Συντάκτης: Βαγγέλης Κατσής
Από το 2005 που δημιουργήθηκαν και το 2008 που έβγαλαν τον πρώτο τους δίσκο (το ομώνυμο “Elder”), αμφιβάλλω αν οι Αμερικάνοι Elder έχουν κυκλοφορήσει κάποιο κακό ή έστω αδιάφορο δίσκο. Αυτό δε σημαίνει ότι το ντεμπούτο τους ήταν άσχημο, αλλά για κανένα λόγο δε μας προετοίμαζε για τα αριστουργήματα, που θα συνέθεταν και θα κυκλοφορούσαν στο μέλλον οι Αμερικάνοι. Κάποια από τα χαρακτηριστικά της μουσικής των Elder πάντως λίγο πολύ παραμένουν αναλλοίωτα μέχρι στιγμης, όπως τα μεγάλα σε δάρκεια τραγούδια, τα heavy μα ταυτόχρονα μελωδικα riff και το υπέροχο flow στις συνθέσεις τους. Το τελευταίο τους EP, το “The Gold & Silver Sessions” που βγήκε το 2019, μπορεί να κινήθηκε σε πιο ήπιους τόνους, αλλά οι εκρηκτικές στιγμές δεν έλειψαν κατά τη διάρκειά του. Δεν ήταν δυναμικό και βαρύ όπως το “Reflections Of A Floating World” ή το “Lore”, αλλά με ένα δικό του μοναδκό τρόπο. Το νέο άλμπουμ των Elder με τίτλο “Omens”, ακροβατεί ανάμεσα στα “Reflections Of A Floating World” και “Gold & Silver Sessions” όσον αφορά το ύφος των συνθέσεων, με το τελευταίο να υπερτερεί εμφανώς. Αξίζει να σημειωθεί ότι το “Omens” είναι η πρώτη δισκογραφική δουλειά με το νέο lineup των Elder, που πλέον αποτελούνται από τους Nicholas DiSalvo (κιθάρα/φωνητικά), Jack Donovan (μπάσο) και τα νέα μέλη Michael Risberg (Κιθάρα/Πλήκτρα) και George Edert (τύμπανα).
Το “Omens” είναι concept album, το οποίο προσπαθεί να αναπαραστήσει τη διάρκεια ζωής ενός πολιτισμού, πράγμα που μπορεί με μεγάλη ευκολία να μεταφραστεί και ως σχολιασμός για τη σημερινή κατάσταση της ανθρωπότητας. Αποτελείται από πέντε μακροσκελέστατες συνθέσεις -όπως μας έχουν συνηθίσει άλλωστε οι Elder- με τη συνολική του διάρκεια να αγγίζει τα εξήντα λεπτά. Παρά τη μεγάλη τους διάρκεια, τα τραγούδια δεν κουράζουν καθόλου και -σχεδόν κινηματογραφικά- είναι σαν να διηγείται το κάθε ένα μια ιστορία. Στην αρχή του άλμπουμ βρίσκεται το ομώνυμο “Omens”, τραγούδι που ξεκινάει με synthesizer, ενώ μετά το δίλεπτο intro γίνεται το πρώτο «μπαμ» του δίσκου και μπαίνουν οι παραμορφώσεις στις κιθάρες και τα φωνητικά, που όμως δεν κρατάνε για πολύ! Μετά το κουπλέ, οι κιθάρες επανέρχονται σε clean και πιο trippy ρυθμίσεις και το τζαμάρισμα συνεχίζεται μέχρι τα μισά του κομματιού, σημείο όπου η μπάντα αρχίζει να πατάει ελαφρώς το γκάζι. Στη συνέχεια έχουμε το “In Procession”, τραγούδι το οποίο ξεκινά ήρεμα, αλλά δίνει πόνο στη συνέχεια. Άνετα θα μπορούσε να έχει βγει από το “Lore” ή το “Reflections[…]”, κυρίως λόγω των heavy κιθάρων που θυμίζουν τα παραπάνω άλμπουμ, κάτι που το κάνει να ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα τέσσερα του δίσκου. Φτάνοντας στα μισά του “Omens”, βρίσκεται το “Halcyon”, το μεγαλύτερο τραγούδι του δίσκου με διάρκεια σχεδόν 13’. Τα συνηθισμένα από τους Elder· μεγάλο intro (τα φωνητικά μπαίνουν μετά το πέμπτο λεπτό) και γενικά κάπως επαναλαμβανόμενο καθ’όλη τη διάρκειά του. Ίσως το “Halcyon” να είναι η πιο αδύναμη σύνθεση του “Omens”, αλλά την κατάσταση έρχεται να σώσει το πραγματικά εξαιρετικό “Embers”, τραγούδι που έχει κυκλοφορήσει και σαν single. Το “Embers” λοιπόν, είναι το πιο βαρύ κομμάτι του δίσκου, χωρίς όμως να το παρακάνει και να ξεφεύγει από τη μελωδικότητα και το γλυκό ήχο που χαρακτηρίζει το “Omens”. Για το κλείσιμο έχουμε το “One Light Retreating”, ένα επίσης σχετικά heavy τραγούδι με αρκετές εναλλαγές συναισθημάτων κατά τη διάρκειά του. Εκεί που πάει να τα δώσει όλα, γίνεται ακριβώς το αντίθετο και αντί οι Elder να κάνουν το μεγάλο μπαμ, ρίχνουν μια clean γέφυρα και πορώνουν τον ακροατή ακόμα περισσότερο.
Το νέο άλμπουμ των Elder λοιπόν, έρχεται σαν φυσικό επόμενο στην εξέλιξη του ήχου τους. Σίγουρα οι λάτρεις του “Dead Roots Stirring” και των γενικότερα πιο heavy αλμπουμ των Elder μπορεί να απογοητευτούν σε ένα μικρό βαθμό, αλλά νομίζω ότι οι Αμερικάνοι έχουν κάνει μια πραγματικά εξαιρετική δουλειά για ακόμα μια φορά. Χωρίς αμφιβολία ένα από τα άλμπουμ της χρονιάς στο είδος του, το “Omens” είναι έτοιμο για κυκλοφορία στις 24 Απριλίου. Πλέον, όλοι οι φανς των Elder περιμένουμε να δούμε τι καινούριο μας περιμένει στην επόμενη κυκλοφορία τους!
Βαθμολογία: 80/100
Για το Rock Overdose,
Βαγγέλης Κατσής