Viper King” στο οποίο οι Theater έκαναν το κέφι τους τζαμάροντας σε ένα πολύ fun κομμάτι που θυμίζει Deep Purple (θυμίζει την φάση με τα medleys και τις διασκευές μετά το “A Change of Seasons”).
Συνοψίζοντας, μετά από τις ατελείωτες ακροάσεις μπορώ να πω πλέον με σιγουριά πως οι Dream Theater σε αυτόν τον δίσκο δίνουν μια νέα πνοή στη μουσική τους συγκριτικά με τις τελευταίες τους κυκλοφορίες. Κάνουν και μια επιστροφή στις πιο heavy ρίζες τους (μετά το “Train of Thought”) κάτι που νομίζω το ήθελαν και το περίμεναν οι οπαδοί τους μετά το “The Astonishing”. Μου αφήνει επίσης την αίσθηση του τζαμαρίσματος μεταξύ τους και αυτό ισχύει αν κρίνουμε από τον τρόπο σύνθεσης και ηχογράφησης του δίσκου (για σχεδόν 4 μήνες έμεναν όλοι μαζί στο Yonderbarn και έγραφαν κομμάτια, διαδικασία που τους έφερε πιο κοντά ως ανθρώπους και ως μουσικούς, κάτι που είχαν πολύ καιρό να το κάνουν). Ο John Petrucci ενώ παίζει για άλλη μία φορά παπάδες, σε αυτόν τον δίσκο παρουσιάζεται πιο ουσιαστικός, μελωδικός και συναισθηματικός στο παίξιμο του, κάτι που νομίζω το χρειαζόταν η μπάντα. Ο δε John Myung έχει βγει μπροστά σε αρκετά κομμάτια κάνοντας αισθητή την παρουσία του με πιο γκρουβάτους ήχους. Ο Jordan Rudess δεν φαίνεται να πειραματίζεται με περίεργους ήχους που συνηθίζει να κάνει αλλά αντιθέτως μένει πιστός στο συναίσθημα που βγάζει ο δίσκος και ακολουθεί πιο κλασικό παίξιμο (προσωπικά μου άρεσε κάτι τέτοιο). Ο Mike Mangini τεχνικότατος στο παίξιμο του ακολουθεί τους υπόλοιπους ομοίως χωρίς πολλά πολλά. Τέλος ο James LaBrie έχει χρησιμοποιήσει κάποιες παραμορφώσεις και εφέ στην φωνή του σε σημεία του δίσκου αλλά δεν με χάλασε καθόλου γιατί ταίριαζε στο γενικότερο ύφος του. Τι να λέμε τώρα… οι άνθρωποι για άλλη μια φορά κάνουν τα δύσκολα να μοιάζουν εύκολα στο παίξιμό τους χωρίς να υστερούν σε συναίσθημα.
Το “Distance Over Time” αποτελεί λοιπόν μία ακόμα εξαιρετική δουλειά των Dream Theater που έχει πάρα πολλά σημεία να ανακαλύψεις όσο την ακούς. Σίγουρα ακούγονται και θα ακουστούν πολλά για αυτόν τον δίσκο. Αυτοί που θα θελήσουν να τους κράξουν θα τους κράξουν πριν καν ακούσουν νότα. Όπως είναι λογικό οι Dream Theater δεν μπορούν πλέον να ικανοποιήσουν τους πάντες. Στα χρόνια που έχουν περάσει έχουν κερδίσει και έχουν χάσει κοινό. Κάποιοι χάθηκαν όταν έφυγε ο Kevin Moore, άλλοι ίσως με τον Derek Sherinian, κάποιοι νέοι ήρθαν μαζί με τον Jordan Rudess και σίγουρα αρκετοί αναπολούν και περιμένουν την επιστροφή του Mike Portnoy. Όμως ένα συγκρότημα του δικού τους βεληνεκούς που βρίσκεται στον χώρο εδώ και 30 χρόνια και που έχει κυκλοφορήσει θρυλικούς δίσκους που καθόρισαν τον ήχο του progressive μπορεί να ξεπεραστεί μόνο από τον ίδιο του τον εαυτό. Είναι σαν να ζητάς από έναν πρωταθλητή να σπάει κάθε φορά το δικό του προσωπικό ρεκόρ. Κι οι Dream Theater αυτό έκαναν και κάνουν τόσα χρόνια. Κυκλοφορίες όπως τα “Images and Words”, “Awake” και “Metropolis Pt. 2: Scenes from a Memory” δεν πρόκειται να κυκλοφορήσουν ξανά, ούτε θα βρεθεί ποτέ κάποιος να τις ξεπεράσει. Και ναι, αν συγκρίνω το “Distance Over Time” με αυτές τις κυκλοφορίες θα είναι ένας πάρα πολύ καλός δίσκος. Αν το συγκρίνω όμως με ό,τι κυκλοφορεί γενικότερα, για μένα θα είναι ανάμεσα στους δίσκους (αν όχι ο δίσκος) της χρονιάς χωρίς καμία αμφιβολία.
Βαθμολογία: 95/100
Για το Rockoverdose.gr
Τζοβάνα Σπήλιου
Πόση φήμη κουβαλάει το όνομα Dream Theater… Κατά πολλούς, πρόκειται για την μπάντα βασίλισσα στην old-school progressive metal σκηνή. Καταρτισμένοι παίχτες, μουσικά και τεχνικά, συναγωνιζόμενοι σε παγκόσμιο επίπεδο. Στην πορεία τους από τον πρώτο τους δίσκο το 1989, έχουν συνηθίσει τους θαυμαστές τους σε «μικρά» εικοσάλεπτα κομμάτια με πολλές εναλλαγές, τόσο στον ρυθμό όσο και στο ύφος, πάντα διατηρώντας όμως έναν συγκεκριμένο ήχο ανά δίσκο, διατηρώντας έτσι μία δομή. Μελωδικά μέρη, heavy σημεία που μας υπενθυμίζουν τη metal πλευρά τους, solos σε ταχύτητα που σε κάνει να απορείς πώς δεν παίρνουν φωτιά τα μουσικά τους όργανα και φυσικά, τα χαρακτηριστικά instrumental parts, στα οποία γίνεται βομβαρδισμός από απότομες συνεχείς αλλαγές.
Συνεχίζουν λοιπόν την πορεία τους με τον 14ο τους δίσκο, μετά το “The Astonishing” του 2016 που δίχασε το κοινό και τους κριτικούς λόγω των πειραματισμών του. Κυκλοφορεί λοιπόν στις 22 Φεβρουαρίου από την InsideOut Music το “Distance Over Time”, με όνομα δίσκου που έχει πολλές σημασίες. Ίσως έχει να κάνει με τον φυσικό τύπο d/t που ισούται με v (velocity). Το d και το t βέβαια είναι τα αρχικά του ονόματος της μπάντας, Dream Theater. Θέλουν να δείξουν ότι κατέχουν ταχύτητα, ειδικά στον ήχο αυτού του δίσκου; Είτε ισχύει είτε όχι αυτή η θεωρία, σίγουρα είναι ενδιαφέρουσα.
Η προετοιμασία για την ακρόαση του album έχει την ίδια αγωνία με κάθε άλλη φορά. Ατέλειωτα σχόλια έκφρασης της λύπης των fans για την αποχώρηση του πρώην drummer τους, Mike Portnoy, συνεντεύξεις και άρθρα παντού για το περί τίνος πρόκειται η νέα δουλειά τους σε συνδυασμό με τη στρατηγική δημοσίευση singles, που αποτελούν τα πιο εμπορικά κομμάτια του δίσκου, δείχνουν ότι ακόμα και μετά από τόσα χρόνια, τεράστια προσοχή είναι στραμμένη πάνω τους. Όταν βγήκε η λίστα των κομματιών, προκάλεσε έκπληξη σε όλους η μικρή διάρκεια των κομματιών, εκ των οποίων το μεγαλύτερο ήταν κάτω των 10 λεπτών αλλά και του album γενικότερα, που είναι μόλις λίγο λιγότερο από μία ώρα. Αυτό συνοδεύτηκε από ανακοίνωση των μελών της μπάντας ότι απέφυγαν τα μεγάλα instrumental breaks αυτή τη φορά, κάτι το οποίο ήταν ασυνήθιστο.
Τα 3 singles που κυκλοφόρησαν είναι και τα 3 πρώτα κομμάτια του δίσκου (γενικότερα όλα τα κομμάτια τοποθετήθηκαν στον δίσκο με βάση τη σειρά που γράφτηκαν). “Untethered Angel”, βαριά σύνθεση που φανέρωσε τον ήχο της νέας κυκλοφορίας τους. Γρήγορα, δυνατά και heavy riffs, απλά μελωδικά αλλά πολύπλοκα (αν και πολλά είναι γραμμένα σε 4/4) groovy riffs, που θυμίζουν το “Forsaken” από το “Systematic Chaos” του 2007, μελωδικά ρεφρέν, μικρά μεν, εντυπωσιακά δε instrumental parts με γρήγορα solos σε πλήκτρα και κιθάρα. Το 2ο κομμάτι στον δίσκο και 3ο single, “Paralyzed”, μικρό σε διάρκεια αλλά πλούσιο σε μελωδίες, παρόλο που δεν παρουσιάζει κάτι διαφορετικό. Τέλος, 3ο στο album και 2ο single, το “Fall Into the Light”. Αυτό αμέσως ανέβασε τις απαιτήσεις πολλών, με εξαιρετικό hard rock riff στην αρχή, φοβερά solos στο τέλος και φυσικά, μετά από μία παύση στη μέση σαν κλείσιμο (παλιό καλό κόλπο του συγκροτήματος), ένα απλό και μελωδικό part του John Petrucci, που δημιούργησε αντίθεση με το υπόλοιπο κομμάτι και έδειξε το συναίσθημα που βάζει η μπάντα στη μουσική της, πέρα από την τεχνική.
Φύγαμε τώρα από τα πιο ασφαλή κομμάτια (χωρίς αυτό να τα κάνει πιο μέτρια) στην καρδιά του δίσκου, περιμένοντας να εκπλαγούμε. Πράγματι, το “Barstool Warrior” ξεκινάει με riff που μοιάζει με το “Glasgow Kiss” του John Petrucci, δίνοντας μια ευχάριστη οικεία αίσθηση, με τον ήχο των Dream Theater που όλοι αγαπάμε. Αποτελεί σίγουρα ένα από τα καλύτερα κομμάτια στον δίσκο, ειδικά μετά από μία ακόμα αλλαγή στη μέση του, με μια όμορφη αλληλουχία συγχορδιών στα πλήκτρα που θα συνοδεύσει άλλο ένα φοβερό αργό και μελωδικό solo του John Petrucci, που προετοιμάζει τη φωνή του James LaBrie που μας αγκαλιάζει με την αισιόδοξη μελωδία της. Κάπως έτσι κλείνει πανέμορφα το κομμάτι. Επόμενο κομμάτι είναι το “Room 137”. Από τα μικρότερα σε διάρκεια, αλλά και από τα πιο heavy. Επίσης, είναι το πρώτο με στίχους του Mike Mangini. Δεν είναι από τα κομμάτια που ξεχωρίζουν στον δίσκο, ωστόσο έχει ένα αρκετά αξιόλογο πειραματικό μέρος, στο οποίο υπάρχουν περίεργες μελωδίες συνδυαζόμενες με ακραία εφέ στη φωνή του James LaBrie. Έπειτα, ακολουθεί το “S2N”, με το εκθαμβωτικό μπάσο του John Myung στην αρχή στο οποίο βασίζεται και η υπόλοιπη σύνθεση, με τις πολλές εναλλαγές της.
Εκεί που σκέφτεσαι ότι δεν γίνεται να υπάρξει κάτι καλύτερο από το “Barstool Warrior”, ο δίσκος συνεχίζεται με το επικό κομμάτι του, “At Wit’s End”. Όντας και το μεγαλύτερο σε διάρκεια, αποτελεί αναμφίβολα το δυνατότερο και καλύτερο κομμάτι του album. Από το πρώτο κι όλας δευτερόλεπτο, ένα πολύ γρήγορο riff κεντρίζει όλη την προσοχή πάνω του εντυπωσιάζοντας. Η υπόλοιπη σύνθεση θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ένα πλήρες κομμάτι Dream Theater, γίνοντας ίσως το αντιπροσωπευτικό του ήχου της μπάντας των τελευταίων χρόνων. Μελωδικά μέρη, progressive instrumental parts, ένα σημείο που έχει ξεκάθαρες επιρροές από κλασικό hard rock και φυσικά, διακοπή στη μέση πριν από ένα απλό και συναισθηματικό solo του John Petrucci. Εκεί που φαίνεται ότι τελειώνει το κομμάτι (για δεύτερη φορά), μετά από λίγα δευτερόλεπτα μπαίνει το τελευταίο part σαν να είναι ηχογραφημένο από μακριά, προσφέροντας μια ονειρική διάσταση στο κλείσιμο.
Επειδή σε κάθε Dream Theater album πρέπει να υπάρχει και μια μπαλάντα, έφτασε η ώρα της. Το “Out of Reach” αποτελεί ένα αξιοπρεπές κομμάτι, ωστόσο είναι το πιο αδύναμο του δίσκου και μπορεί να χαρακτηριστεί ως filler. Τελευταίο ουσιαστικά κομμάτι είναι το “Pale Blue Dot”, το πιο τρελό στο album σε απότομες αλλαγές στον ρυθμό, μαζί με «διαλείμματα» με μελωδικά φωνητικά. Υπάρχει και ένα bonus track, το “Viper King”, που είναι διαφορετικό από τα υπόλοιπα. Είναι βασισμένο σε κλασικό hard rock τύπου Deep Purple, αλλά με το στυλ των Dream Theater. Αξιοπρεπέστατη σύνθεση.
Όπως μπορεί να διαπιστωθεί, τα κομμάτια του δίσκου ακολουθούν κάποια δομή, κάτι που σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να ταυτιστεί με εμπορευματοποιημένη βαρετή φόρμα. Έχει απλά κάποια χαρακτηριστικά ως προς το ύφος, αναλυτικότερα, μελωδικά parts, γρήγορα solos, τρελά progressive parts, groovy verse riffs που σμίγει ρυθμικά η κιθάρα και το μπάσο με την κάσα των drums ενώ τα πλήκτρα συνοδεύουν, πολλές επιρροές από κλασικό hard rock, καθώς και κάποια standard αρμονικά φαινόμενα/λύσεις που χρησιμοποιούν από πάντα οι Dream Theater. Επιπλέον, θα μπορούσε να πει κανείς ότι έχει αρκετά στοιχεία από πολλά παλιά τους album.
Όσον αφορά την παραγωγή, είναι απλά εξαιρετική, με σωστά ισορροπημένες εντάσεις. Τέλος στα παρακομπρεσαρισμένα τύμπανα, που είναι δυνατά με το snare να ακούγεται σαν πολυβόλο, ο τόνος στην κιθάρα όπως τον περιγράφει ο John Petrucci, σαν σοκολατένιο cake με πολλές στρώσεις, πολύ γεμάτος, βαρύς και με βάθος, ακόμα πιο βελτιωμένος μάλιστα σε αυτό το album. Ο lead τόνος είναι εξίσου καλός, ο ιδανικότερος που θα μπορούσε να υπάρχει. Σε γενικές γραμμές, ίσως είναι από τους καλύτερους new-school metal τόνους. Το μπάσο είναι ανάμεσα σε old-school και new-school, συνδυάζοντας χαρακτηριστικά και από τις δύο πλευρές. Όπως και να ‘χει, το βάθος του τον καθιστά ιδανικό. Τα πλήκτρα είχαν τη γνωστή παραγωγή, με λιγότερους και πιο ισορροπημένους ήχους αυτή τη φορά, που φέρνουν σε κλασικό hard rock. Το μόνο πιο αδύναμο μέρος στην παραγωγή είναι η επεξεργασία της φωνής του James LaBrie, η οποία είναι υπερβολικά έντονη και σε σημεία ενοχλητική (χωρίς να αναφέρομαι στους πειραματισμούς στο “Room 137”).
Συνοψίζοντας, σε γενικές γραμμές ο δίσκος έδωσε την εντύπωση ότι αυτή τη φορά δεν πήραν ρίσκο δοκιμάζοντας κάτι διαφορετικό, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αντιγράφουν τα παλιά τους κομμάτια με μέτριο αποτέλεσμα. Το αντίθετο μάλιστα, συνδύασαν πολλά παλιά και καινούρια χαρακτηριστικά προσφέροντας στους fans ένα εξαιρετικό αποτέλεσμα, που ίσως μπορεί να χαρακτηριστεί ως το καλύτερο Dream Theater album της μετα-Portnoy εποχής.
Βαθμολογία: 90/100
Για το Rockoverdose.gr
Φώτης Καϋμενάκης