Μια από τις σπουδαιότερες φυσιογνωμίες που πέρασαν ποτέ από τη metal μουσική, ένας μουσικός που με την μοναδική ευφυΐα του κατάφερε κάτι σπάνιο, να ορίσει ένα ολόκληρο μουσικό ιδίωμα, παθιασμένος με τη μουσική όσο λίγοι, cool τύπος όπως λένε όσοι τον γνώρισαν, ο Chuck Schuldiner, έφυγε από κοντά μας σαν σήμερα, 22 χρόνια πριν, άφησε όμως πίσω του μια τεράστια κληρονομιά και συνεχίζει να υπάρχει μέσα από τη μουσική του και τις τεράστιες επιρροές που άσκησε μέσω αυτής.
Γεννήθηκε στις 13 Μαΐου του 1967, στο Long Island της Νέας Υόρκης. Οι γονείς του, δάσκαλοι και οι δύο, ήταν εβραίοι, ο πατέρας του αυστριακής καταγωγής και η μητέρα του νότιο-αμερικανή. Ο Chuck, είχε έναν μεγάλο αδερφό και μια μεγαλύτερη αδερφή. Το 1968, η οικογένεια μετακόμισε στη Florida. Η ενασχόληση του με την κιθάρα ξεκίνησε, στα 9 του χρόνια, μέσα από ένα τραγικό γεγονός, το θάνατο του δεκαεξάχρονου αδελφού του, σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Οι γονείς του για να τον βοηθήσουν να ξεπεράσει τη θλίψη του και να απασχολήσουν το μυαλό του, του αγόρασαν μια κιθάρα. Ξεκίνησε να κάνει μαθήματα και σύντομα αποφάσισε ότι προτιμούσε να είναι αυτοδίδακτος, αφού το “Mary had a Little Lamb", που του έμαθε ο δάσκαλός του, του φάνηκε γελοίο. Κάποια μέρα, οι γονείς του είδαν μια ηλεκτρική κιθάρα σε ένα παζάρι και του την αγόρασαν. Εκείνος, την άρπαξε αμέσως και δεν την ξανάφησε ποτέ σε όλη του τη ζωή. Αγόρασε ενισχυτές και έπαιζε συνέχεια, γράφοντας και μαθαίνοντας μόνος όλο και περισσότερα πράγματα. Πέρναγε ολόκληρα σαββατοκύριακα στο γκαράζ ή το δωμάτιο του παρέα με αυτήν. Για πρώτη φορά έπαιξε δημόσια στις αρχές της εφηβείας του. Η πρώτη και σημαντικότερη επιρροή του, ήταν οι Kiss. Ήταν δεκατριών ετών όταν η μητέρα του, τον πήγε να τους δει και του άρεσαν τρομερά. Στη συνέχεια, τα ακούσματα του επεκτάθηκαν σε ονόματα όπως οι Exciter, IronMaiden, Mercyful Fate, Venom, Watchtower, Anvil, και Black Sabbath. Κιθαρίστες της δεκαετίας του ’80, είχαν επίσης, ιδιαίτερη επίδραση πάνω του. «Ήμουν τυχερός που ξεκίνησα να παίζω κιθάρα στα 80’s, αφού υπήρχαν πολλοί σπουδαίοι κιθαρίστες γύρω μου για να με εμπνεύσουν, όπως οι Eddie Van Halen, Yngwie Malmsteen και ειδικά οι Dave Murray και Adrian Smith», είχε πει κάποτε. Σύμφωνα με τη μητέρα του, του άρεσε να ακούει τα πάντα εκτός από country και rap. Στο σχολείο ήταν καλός μαθητής, ώσπου τελικά άρχισε να βαριέται την εκπαίδευση και τελικά το παράτησε. Αργότερα μετάνιωσε για την απόφασή του και είχε δηλώσει πως αν δε γινόταν μουσικός, θα είχε γίνει κτηνίατρος ή μάγειρας.
Το 1983, σε ηλικία 16 ετών, σχημάτισε τους Mantas, μια εμβρυακή μορφή των Death. Αφού ηχογράφησαν ένα ντέμο, διαλύθηκαν και ο Schuldiner, προσπάθησε να βρει άλλα μέλη για την μπάντα του, ανεπιτυχώς όμως. Τον Ιανουάριο του 1986, πήγε στο Τορόντο και προσωρινά ενσωματώθηκε στους Καναδούς, Slaughter. Επέστρεψε γρήγορα όμως για συνεχίσει με τον σχηματισμό των Death. Η μπάντα περνώντας από διάφορες αλλαγές στη σύνθεσή της, κυκλοφόρησε το ντεμπούτο της το 1987, δουλειά που θεωρείται ο πρώτος πραγματικός death metal δίσκος. Μετά το τρίτο άλμπουμ των Death, ο μουσικός αποφάσισε να σταματήσει να δουλεύει με σταθερά μέλη στο συγκρότημα και προτιμούσε να συνεργάζεται με session μουσικούς. Κάπως έτσι κέρδισε τη φήμη του «τελειομανή» στην metal κοινότητα. Συνέχισε υιοθετώντας ένα πιο τεχνικό και progressive στυλ μουσικής και σε όλη του την καριέρα δε φοβήθηκε να καταπιαστεί με αμφιλεγόμενα ζητήματα στιχουργικά.
Το 1998, έβαλε για λίγο τους Death στον πάγο, ώστε να δουλέψει πάνω σε ένα άλλο project του, τους Control Denied και το 1990, κυκλοφόρησε το πρώτο άλμπουμ για λογαριασμό τους. Είχε συμμετάσχει μεταξύ άλλων, παίζοντας κιθάρα στο άλμπουμ “Jesus Killing Machine” του supergroup, Voodoocult και έπαιξε ένα guest σόλο σε ένα κομμάτι των Naphobia, το 1995. Το Μάιο του 1999, ο μουσικός άρχισε να αισθάνεται μια ενόχληση στο πάνω μέρος του λαιμού του και θεώρησε πως επρόκειτο για τσιμπημένο νεύρο. Κατόπιν συστάσεων, προχώρησε σε μαγνητική τομογραφία που έδειξε την ύπαρξη όγκου, ο οποίος, όπως έδειξαν οι εξετάσεις, εντοπιζόταν στον εγκέφαλο και ήταν κακοήθους μορφής.
«Σοκαρίστηκα γιατί το έμαθα σχεδόν στα γενέθλια μου και ένιωσα χάλια. Είναι τρομερό, γιατί νόμιζα ότι είχα έναν χτυπημένο μυ στο λαιμό μου και όχι όγκο στον εγκέφαλο. Δεν μπορούσα ποτέ να το φανταστώ. Πήγα σε πολλούς γιατρούς και όταν έμαθα τελικά την αλήθεια, ήταν σαν εφιάλτης. Είναι όμως κάτι που πρέπει να αντιμετωπίσω άμεσα, να προχωρήσω και να προσπαθώ να μην απογοητεύομαι γιατί ξέρω ότι έχω όλη τη ζωή μπροστά μου και είναι πολύ σημαντικό. Προσπαθώ να μην το σκέφτομαι πολύ, γιατί πρέπει να περιμένω να δω τα αποτελέσματα απ’ τις ακτινοθεραπείες. Έχω ήδη αρχίσει να γράφω κομμάτια για ένα επόμενο άλμπουμ και βάζω τα δυνατά μου για να έχω μια ομαλή ζωή. Είναι δύσκολο, αλλά αυτό πρέπει να κάνω».
Τον Οκτώβρη του 1999, η οικογένεια του ανακοίνωσε ότι ο όγκος είχε αντιμετωπιστεί και πως ο Chuck βρισκόταν σε φάση αποθεραπείας. Λίγους μήνες μετά υποβλήθηκε σε επιτυχή επέμβαση για την αφαίρεση υπολειμμάτων του όγκου. Η οικογένεια του αδυνατούσε να ανταπεξέλθει στο υπέρογκο χρηματικό ποσό που απαιτούνταν για ιατρικά έξοδα και έγιναν πολλοί έρανοι, δημοπρασίες και συναυλίες ώστε να συγκεντρωθούν χρήματα. Δύο χρόνια μετά την αρχική διάγνωση, το Μάιο του 2001, ο καρκίνος επέστρεψε. Ο Schuldiner, αρνήθηκε το χειρουργείο, το οποίο έπρεπε να γίνει άμεσα, λόγω έλλειψης χρημάτων. Οι ασφαλιστικές αρνούνταν να καλύψουν τα έξοδα νοσηλείας του.
Πολλοί καλλιτέχνες όπως, οι KidRock, Korn και Red Hot Chilli Peppers, έβγαλαν σε πλειστηριασμό προσωπικά τους αντικείμενα ενώ άλλοι όπως οι Dave Grohl, Napalm Death, Ozzy Osbourne, Anthrax κ.α. έκαναν τεράστιες προσπάθειες για να συγκεντρώσουν χρήματα. Ο άτυχος μουσικός, υποβλήθηκε σε βαριάς μορφής χημειοθεραπείες , που έκαναν τον οργανισμό του να αποδυναμωθεί ιδιαίτερα. Στα τέλη του Οκτώβρη, είχε αρρωστήσει από πνευμονία. Ενάμιση μήνα μετά, στις 13 Δεκεμβρίου του 2001, έχανε τη μάχη με την επάρατη νόσο. Η σωρός του αποτεφρώθηκε και στο μνημόσυνο του παραβρέθηκαν πολλά ονόματα του χώρου, συμπεριλαμβανομένων των Mike Patton, Glen Benton, King Diamond, Ville Valo,Trey Azagthoth και Max Cavalera. Πόσο τραγική κατάληξη, για έναν άνθρωπο που περιέγραφε τον εαυτό του, ως λάτρης της ζωής και δηλώνοντας σε συνέντευξή του πως θα ήθελε να ζούσε για πάντα, αν ήταν δυνατό. Καταδίκαζε ανοιχτά και είχε αποκηρύξει όλα τα στερεότυπα metal μουσικών που είναι επιβλαβείς για τους ανθρώπους και τα ζώα ή κατά της ζωής. Δεν είχε έντονη θρησκευτική ανατροφή και όταν είχε ρωτηθεί αν έβαζε σατανιστικά στοιχεία στη μουσική του, ήταν κατηγορηματικά αρνητικός, απαντώντας πως δεν ήθελε να ενσωματώνει κανενός είδους θρησκευτικό θέμα στη μουσική του και πως οι στίχοι του ήταν καθαρά εμπνευσμένοι από ταινίες τρόμου ή φαντασίας. Πίστευε επίσης, πως αν υπάρχει κόλαση αυτή ήταν στη γη και πως οι δαίμονες ήταν οι άνθρωποι που δημιουργούν το κακό. Ήταν ανοιχτά κατά των ναρκωτικών και είχε δηλώσει πως: «τα μόνα μου ναρκωτικά είναι το αλκοόλ και το χόρτο».
Ο Chuck Schuldiner έμεινε στην ιστορία ως ο πατέρας του death metal. Κάποια στιγμή που ρωτήθηκε αν θεωρεί τον εαυτό του τόσο σημαντικό, απάντησε πως δεν είναι σύμφωνος με αυτό. «Είμαι απλά ένας τύπος από μια μπάντα και πιστεύω ότι οι Death είναι μια metal μπάντα. Αν μιλάμε για το όνομα και το στυλ ερμηνειών, εντάξει. Είμαι οπαδός του heavy metal και το μόνο που ελπίζω είναι να έχω κάνει κάτι προς όφελός του», έλεγε δείχνοντας το μέγεθος της μετριοφροσύνης του. Έφυγε από τη ζωή μόλις στα 34 χρόνια του.
Σήμερα 22 χρόνια μετά, ποιος ξέρει πόσα ακόμα θα είχε συλλάβει αυτός ο τεράστιος μουσικός νους, ο Chuck Schuldiner;
Από τη στήλη του Rock Overdose "Σαν Σήμερα"